ὀνομαστικός: Difference between revisions
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onomastikos | |Transliteration C=onomastikos | ||
|Beta Code=o)nomastiko/s | |Beta Code=o)nomastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀνομαστική, ὀνομαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[skilful at naming]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''424a; of or [[belonging to naming]], hence <b class="b3">ἡ τέχνη ἡ ὀνομαστική</b> ib.423d; ἡ [[ὀνομαστική]] alone, ib.425a.<br><span class="bld">II</span> ἡ [[ὀνομαστική]] (''[[sc.]]'' [[πτῶσις]]) the [[nominative]] case, Str.14.1.41, D.T.636.5, A.D.''Synt.''107.4(pl.).<br><span class="bld">III</span> τὸ [[ὀνομαστικόν]] (''[[sc.]]'' [[βιβλίον]]) [[vocabulary]], arranged acc. to the subjects, and not alphabetically as in a [[λεξικόν]], such as the work of Jul. Pollux: [[ὀνομαστικά]], τά, title of work by Democr. (''Fr.''26a).<br><span class="bld">IV</span> Adv. [[ὀνομαστικῶς]] = [[by a special name]], Ath.14.646a; [[in the nominative case]], Hermog.''Inv.'' 4.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à donner un nom ; <i>t. de gramm.</i> ἡ ὀνομαστική ([[πτῶσις]]) le nominatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à donner un nom ; <i>t. de gramm.</i> ἡ ὀνομαστική ([[πτῶσις]]) le nominatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνομαστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[искусный в обозначениях]], [[удачно придумывающий названия]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[номенклатурный]] ([[τέχνη]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀνομαστικός]], -ή, -όν) [[ονομαστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική [[εορτή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ονομαστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη και βασική [[πτώση]] τών κλιτών [[μερών]] του λόγου η οποία λέγεται [[έτσι]] [[επειδή]] από αυτήν ονομάζονται τα πρόσωπα, τα ζώα, τα πράγματα, οι ιδιότητες και οι ποιότητες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ονομαστικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[είδος]] ερανιστικού συγγράμματος που περιέχει ονόματα και ονομασίες, διατεταγμένα «καθ' ύλην», και στο οποίο προσδιορίζεται η [[σημασία]] και η [[χρήση]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κατάλογο) αυτός που περιέχει ονόματα, [[ιδίως]] προσώπων<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένο [[πρόσωπο]] ή αυτός ο [[οποίος]] ισχύει επ' [[ονόματι]] ορισμένου μόνον προσώπου (α. «[[ονομαστικός]] [[τίτλος]]»<br />[οικον.] [[δικαιόγραφο]] ή αξιόγραφο στο οποίο αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου<br />β. «ονομαστική [[μετοχή]]»<br />[οικον.] [[μετοχή]] στην οποία αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου και η οποία μεταβιβάζεται με [[εγγραφή]] σε [[βιβλίο]] μετοχών της ανώνυμης εταιρείας)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι ονομαστικοί</i><br />οι νομιναλιστές, φιλόσοφοι, [[κυρίως]] του μεσαίωνα, οι οποίοι δεν δέχονταν την αντικειμενική ύπαρξη τών γενικών ή καθολικών εννοιών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ονομαστική [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[αξία]] που αναγράφεται [[πάνω]] σε έναν τίτλο, όπως λ.χ. σε [[μετοχή]] ή [[ομολογία]], και η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την πραγματική του [[αξία]], όπως αυτή καθορίζεται υπό την [[επίδραση]] του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης<br />β) «ονομαστική [[απόλυτος]]» — σόλοικη [[σύνταξη]] [[κατά]] την οποία η [[μετοχή]], της οποίας το [[υποκείμενο]] [[είναι]] διαφορετικό από το [[υποκείμενο]] και από το [[αντικείμενο]] του ρήματος της πρότασης, τίθεται σε ονομαστική [[αντί]] της κανονικής γενικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να ονομάζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να προσδίδει [[κανείς]] ονόματα, η [[τέχνη]] της ονοματοθεσίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὀνομαστικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ονομαστικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ὀνομαστικῶς)<br />με το όνομα του καθενός<br /><b>αρχ.</b><br />στην ονομαστική [[πτώση]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀνομαστικός]], -ή, -όν) [[ονομαστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική [[εορτή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ονομαστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη και βασική [[πτώση]] τών κλιτών [[μερών]] του λόγου η οποία λέγεται [[έτσι]] [[επειδή]] από αυτήν ονομάζονται τα πρόσωπα, τα ζώα, τα πράγματα, οι ιδιότητες και οι ποιότητες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ονομαστικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[είδος]] ερανιστικού συγγράμματος που περιέχει ονόματα και ονομασίες, διατεταγμένα «καθ' ύλην», και στο οποίο προσδιορίζεται η [[σημασία]] και η [[χρήση]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κατάλογο) αυτός που περιέχει ονόματα, [[ιδίως]] προσώπων<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένο [[πρόσωπο]] ή αυτός ο [[οποίος]] ισχύει επ' [[ονόματι]] ορισμένου μόνον προσώπου (α. «[[ονομαστικός]] [[τίτλος]]»<br />[οικον.] [[δικαιόγραφο]] ή αξιόγραφο στο οποίο αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου<br />β. «ονομαστική [[μετοχή]]»<br />[οικον.] [[μετοχή]] στην οποία αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου και η οποία μεταβιβάζεται με [[εγγραφή]] σε [[βιβλίο]] μετοχών της ανώνυμης εταιρείας)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι ονομαστικοί</i><br />οι νομιναλιστές, φιλόσοφοι, [[κυρίως]] του μεσαίωνα, οι οποίοι δεν δέχονταν την αντικειμενική ύπαρξη τών γενικών ή καθολικών εννοιών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ονομαστική [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[αξία]] που αναγράφεται [[πάνω]] σε έναν τίτλο, όπως λ.χ. σε [[μετοχή]] ή [[ομολογία]], και η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την πραγματική του [[αξία]], όπως αυτή καθορίζεται υπό την [[επίδραση]] του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης<br />β) «ονομαστική [[απόλυτος]]» — σόλοικη [[σύνταξη]] [[κατά]] την οποία η [[μετοχή]], της οποίας το [[υποκείμενο]] [[είναι]] διαφορετικό από το [[υποκείμενο]] και από το [[αντικείμενο]] του ρήματος της πρότασης, τίθεται σε ονομαστική [[αντί]] της κανονικής γενικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να ονομάζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να προσδίδει [[κανείς]] ονόματα, η [[τέχνη]] της ονοματοθεσίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὀνομαστικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ονομαστικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ὀνομαστικῶς)<br />με το όνομα του καθενός<br /><b>αρχ.</b><br />στην ονομαστική [[πτώση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀνομαστική, ὀνομαστικόν,
A skilful at naming, Pl.Cra.424a; of or belonging to naming, hence ἡ τέχνη ἡ ὀνομαστική ib.423d; ἡ ὀνομαστική alone, ib.425a.
II ἡ ὀνομαστική (sc. πτῶσις) the nominative case, Str.14.1.41, D.T.636.5, A.D.Synt.107.4(pl.).
III τὸ ὀνομαστικόν (sc. βιβλίον) vocabulary, arranged acc. to the subjects, and not alphabetically as in a λεξικόν, such as the work of Jul. Pollux: ὀνομαστικά, τά, title of work by Democr. (Fr.26a).
IV Adv. ὀνομαστικῶς = by a special name, Ath.14.646a; in the nominative case, Hermog.Inv. 4.4.
German (Pape)
[Seite 349] zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch, S. Emp. adv. gramm. 239; auch adv., ibid. den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist, Plat. Crat. 424 a; τέχνη ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens, 423 d; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichniß, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; – ἡ ὀνομαστική, ac. πτῶσις, der Nominativus, Gramm; – auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen, Schol. Il. 10, 160; κριβάνας πλακοῦντάς τινας ὀνομαστικῶς Ἀπολλόδωρος παρ' Ἀλκμᾶνι, Ath. XIV, 646 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à donner un nom ; t. de gramm. ἡ ὀνομαστική (πτῶσις) le nominatif.
Étymologie: ὀνομάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομαστικός:
1 искусный в обозначениях, удачно придумывающий названия Plat.;
2 номенклатурный (τέχνη Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 424Α· ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀνομάζειν, ὅθεν ἡ τέχνη ὀνομαστική αὐτόθι 423D· ἡ ὀνομαστική (ἁπλῶς) 425Α. ΙΙ. ὡσαύτως ἡ ὀνομαστικὴ (ἐξυπ. πτῶσις), Στράβ. 648. ΙΙΙ. τὸ ὀνομαστικὸν (δηλ. βιβλίον), λεξικὸν κατατεταγμένον καθ’ ὕλην καὶ οὐχὶ κατ’ ἀλφάβητον (ὡς τὰ νῦν κυρίως λεξικά), οἷον εἶναι τὸ σύγγραμμα τοῦ Ἰουλ. Πολυδεύκους. IV. Ἐπίρρ. ὀνομαστικῶς, Ἀθήν. 646Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀνομαστικός, -ή, -όν) ονομαστός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική
γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών του λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται τα πρόσωπα, τα ζώα, τα πράγματα, οι ιδιότητες και οι ποιότητες
3. το ουδ. ως ουσ. το ονομαστικό(ν)
είδος ερανιστικού συγγράμματος που περιέχει ονόματα και ονομασίες, διατεταγμένα «καθ' ύλην», και στο οποίο προσδιορίζεται η σημασία και η χρήση τους
νεοελλ.
1. (για κατάλογο) αυτός που περιέχει ονόματα, ιδίως προσώπων
2. αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή αυτός ο οποίος ισχύει επ' ονόματι ορισμένου μόνον προσώπου (α. «ονομαστικός τίτλος»
[οικον.] δικαιόγραφο ή αξιόγραφο στο οποίο αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου
β. «ονομαστική μετοχή»
[οικον.] μετοχή στην οποία αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου και η οποία μεταβιβάζεται με εγγραφή σε βιβλίο μετοχών της ανώνυμης εταιρείας)
3. το αρσ. ως ουσ. οι ονομαστικοί
οι νομιναλιστές, φιλόσοφοι, κυρίως του μεσαίωνα, οι οποίοι δεν δέχονταν την αντικειμενική ύπαρξη τών γενικών ή καθολικών εννοιών
4. φρ. α) «ονομαστική αξία»
(οικον.) η αξία που αναγράφεται πάνω σε έναν τίτλο, όπως λ.χ. σε μετοχή ή ομολογία, και η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την πραγματική του αξία, όπως αυτή καθορίζεται υπό την επίδραση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης
β) «ονομαστική απόλυτος» — σόλοικη σύνταξη κατά την οποία η μετοχή, της οποίας το υποκείμενο είναι διαφορετικό από το υποκείμενο και από το αντικείμενο του ρήματος της πρότασης, τίθεται σε ονομαστική αντί της κανονικής γενικής
αρχ.
1. αυτός που είναι ικανός να ονομάζει
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του να προσδίδει κανείς ονόματα, η τέχνη της ονοματοθεσίας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Ὀνομαστικά
τίτλος έργου του Δημοκρίτου.
επίρρ...
ονομαστικώς και -ά (ΑΜ ὀνομαστικῶς)
με το όνομα του καθενός
αρχ.
στην ονομαστική πτώση.