σταλάζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stalazo
|Transliteration C=stalazo
|Beta Code=stala/zw
|Beta Code=stala/zw
|Definition== [[σταλάσσω]], Aq.<span class="title">Mi.</span>2.6, Plu.2.317d.
|Definition== [[σταλάσσω]], Aq.''Mi.''2.6, Plu.2.317d.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[σταλάσσω]] Ν, και μτγν. [[σταλάσσω]] και [[σταλάττω]] και οταλάω Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[αφήνω]] [[υγρό]] να στάξει, να πέσει [[κάτω]] [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «του στάλαξε [[φαρμάκι]] στο [[κρασί]] του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ [[δάκρυ]] [[σταλάσσω]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μὴ σταλάζετε σταλάζοντες», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[στάζω]], [[πέφτω]] [[κάτω]], [[εκρέω]] [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «στάλαζε ο [[ιδρώτας]] από [[πάνω]] του» β. «πᾱσιν δὲ... ἐστάλασσ' [[ἱδρώς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ενσταλάζω]], [[βάζω]] [[βαθμηδόν]], [[σιγά]] [[σιγά]] στον νου ή στην [[ψυχή]] κάποιου μια [[ιδέα]] ή ένα [[συναίσθημα]] («του στάλαξε το [[μίσος]] στην [[ψυχή]] του»)<br /><b>2.</b> [[διαπερνώ]] [[σιγά]] [[σιγά]] («[[μέσα]] απ' τα δέντρα σταλάζει το φώς του φεγγαριού»)<br /><b>3.</b> (για αναμμένο [[κερί]]) [[εκχέω]] λειωμένη ύλη από τη [[στεφάνη]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>σταλάζομαι</i><br />(για υγρά) διηθούμαι, διυλίζομαι<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σταλαγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για υγρά) καθαρισμένος με [[διήθηση]]<br />β) (για ανθρώπους) [[κάτισχνος]], εξασθενημένος<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μού στάλαξε [[βάλσαμο]] παρηγοριάς» — μέ παρηγόρησε, μέ ανακούφισε<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «αν δε βρέξει, θα σταλάξει» — [[κάτι]] θα γίνει, θα υπάρξει κάποια, [[έστω]] και μικρή, [[επιτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σταλάττω]] λέξεις» — λέω μια [[φράση]] ή μια [[λέξη]] [[μετά]] από μακρά [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σταλάσσω]] / [[σταλάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[παλάσσω]]) [[είναι]] εκφραστικό παράγωγο του ρ. [[στάζω]], σχηματισμένο με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>l</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πομφός]]: <i>πομφό</i>-<i>λ</i>-<i>υξ</i>). Ο τ. [[σταλάω]] έχει σχηματιστεί δευτερογενώς [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών. Παράλληλος, [[τέλος]], [[σχηματισμός]] με [[παρέκταση]] -<i>λυγ</i>- μαρτυρείται στους τ. <i>ἀνα</i>-[[σταλύζω]] καί [[στάλυξ]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[σταλάσσω]] Ν, και μτγν. [[σταλάσσω]] και [[σταλάττω]] και οταλάω Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[αφήνω]] [[υγρό]] να στάξει, να πέσει [[κάτω]] [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «του στάλαξε [[φαρμάκι]] στο [[κρασί]] του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ [[δάκρυ]] [[σταλάσσω]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μὴ σταλάζετε σταλάζοντες», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[στάζω]], [[πέφτω]] [[κάτω]], [[εκρέω]] [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «στάλαζε ο [[ιδρώτας]] από [[πάνω]] του» β. «πᾶσιν δὲ... ἐστάλασσ' [[ἱδρώς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ενσταλάζω]], [[βάζω]] [[βαθμηδόν]], [[σιγά]] [[σιγά]] στον νου ή στην [[ψυχή]] κάποιου μια [[ιδέα]] ή ένα [[συναίσθημα]] («του στάλαξε το [[μίσος]] στην [[ψυχή]] του»)<br /><b>2.</b> [[διαπερνώ]] [[σιγά]] [[σιγά]] («[[μέσα]] απ' τα δέντρα σταλάζει το φώς του φεγγαριού»)<br /><b>3.</b> (για αναμμένο [[κερί]]) [[εκχέω]] λειωμένη ύλη από τη [[στεφάνη]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>σταλάζομαι</i><br />(για υγρά) διηθούμαι, διυλίζομαι<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σταλαγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για υγρά) καθαρισμένος με [[διήθηση]]<br />β) (για ανθρώπους) [[κάτισχνος]], εξασθενημένος<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μού στάλαξε [[βάλσαμο]] παρηγοριάς» — μέ παρηγόρησε, μέ ανακούφισε<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «αν δε βρέξει, θα σταλάξει» — [[κάτι]] θα γίνει, θα υπάρξει κάποια, [[έστω]] και μικρή, [[επιτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σταλάττω]] λέξεις» — λέω μια [[φράση]] ή μια [[λέξη]] [[μετά]] από μακρά [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σταλάσσω]] / [[σταλάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[παλάσσω]]) [[είναι]] εκφραστικό παράγωγο του ρ. [[στάζω]], σχηματισμένο με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>l</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πομφός]]: <i>πομφό</i>-<i>λ</i>-<i>υξ</i>). Ο τ. [[σταλάω]] έχει σχηματιστεί δευτερογενώς [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών. Παράλληλος, [[τέλος]], [[σχηματισμός]] με [[παρέκταση]] -<i>λυγ</i>- μαρτυρείται στους τ. <i>ἀνα</i>-[[σταλύζω]] καί [[στάλυξ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰλάζω Medium diacritics: σταλάζω Low diacritics: σταλάζω Capitals: ΣΤΑΛΑΖΩ
Transliteration A: stalázō Transliteration B: stalazō Transliteration C: stalazo Beta Code: stala/zw

English (LSJ)

= σταλάσσω, Aq.Mi.2.6, Plu.2.317d.

German (Pape)

[Seite 928] fut. σταλάξω (s. aber σταλάσσω), = στάζω 2, σταλάω, tröpfeln, VLL.

French (Bailly abrégé)

c. στάζω.
Étymologie: R. Σταγ, dégoutter.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλάζω: σταλάσσω, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α
1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «του στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ.
γ. «μὴ σταλάζετε σταλάζοντες», ΠΔ)
2. (αμτβ.) στάζω, πέφτω κάτω, εκρέω σταγόνα σταγόνα (α. «στάλαζε ο ιδρώτας από πάνω του» β. «πᾶσιν δὲ... ἐστάλασσ' ἱδρώς», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. ενσταλάζω, βάζω βαθμηδόν, σιγά σιγά στον νου ή στην ψυχή κάποιου μια ιδέα ή ένα συναίσθημα («του στάλαξε το μίσος στην ψυχή του»)
2. διαπερνώ σιγά σιγάμέσα απ' τα δέντρα σταλάζει το φώς του φεγγαριού»)
3. (για αναμμένο κερί) εκχέω λειωμένη ύλη από τη στεφάνη
4. (το παθ.) σταλάζομαι
(για υγρά) διηθούμαι, διυλίζομαι
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σταλαγμένος, -η, -ο
α) (για υγρά) καθαρισμένος με διήθηση
β) (για ανθρώπους) κάτισχνος, εξασθενημένος
6. φρ. «μού στάλαξε βάλσαμο παρηγοριάς» — μέ παρηγόρησε, μέ ανακούφισε
7. παροιμ. «αν δε βρέξει, θα σταλάξει» — κάτι θα γίνει, θα υπάρξει κάποια, έστω και μικρή, επιτυχία
αρχ.
φρ. «σταλάττω λέξεις» — λέω μια φράση ή μια λέξη μετά από μακρά σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σταλάσσω / σταλάζω (πρβλ. παλάσσω) είναι εκφραστικό παράγωγο του ρ. στάζω, σχηματισμένο με υγρό ένθημα -l- (πρβλ. πομφός: πομφό-λ-υξ). Ο τ. σταλάω έχει σχηματιστεί δευτερογενώς προς διευθέτηση μετρικών αναγκών. Παράλληλος, τέλος, σχηματισμός με παρέκταση -λυγ- μαρτυρείται στους τ. ἀνα-σταλύζω καί στάλυξ.