παρακινητικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakinitikos
|Transliteration C=parakinitikos
|Beta Code=parakinhtiko/s
|Beta Code=parakinhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stimulating]], τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>16p.456M.</span>; <b class="b3">πρὸς ἔρωτα</b> Sch. <span class="bibl">Theoc. 11.40</span>: abs., [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Ph.2.477</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[deranged]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fr.</span>3</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς, ἔχειν</b> [[show symptoms of madness]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Sol.</span>8</span>.</span>
|Definition=παρακινητική, παρακινητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[stimulating]], τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας Hierocl.''in CA''16p.456M.; <b class="b3">πρὸς ἔρωτα</b> Sch. Theoc. 11.40: abs., [[varia lectio|v.l.]] in Ph.2.477.<br><span class="bld">2</span> [[deranged]], Plu.''Fr.''3. Adv. [[παρακινητικῶς]], ἔχειν [[show symptoms of madness]], Id.''Sol.''8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρακινητικός --όν [παρακινέω] buiten zinnen:. παρακινητικῶς ἔχειν gek geworden zijn Plut. Sol. 8.1.
|elnltext=παρακινητικός -ή -όν [παρακινέω] buiten zinnen:. παρακινητικῶς ἔχειν gek geworden zijn Plut. Sol. 8.1.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακῑνητικός Medium diacritics: παρακινητικός Low diacritics: παρακινητικός Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakinētikós Transliteration B: parakinētikos Transliteration C: parakinitikos Beta Code: parakinhtiko/s

English (LSJ)

παρακινητική, παρακινητικόν,
A stimulating, τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας Hierocl.in CA16p.456M.; πρὸς ἔρωτα Sch. Theoc. 11.40: abs., v.l. in Ph.2.477.
2 deranged, Plu.Fr.3. Adv. παρακινητικῶς, ἔχειν show symptoms of madness, Id.Sol.8.

German (Pape)

[Seite 483] ή, όν, zum Verrenken oder Verrücken gehörig, Sp. – Bes. verrückt, wahnsinnig; παρακινητικῶς ἔχειν, sich zum Wahnsinn hinneigen, Spuren von Wahnsinn zeigen, Plut. Sol. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a l'esprit dérangé.
Étymologie: παρακινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακινητικός -ή -όν [παρακινέω] buiten zinnen:. παρακινητικῶς ἔχειν gek geworden zijn Plut. Sol. 8.1.

Russian (Dvoretsky)

παρακῑνητικός: помешанный, не в своем уме Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρακινητικός: -ή, -όν, διεγερτικός, ἐρεθιστικὸς πρός τι, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 40. 2) παράφορος, παράφρων, Πλούτ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 563D· π. τι καὶ μανιῶδες Φίλων 2. 477. - Ἐπίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δεικνύειν σημεῖα παραφροσύνης, Πλουτ. Σόλων 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακινητικός, -ή, -όν, ΝΑ παρακινώ
αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικός
αρχ.
παράφρονας, τρελός, παράφορος.
επίρρ...
παρακινητικώς και -ά / παρακινητικῶς, ΝΑ
νεοελλ.
με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο
αρχ.
(συν. στη φρ.) «παρακινητικῶς ἔχω» — παρουσιάζω συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης.

Greek Monotonic

παρακῑνητικός: -ή, -όν, παρορμητικός, διεγερτικός· επίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δείχνω συμπτώματα παραφροσύνης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

παρακῑνητικός, ή, όν [from παρακῑνέω]
inclined to insanity: adv., παρακινητικῶς ἔχειν to show symptoms of insanity, Plut.