πόρτις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀκραία, ἀλετρίς" to "Ancient Greek: ἀκραία")
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=portis
|Transliteration C=portis
|Beta Code=po/rtis
|Beta Code=po/rtis
|Definition=ῐος, ἡ, poet. word (in later Prose, acc. pl. <span class="sense"><span class="bld">A</span> πόρτιας <span class="bibl">Ant.Lib. 23.3</span>), [[calf]], [[young]] [[heifer]] (younger than [[δαμάλη]], Sch.<span class="bibl">Theoc.1.75</span>), <span class="bibl">Il.5.162</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>174</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>530</span> (lyr.), etc.; δαμάλαι καὶ πόρτιες <span class="bibl">Theoc.1.75</span>; ἀεργηλὴν ἔτι π. <span class="bibl">A.R.4.1186</span>; [[young cow]], <span class="bibl">Theoc.1.121</span>, <span class="bibl">Mosch.3.82</span>: rarely masc., <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>41</span> (lyr.), <span class="bibl">314</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[young]] [[maiden]], Lyc.102; cf. [[πόρις]]. (Cf. Skt. pṛthukas '[[young]] of an [[animal]]', Arm. [[orth]] 'calf'.)</span>
|Definition=ῐος, ἡ, ''poet.'' word (in later Prose, acc. pl.<br><span class="bld">A</span> πόρτιας Ant.Lib. 23.3), [[calf]], [[young]] [[heifer]] (younger than [[δαμάλη]], Sch.Theoc.1.75), Il.5.162, ''h.Cer.''174, S.''Tr.''530 (lyr.), etc.; δαμάλαι καὶ πόρτιες Theoc.1.75; ἀεργηλὴν ἔτι π. A.R.4.1186; [[young cow]], Theoc.1.121, Mosch.3.82: rarely masc., A.''Supp.''41 (lyr.), 314.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[young]] [[maiden]], Lyc.102; cf. [[πόρις]]. (Cf. Skt. pṛthukas '[[young]] of an [[animal]]', Arm. orth 'calf'.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ἡ, junges Rind, junge Kuh, Kalb, Il. 5, 162, h. Cer. 174, Soph. Trach. 527 u. folgde Dichter, wie Mosch. 3, 83; übh. junges Thier, κεραή, vom Hirsch, Orph. Arg. 640; u. übertr., junges Mädchen, [[ἄνυμφος]], Lycophr. 102, wie Aesch. Suppl. 309; u. 41 sogar ὁ [[πόρτις]], der junge Sohn, nämlich der in eine Kuh verwandelten Jo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ἡ, junges Rind, junge Kuh, Kalb, Il. 5, 162, h. Cer. 174, Soph. Trach. 527 u. folgde Dichter, wie Mosch. 3, 83; übh. junges Tier, κεραή, vom Hirsch, Orph. Arg. 640; u. übertr., junges Mädchen, [[ἄνυμφος]], Lycophr. 102, wie Aesch. Suppl. 309; u. 41 sogar ὁ [[πόρτις]], der junge Sohn, nämlich der in eine Kuh verwandelten Jo.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πόρτις:''' ιος ἡ телица, телка Hom., HH, Soph., Theocr.<br />ιος ὁ досл. бычок, перен. отрок, юноша: [[Δῖος]] π. Aesch. сын Зевса (и телицы Ио), т. е. [[Ἔπαφος]].
|elrutext='''πόρτις:''' ιος ἡ [[телица]], [[телка]] Hom., HH, Soph., Theocr.<br />ιος ὁ досл. бычок, перен. отрок, юноша: [[Δῖος]] π. Aesch. сын Зевса (и телицы Ио), т. е. [[Ἔπαφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πόρις]], -ιος, ἡ, μτγν<br />τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α<br /><b>1.</b> νεαρή [[αγελάδα]], θηλυκό [[μοσχαράκι]] («πολλαὶ δ' αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> νεαρό ζώο («[[πόρτις]] κεραή», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>3.</b> νεαρή [[κόρη]], [[κοπέλα]] («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας [[λύκος]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεχθεί [[κανείς]] τη [[σύνδεση]] της λ. [[πόρτις]] / [[πόρις]] με το αρμ. <i>ort</i><sup>c</sup> «[[μοσχαράκι]]» (και πιθ. και με το αρχ. ινδ. <i>pr</i>-<i>thu</i>-<i>ka</i> «μικρό, [[παιδί]], μικρό ζώου»), οδηγείται στο συμπέρσμα ότι το -<i>τ</i>- του τ. [[πόρτις]] και τών παραγώγων του [[είναι]] εκφραστικό και δεν ανήκει στο [[επίθημα]] της λ., η οποία εμφανίζει, [[επομένως]], κατάλ. -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κόρ</i>-<i>ις</i>, <i>τρόπ</i>-<i>ις</i>). Η λ. συνδέεται πιθ. και με τους τ: [[μέσο]] άνω γερμ. verse, γερμ. <i>Farse</i> «[[δάμαλις]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>por</i>-<i>s</i>-<i>ī</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>far</i>, αγγλοσαξ. <i>fearr</i> «[[νεαρός]] [[ταύρος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>por</i>-<i>s</i>-<i>o</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>pario</i> «[[γεννώ]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>per</i>- «[[γεννώ]]») δεν θεωρείται πιθανή. Η λ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. οργανικής πτώσης <i>potipi</i> = <i>πόρτιφι</i>].
|mltxt=και [[πόρις]], -ιος, ἡ, μτγν<br />τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α<br /><b>1.</b> νεαρή [[αγελάδα]], θηλυκό [[μοσχαράκι]] («πολλαὶ δ' αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> νεαρό ζώο («[[πόρτις]] κεραή», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>3.</b> νεαρή [[κόρη]], [[κοπέλα]] («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας [[λύκος]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεχθεί [[κανείς]] τη [[σύνδεση]] της λ. [[πόρτις]] / [[πόρις]] με το αρμ. <i>ort</i><sup>c</sup> «[[μοσχαράκι]]» (και πιθ. και με το αρχ. ινδ. <i>pr</i>-<i>thu</i>-<i>ka</i> «μικρό, [[παιδί]], μικρό ζώου»), οδηγείται στο συμπέρσμα ότι το -<i>τ</i>- του τ. [[πόρτις]] και τών παραγώγων του [[είναι]] εκφραστικό και δεν ανήκει στο [[επίθημα]] της λ., η οποία εμφανίζει, [[επομένως]], κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[κόρις]], [[τρόπις]]). Η λ. συνδέεται πιθ. και με τους τ: [[μέσο]] άνω γερμ. verse, γερμ. <i>Farse</i> «[[δάμαλις]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>por</i>-<i>s</i>-<i>ī</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>far</i>, αγγλοσαξ. <i>fearr</i> «[[νεαρός]] [[ταύρος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>por</i>-<i>s</i>-<i>o</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>pario</i> «[[γεννώ]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>per</i>- «[[γεννώ]]») δεν θεωρείται πιθανή. Η λ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. οργανικής πτώσης <i>potipi</i> = <i>πόρτιφι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 05:30, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρτῐς Medium diacritics: πόρτις Low diacritics: πόρτις Capitals: ΠΟΡΤΙΣ
Transliteration A: pórtis Transliteration B: portis Transliteration C: portis Beta Code: po/rtis

English (LSJ)

ῐος, ἡ, poet. word (in later Prose, acc. pl.
A πόρτιας Ant.Lib. 23.3), calf, young heifer (younger than δαμάλη, Sch.Theoc.1.75), Il.5.162, h.Cer.174, S.Tr.530 (lyr.), etc.; δαμάλαι καὶ πόρτιες Theoc.1.75; ἀεργηλὴν ἔτι π. A.R.4.1186; young cow, Theoc.1.121, Mosch.3.82: rarely masc., A.Supp.41 (lyr.), 314.
2 metaph., young maiden, Lyc.102; cf. πόρις. (Cf. Skt. pṛthukas 'young of an animal', Arm. orth 'calf'.)

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, junges Rind, junge Kuh, Kalb, Il. 5, 162, h. Cer. 174, Soph. Trach. 527 u. folgde Dichter, wie Mosch. 3, 83; übh. junges Tier, κεραή, vom Hirsch, Orph. Arg. 640; u. übertr., junges Mädchen, ἄνυμφος, Lycophr. 102, wie Aesch. Suppl. 309; u. 41 sogar ὁ πόρτις, der junge Sohn, nämlich der in eine Kuh verwandelten Jo.

French (Bailly abrégé)

1ιος (ἡ) :
jeune veau ; p. ext. jeune génisse.
Étymologie: DELG hypoth. discutées.
2ιος (ὁ) :
jeune taureau, animal ; p. anal. jeune garçon.
Étymologie: DELG hypoth. discutées.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρτις -ιος, ἡ en πόρταξ -ακος, ἡ [~ πόρις] jong rund, kalf; ook m., overdr.: Δῖον πόρτιν het kalf van Zeus (nl. Epaphus, zoon van Zeus en Io) Aeschl. Suppl. 41.

Russian (Dvoretsky)

πόρτις: ιος ἡ телица, телка Hom., HH, Soph., Theocr.
ιος ὁ досл. бычок, перен. отрок, юноша: Δῖος π. Aesch. сын Зевса (и телицы Ио), т. е. Ἔπαφος.

Greek (Liddell-Scott)

πόρτῐς: ῐος, ἡ, δάμαλις ἡ ἄρτι πορεύεσθαι δυναμένη, δαμαλάκι, Ἰλ. Ε. 162, ἔνθα ἴδε Εὐστάθ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 174, Σοφ. Τρ. 530· δαμάλαι καὶ πόρτιες Θεόκρ. 1. 75· ἀεργηλὴν ἔτι πόρτιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1186· ― νεαρὰ βοῦς, Θεόκρ. 1. 121, Μόσχ. 3. 83· ― σπανίως ἀρσ., μόσχος, Λατ. juvencus, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 42. 313. 2) μεταφ., νεαρὰ κόρη, ὡς τὸ Λατ. juvenca, juvencula, καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος Λυκόφρ. 102· ἴδε ἐν λ. πόρις.

English (Autenrieth)

and πόρις, ιος: calf or heifer.

Greek Monolingual

και πόρις, -ιος, ἡ, μτγν
τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α
1. νεαρή αγελάδα, θηλυκό μοσχαράκι («πολλαὶ δ' αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», Θεόκρ.)
2. νεαρό ζώο («πόρτις κεραή», Ορφ.)
3. νεαρή κόρη, κοπέλα («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεχθεί κανείς τη σύνδεση της λ. πόρτις / πόρις με το αρμ. ortc «μοσχαράκι» (και πιθ. και με το αρχ. ινδ. pr-thu-ka «μικρό, παιδί, μικρό ζώου»), οδηγείται στο συμπέρσμα ότι το -τ- του τ. πόρτις και τών παραγώγων του είναι εκφραστικό και δεν ανήκει στο επίθημα της λ., η οποία εμφανίζει, επομένως, κατάλ. -ις (πρβλ. κόρις, τρόπις). Η λ. συνδέεται πιθ. και με τους τ: μέσο άνω γερμ. verse, γερμ. Farse «δάμαλις» (< por-s-ī), αρχ. άνω γερμ. far, αγγλοσαξ. fearr «νεαρός ταύρος» (< por-s-o). Η σύνδεση της λ. με το λατ. pario «γεννώ (< ΙΕ ρίζα per- «γεννώ») δεν θεωρείται πιθανή. Η λ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. οργανικής πτώσης potipi = πόρτιφι].

Greek Monotonic

πόρτῐς: -ιος, ἡ, μοσχάρι, μικρό δαμάλι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· νεαρή αγελάδα, σε Θεόκρ., Μόσχ.

Middle Liddell

πόρτῐς, ιος, ἡ,
a calf, young heifer, Il., Soph.:— a young cow, Theocr., Mosch.

Translations

girl

Abkhaz: аҧҳəызба, аӡӷаб; Afar: awka; Afrikaans: meisie; Aklanon: deaga; Albanian: vajzë; Aleut: asxinux, ayaĝaadax̂; Alutor: ljaŋi; Alviri-Vidari Vidari: کنگ‎; Amharic: ሴት ልጅ, ልጃገረድ; Arabic: بِنْت‎, فَتَاة‎, طِفْلة‎; Egyptian Arabic: بنت‎; Moroccan Arabic: بنت‎, درية‎; Armenian: աղջիկ; Aromanian: featã; Assamese: ছোৱালী; Asturian: neña, ñena; Avar: яс; Azerbaijani: qız; Baluchi: جنک‎; Bashkir: ҡыҙ; Basque: neska; Bavarian: Dirndl, Mädl, Madli, Deandl, Meudl; Belarusian: дзяўчына, дзяўча, дзяўчынка; Bengali: মেয়ে; Breton: plac'h; Budukh: риж; Bulgarian: момиче, девойка, мома, момиченце, девойче; Burmese: သူငယ်မ, မိန်းကလေး, ကောင်မလေး; Buryat: басаган; Catalan: noia, nena, xiqueta, al·lota; Central Franconian: Mädsche; Central Siberian Yupik: neveghsaq; Central Sierra Miwok: kolí-; Chechen: йоӏ; Cherokee: ᎠᏔᏄᏣ; Chickasaw: chipota tiik; Chinese Cantonese: 女仔, 細路女/细路女; Dungan: нүзы, гўнён, ятур, нүвазы; Hakka: 細妹仔/细妹仔; Mandarin: 女孩兒/女孩儿, 女孩子, 姑娘, 女兒/女儿, 丫頭/丫头; Min Nan: 查某囡仔; Wu: 囡兒/囡儿; Chiricahua: 'it'éeké, jeekȩ́n; Chukchi: ӈээккэӄэй; Cimbrian: diirna; Coptic Bohairic: ϣⲉⲣⲓ; Sahidic: ϣⲉⲉⲣⲉ; Crimean Tatar: qız; Czech: holka, děvče, dívka, holčička; Danish: pige; Darkinjung: mirkan; Dolgan: кыыс; Dutch: meisje, meid, meidje, griet, grietje, maagd; Elfdalian: kulla; Erza: тейтерь; Eshtehardi: تیتی‎; Esperanto: knabino; Estonian: tüdruk, plika; Even: асаткан; Evenki: асаткан, хунат; Ewe: nyɔnuvi; Faroese: genta; Finnish: tyttö; French: fille, jeune fille; Friulian: frute, frutate; Galician: nena, meniña, moza, rapaza, rapariga; Georgian: გოგო, გოგონა; German: Mädchen, Mädel, Magd, Wicht; Alemannic German: Goof, Maidle, Maitli, Meitle, Meidschi, Modi, Meetle, Meitji, Moadle, Meiki; East Central German: Madel, Mädel; Gothic: 𐌼𐌰𐌲𐌰𐌸𐍃, 𐌼𐌰𐍅𐌹, 𐌼𐌰𐍅𐌹𐌻𐍉; Greek: κορίτσι; Ancient Greek: ἀκραία, δροσώδης, κόρα, κοράσιον, κόρη, κόριον, κούρα, κούρη, κώρα, κώριον, νεᾶνις, νεῆνις, νῆνις, παιδίσκη, παρθενική, παρθένος, παρσένος, πόρις, πόρτις, πῶλος, ταλιθά; Greenlandic: niviarsiaq; Guaraní: kuñataĩ, mitãkuña; Hausa: yarinya; Hawaiian: kaikamahine, wahine ʻōpio; Hebrew: יַלְדָּה‎, נַעֲרָה‎; Hiligaynon: babaye, dalaga; Hindi: लड़की; Hiri Motu: kekeni; Hungarian: lány; Icelandic: stúlka, stelpa, telpa; Ido: yunino, puerino; Indonesian: anak perempuan, gadis; Ingrian: tyttö; Ingush: йоӏ; Interlingua: puera, pupa; Inupiaq: niaqsaaʁruk; Irish: cailín; Italian: bambina, ragazza; Japanese: 女の子, 少女, 女子, 乙女; Jicarilla: ch'eekéé; Kabyle: ⵜⴰⵇⵛⵉⵛⵜ; Kalmyk: күүкн; Kamba: mwiitu; Kashmiri: کوٗر‎, لٔڑکی‎, کٔٹ‎; Kashubian: dzéwczã; Kazakh: қыз; Khmer: ក្មេងស្រី; Khoekhoe: ǀgôas; Kikuyu: karĩgũ, karĩĩgũ, kĩrĩgũ, mũirĩtu, mũirĩĩtu; Koch Rajbangsi: চেংৰী; Korean: 소녀(少女), 여자(女子)아이, 녀자(女子)아이; Krio: titi; Kurdish Central Kurdish: کچ‎; Northern Kurdish: keç; Kyrgyz: кыз; Ladin: muta; Lao: ເດັກຍິງ; Latgalian: meitine, mārga; Latin: puella, pura, puera, adolescens; Latvian: meitene, meiča, skuķis, skuķe; Lezgi: руш; Lithuanian: mergina, mergaitė; Livonian: neitški; Lombard: tósa, tusa; Louisiana Creole French: fiy; Luganda: omuwala; Luo: nyathina; Luxembourgish: Meedchen; Macedonian: чупе, девојка, девојче; Malagasy: tovovavy; Malay: gadis; Malayalam: പെൺകുട്ടി; Maltese: tfajla; Manchu: ᡤᡝᡤᡝ; Maori: taitamāhine, kōhine, hine, kōtiro, kōhaia, tamahine; Marathi: मुल्गी; Maricopa: mshhay; Mazanderani: کیجا‎; Meru: mwari; Mingrelian: ძღაბი, ცირა; Mizo: hmeichhe naupang, nula; Mohawk: eksà:ʼa; Mongolian Cyrillic: охин; Motu: kekeni; Mwani: mwari; Mòcheno: diarn; Naga Pidgin: chokri; Navajo: atʼééd; Neapolitan: peccerella, nenna; Nepali: केटी; Norman: hardelle; North Frisian: foomen; Norwegian Bokmål: jente, pike; Nynorsk: jente, jenta; O'odham: cehia; Occitan: dròlla, drolleta, gojata, filha; Old Church Slavonic Cyrillic: дѣва, дѣвица; Old English: mæġden; Old Prussian: mērgā; Oromo: dubara; Ossetian: чызг; Ottoman Turkish: بنت‎, دختر‎, قیز‎; Pali: kaññā; Pashto: نجلۍ‎, ووړکۍ‎; Persian: دختر‎; Plautdietsch: Mejal, Mäakjen; Polish: dziewczyna, dziewczę, dziewa, dziewczynka, dziołcha, dziewoja, dziewczę, dziewka, dzieweczka; Portuguese: garota, menina, moça, rapariga; Punjabi: ਕੁੜੀ; Quechua: taski; Rhine Franconian: Maadche; Romani: ćhaj, rakli; Kalo Finnish Romani: tšai, rakli; Vlax Romani: ćhej, rakli; Romanian: fată, copilă; Russian: девушка, девочка, девчонка, девица; Rusyn: дівча; Sami Inari: nieidâ; Northern: nieida; Skolt: nijdd; Southern: nïejte; Samoan: teine; Sanskrit: बाला, कन्या; Scots: lassie; Scottish Gaelic: caileag, nighean, nighneag, nìonag; Seraiki: چُھوہِر‎; Serbo-Croatian Cyrillic: дѐво̄јка, дјѐво̄јка; Roman: dèvōjka, djèvōjka; Sidamo: seemo; Sirenik: náẋserráẋ; Slovak: dievča, dievčatko; Slovene: dekle, deklica; Somali: inan; Sorbian Lower Sorbian: źowćo; Upper Sorbian: dźowćo; Spanish: niña, muchacha, chica, cabra, chamaca, lola, nena, chiquilla; Sumerian: 𒆠𒂖; Svan: დინა; Swabian: Mädle, Fehl, Fohl, Boscha; Swahili: msichana, mwari; Swedish: flicka, tjej, jänta, tös; Sylheti: ꠙꠥꠞꠤ, ꠍꠥꠞꠉꠤ; Tagalog: babae, batang babae, dalaga; Tajik: духтар; Talysh Asalemi: کله‎; Tamil: சிறுமி, பெண்; Taos: upę̀yu'úna; Tatar: кыз; Telugu: అమ్మాయి, కన్య, బాలిక, పిల్ల; Thai: เด็กผู้หญิง, เด็กหญิง, เด็กสาว; Tibetan: བུ་མོ; Tupinambá: kunhãta'ĩ, kunhãmuku; Turkish: kız; Turkmen: gyz; Tuvan: уруг, кыс; Tzotzil: tseb; Udmurt: нылмурт; Ugaritic: 𐎔𐎙𐎚; Ukrainian: ді́вчина, ді́вчинка, дівча, дівчатко; Urdu: لڑکی‎; Uyghur: قىز‎; Uzbek: qiz; Venetian: tóxa, toxata; Veps: neičukaine, neižne; Vietnamese: cô gái, con gái, gái; Vilamovian: miöed; Volapük: jicil; Walloon: båshele, feye; Welsh: bachgennes, geneth; West Frisian: famke, faam; Western Apache: at'eedn, at'een, it'eedn, it'een, it'éédn, it'één, na'ilín, it'ídé, at'eedn; Wiradhuri: migay; Yakut: кыыс; Yiddish: מיידל‎ or; Yucatec Maya: chʼúupal; Yup'ik: neviarcaq; Yámana: čule-kipa; Zazaki: kena