ἀντεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "S. ''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anteipon
|Transliteration C=anteipon
|Beta Code=a)ntei=pon
|Beta Code=a)ntei=pon
|Definition=aor. 2 without any pres. (cf. [[ἀντερῶ]], [[ἀντιλέγω]], [[ἀνταγορεύω]]), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[speak against]] or [[in answer]], [[gainsay]], c. dat., <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>999</span>, etc.; ἀ. τινὶ δεομένῳ <span class="bibl">Th.1.136</span>: abs., οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>51</span>; <b class="b3">ἀ. πρός τινα</b> or τι, <span class="bibl">Th.3.61</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.3.3</span>; [[oppose]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Thg.</span>131a</span>; <b class="b3">ἀ. ὑπέρ τινος</b> [[speak]] in one's defence, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>545</span>: c. acc. cogn., <b class="b3">ἀ. ἔπος</b> [[utter]] a word [[of contradiction]], <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1391</span>; <b class="b3">δύο λόγω περὶ τῶν αὐτῶν ἀντειπεῖν</b> [[speak on both sides of]] a question, <span class="bibl">Isoc.10.1</span>; τούτῳ ἂν δίκαιον λόγον ἀντείποιμι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>28b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">κακῶς ἀ. τινά</b> [[malign]] him [[in turn]], <span class="bibl">S. <span class="title">Ant.</span>1053</span>.</span>
|Definition=aor. 2 without any pres. (cf. [[ἀντερῶ]], [[ἀντιλέγω]], [[ἀνταγορεύω]]),<br><span class="bld">A</span> [[speak against]] or [[in answer]], [[gainsay]], c. dat., [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''999, etc.; ἀ. τινὶ δεομένῳ Th.1.136: abs., οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''51; <b class="b3">ἀ. πρός τινα</b> or τι, Th.3.61, X.''HG''3.3.3; [[oppose]], Pl.''Thg.''131a; <b class="b3">ἀ. ὑπέρ τινος</b> [[speak]] in one's defence, Ar.''Th.''545: c. acc. cogn., <b class="b3">ἀ. ἔπος</b> [[utter]] a word [[of contradiction]], E.''IA''1391; <b class="b3">δύο λόγω περὶ τῶν αὐτῶν ἀντειπεῖν</b> [[speak on both sides of]] a question, Isoc.10.1; τούτῳ ἂν δίκαιον λόγον ἀντείποιμι Pl.''Ap.''28b.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">κακῶς ἀ. τινά</b> [[malign]] him [[in turn]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1053.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀντιλέγω]].
|dgtxt=v. [[ἀντιλέγω]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἀντιλέγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεῖπον:''' aor. к [[ἀντιλέγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεῖπον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει: (πρβλ. [[ἀντερῶ]], [[ἀντιλέγω]], [[ἀνταγορεύω]]), ὡς ἀόρ. τοῦ [[ἀντιλέγω]]: ἀντέλεξα, τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., οὐδὲν ἀντ. τινι Αἰσχύλ. Πρ. 51, Σοφ. Ο. Κ. 999, κτλ., ἀντ. τινὶ δεομένῳ Θουκ. 1. 136. 2) ἀπολ., [[εἶπον]] εἰς ἀπάντησιν, ἀπεκρινάμην, [[πρός]] τινα ἢ τι ὁ αὐτ. 3. 61, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Θεάγ. 131Α· ἀντ. ὑπέρ τινος, ὡμίλησα ὑπέρ τινος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 545: - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἆρά γ’ ἔχομεν ἀντειπεῖν [[ἔπος]]; δυνάμεθα εἰς ἀπάντησιν νὰ εἴπωμεν μίαν λέξιν; Εὐρ. Ι. Α. 1391· δύω λόγω περὶ τῶν αὐτῶν ... ἀντειπεῖν, νὰ ὁμιλήσῃ τις [[περί]] τινος ζητήματος ἐξετάζων αὐτὸ ἐξ ἑκατέρου μέρους, Ἰσοκρ. 208Α. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀντ. τινί τι, ἀντιτάσσειν τι [[ἐναντίον]] ἑτέρου, Πλάτ. Ἀπολ. 28Β. 4) ἀντειπεῖν τινα κακῶς, οὐ [[βούλομαι]] τὸν μάντιν ἀντειπεῖν κακῶς, δὲν [[θέλω]] νὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν μάντιν μὲ κακολογίας, Σοφ. Ἀντ. 1053· πρβλ. εὖ εἰπεῖν τινα κτλ. ([[εἶπον]] ΙΙ. 4).
|lstext='''ἀντεῖπον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει: (πρβλ. [[ἀντερῶ]], [[ἀντιλέγω]], [[ἀνταγορεύω]]), ὡς ἀόρ. τοῦ [[ἀντιλέγω]]: ἀντέλεξα, τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., οὐδὲν ἀντ. τινι Αἰσχύλ. Πρ. 51, Σοφ. Ο. Κ. 999, κτλ., ἀντ. τινὶ δεομένῳ Θουκ. 1. 136. 2) ἀπολ., [[εἶπον]] εἰς ἀπάντησιν, ἀπεκρινάμην, [[πρός]] τινα ἢ τι ὁ αὐτ. 3. 61, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Θεάγ. 131Α· ἀντ. ὑπέρ τινος, ὡμίλησα ὑπέρ τινος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 545: - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἆρά γ’ ἔχομεν ἀντειπεῖν [[ἔπος]]; δυνάμεθα εἰς ἀπάντησιν νὰ εἴπωμεν μίαν λέξιν; Εὐρ. Ι. Α. 1391· δύω λόγω περὶ τῶν αὐτῶν ... ἀντειπεῖν, νὰ ὁμιλήσῃ τις [[περί]] τινος ζητήματος ἐξετάζων αὐτὸ ἐξ ἑκατέρου μέρους, Ἰσοκρ. 208Α. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀντ. τινί τι, ἀντιτάσσειν τι [[ἐναντίον]] ἑτέρου, Πλάτ. Ἀπολ. 28Β. 4) ἀντειπεῖν τινα κακῶς, οὐ [[βούλομαι]] τὸν μάντιν ἀντειπεῖν κακῶς, δὲν [[θέλω]] νὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν μάντιν μὲ κακολογίας, Σοφ. Ἀντ. 1053· πρβλ. εὖ εἰπεῖν τινα κτλ. ([[εἶπον]] ΙΙ. 4).
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἀντιλέγω]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=a 2nd aorist used [[instead]] of the [[verb]] ἀντιλέγειν, to [[speak]] [[against]], [[gainsay]]; (from [[Aeschylus]] [[down]]): [[εἶπον]].
|txtha=a 2nd aorist used [[instead]] of the [[verb]] ἀντιλέγειν, to [[speak]] [[against]], [[gainsay]]; (from Aeschylus down): [[εἶπον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. (αντί [[αυτού]] χρησιμ. το <i>ἀντ-[[αγορεύω]]</i>, πρβλ. ἀντ-ερῶ)·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] ή ως [[απάντηση]], [[αντικρούω]], [[αντιτίθεμαι]], με δοτ., <i>οὐδὲν ἀντ. τινι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., [[ανταπαντώ]], σε Θουκ. κ.λπ.· ἀντ. [[ἔπος]], [[προφέρω]] λόγο αντιπαράθεσης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀντ. τινί τι</i>, [[θέτω]] [[κάτι]] ενάντια σε [[κάτι]] [[άλλο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[κακῶς]] ἀντ. τινα, [[μιλώ]] άσχημα για εκείνον ως [[ανταπόδοση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀντεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. (αντί [[αυτού]] χρησιμ. το <i>ἀντ-[[αγορεύω]]</i>, πρβλ. ἀντ-ερῶ)·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] ή ως [[απάντηση]], [[αντικρούω]], [[αντιτίθεμαι]], με δοτ., <i>οὐδὲν ἀντ. τινι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., [[ανταπαντώ]], σε Θουκ. κ.λπ.· ἀντ. [[ἔπος]], [[προφέρω]] λόγο αντιπαράθεσης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀντ. τινί τι</i>, [[θέτω]] [[κάτι]] ενάντια σε [[κάτι]] [[άλλο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[κακῶς]] ἀντ. τινα, [[μιλώ]] άσχημα για εκείνον ως [[ανταπόδοση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεῖπον:''' aor. к [[ἀντιλέγω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres, [[ἀνταγορεύω]] [[being]] used [[instead]], cf. [[ἀντερῶ]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] [[against]] or in [[answer]], [[gainsay]], c. dat., οὐδὲν ἀντ. τινι Aesch., etc.:—absol. to [[speak]] in [[answer]], Thuc., etc.; ἀντ. [[ἔπος]] to [[utter]] a [[word]] of [[contradiction]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἀντ. τινί τι to set one [[thing]] [[against]] [[another]], Plat.<br /><b class="num">3.</b> [[κακῶς]] ἀντ. τινά to [[speak]] ill of him in [[turn]], Soph.
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres, [[ἀνταγορεύω]] [[being]] used [[instead]], cf. [[ἀντερῶ]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] [[against]] or in [[answer]], [[gainsay]], c. dat., οὐδὲν ἀντ. τινι Aesch., etc.:—absol. to [[speak]] in [[answer]], Thuc., etc.; ἀντ. [[ἔπος]] to [[utter]] a [[word]] of [[contradiction]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἀντ. τινί τι to set one [[thing]] [[against]] [[another]], Plat.<br /><b class="num">3.</b> [[κακῶς]] ἀντ. τινά to [[speak]] ill of him in [[turn]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεῖπον Medium diacritics: ἀντεῖπον Low diacritics: αντείπον Capitals: ΑΝΤΕΙΠΟΝ
Transliteration A: anteîpon Transliteration B: anteipon Transliteration C: anteipon Beta Code: a)ntei=pon

English (LSJ)

aor. 2 without any pres. (cf. ἀντερῶ, ἀντιλέγω, ἀνταγορεύω),
A speak against or in answer, gainsay, c. dat., S.OC999, etc.; ἀ. τινὶ δεομένῳ Th.1.136: abs., οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω A.Pr.51; ἀ. πρός τινα or τι, Th.3.61, X.HG3.3.3; oppose, Pl.Thg.131a; ἀ. ὑπέρ τινος speak in one's defence, Ar.Th.545: c. acc. cogn., ἀ. ἔπος utter a word of contradiction, E.IA1391; δύο λόγω περὶ τῶν αὐτῶν ἀντειπεῖν speak on both sides of a question, Isoc.10.1; τούτῳ ἂν δίκαιον λόγον ἀντείποιμι Pl.Ap.28b.
2 κακῶς ἀ. τινά malign him in turn, S.Ant.1053.

Spanish (DGE)

v. ἀντιλέγω.

French (Bailly abrégé)

v. ἀντιλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεῖπον: aor. к ἀντιλέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεῖπον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει: (πρβλ. ἀντερῶ, ἀντιλέγω, ἀνταγορεύω), ὡς ἀόρ. τοῦ ἀντιλέγω: ἀντέλεξα, τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., οὐδὲν ἀντ. τινι Αἰσχύλ. Πρ. 51, Σοφ. Ο. Κ. 999, κτλ., ἀντ. τινὶ δεομένῳ Θουκ. 1. 136. 2) ἀπολ., εἶπον εἰς ἀπάντησιν, ἀπεκρινάμην, πρός τινα ἢ τι ὁ αὐτ. 3. 61, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Θεάγ. 131Α· ἀντ. ὑπέρ τινος, ὡμίλησα ὑπέρ τινος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 545: - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἆρά γ’ ἔχομεν ἀντειπεῖν ἔπος; δυνάμεθα εἰς ἀπάντησιν νὰ εἴπωμεν μίαν λέξιν; Εὐρ. Ι. Α. 1391· δύω λόγω περὶ τῶν αὐτῶν ... ἀντειπεῖν, νὰ ὁμιλήσῃ τις περί τινος ζητήματος ἐξετάζων αὐτὸ ἐξ ἑκατέρου μέρους, Ἰσοκρ. 208Α. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀντ. τινί τι, ἀντιτάσσειν τι ἐναντίον ἑτέρου, Πλάτ. Ἀπολ. 28Β. 4) ἀντειπεῖν τινα κακῶς, οὐ βούλομαι τὸν μάντιν ἀντειπεῖν κακῶς, δὲν θέλω νὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν μάντιν μὲ κακολογίας, Σοφ. Ἀντ. 1053· πρβλ. εὖ εἰπεῖν τινα κτλ. (εἶπον ΙΙ. 4).

English (Thayer)

a 2nd aorist used instead of the verb ἀντιλέγειν, to speak against, gainsay; (from Aeschylus down): εἶπον.

Greek Monotonic

ἀντεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. (αντί αυτού χρησιμ. το ἀντ-αγορεύω, πρβλ. ἀντ-ερῶ)·
1. μιλώ εναντίον ή ως απάντηση, αντικρούω, αντιτίθεμαι, με δοτ., οὐδὲν ἀντ. τινι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., ανταπαντώ, σε Θουκ. κ.λπ.· ἀντ. ἔπος, προφέρω λόγο αντιπαράθεσης, σε Ευρ.
2. ἀντ. τινί τι, θέτω κάτι ενάντια σε κάτι άλλο, σε Πλάτ.
3. κακῶς ἀντ. τινα, μιλώ άσχημα για εκείνον ως ανταπόδοση, σε Σοφ.

Middle Liddell

[aor2 with no pres, ἀνταγορεύω being used instead, cf. ἀντερῶ
1. to speak against or in answer, gainsay, c. dat., οὐδὲν ἀντ. τινι Aesch., etc.:—absol. to speak in answer, Thuc., etc.; ἀντ. ἔπος to utter a word of contradiction, Eur.
2. ἀντ. τινί τι to set one thing against another, Plat.
3. κακῶς ἀντ. τινά to speak ill of him in turn, Soph.