κλεψύδρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
m (Text replacement - "Oeffnung" to "Öffnung")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κλεψύδρα:''' (ῠ) ἡ клепсидра, водяные часы Emped. ap. Arst., Arph. etc.: πρὸς κλεπψύδρας ἀγωνίζεσθαι Arst. состязаться по водяным часам (т. е. словно на судебном заседании).
|elrutext='''κλεψύδρα:''' (ῠ) ἡ [[клепсидра]], [[водяные часы]] Emped. ap. Arst., Arph. etc.: πρὸς κλεπψύδρας ἀγωνίζεσθαι Arst. состязаться по водяным часам (т. е. словно на судебном заседании).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 08:08, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψύδρα Medium diacritics: κλεψύδρα Low diacritics: κλεψύδρα Capitals: ΚΛΕΨΥΔΡΑ
Transliteration A: klepsýdra Transliteration B: klepsydra Transliteration C: klepsydra Beta Code: kleyu/dra

English (LSJ)

Ion. κλεψύδρη, ἡ, (ὕδωρ)
A pipette, = ὑδράρπαξ, a small vessel with one or more perforations below and an air-vent above, for transferring small quantities of liquid, Emp.100.9, Arist.Ph.213a27, Pr. 914b9, al., Hero Spir.2.27 (described in 1.7), Simp.in Cael.524.19, in Ph.647.26.
II clepsydra, water-clock, a water-butt with a narrow orifice underneath, through which the water trickled slowly, for measuring periods of time, used to time speeches in the courts of law, Ar.V.93, 857, Arist.Ath.67.2, etc.; πρὸς κλεψύδρας ἀγωνίζεσθαι Id.Po.1451a8; τὴν ὀπὴν βῦσον τῆς κλεψύδρης Herod.2.43; for measuring military watches, Aen.Tact.22.24; for astronomical measurements, Procl. Hyp.4.74 (in the form of a perforated bowl floating on water, Gal. Anim.Pass.2.5); rarely for other purposes, Eub.p.182 K., Epin.2; εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς κ. Herophil. ap. Marcellin.Puls.265.
III name of an ebbing well, in the Acropolis at Athens, Ar.Av.1695 (lyr.); at Ithome, Pap.in Abh.Berl.Akad.1904(2).14 (ii B.C.), Paus. 4.31.6.

German (Pape)

[Seite 1449] ἡ, Wasseruhr, in welcher, wie bei den Sanduhren, das Wasser in einem enghalsigen Gefäße durch eine seine Öffnung am Boden rinnt, sich gleichsam heimlich durchstiehlt, Schol. Ar. Ach. 693 u. Vesp. 93; Simplic. ad Arist. coel. 2 beschreibt sie als ἀγγεῖον στενόστομον πλατεῖαν ἔχον τὴν βάσιν μικραῖς ὀπαῖς διατετρυπημένην; vgl. auch Empedocl. 257 ff. (bei Arist. de respir. 7) u. Sturz dazu; oft erwähnt in Athen, wo nach der κλεψύδρα den Rednern die Zeit zum Sprechen zugemessen wurde, vgl. Ar. Av. 1695 u. s. ὕδωρ unten; πίνειν δεήσει πρὸς κλεψύδραν Epinic. bei Ath. XI, 497 a; Arist. probl. 16, 8 u. sonst. – Bei Athen eine Quelle, deren Wasser zuweilen ausblieb, vgl. Schol. Ar. Vesp. 853. S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clepsydre, horloge à eau pour marquer le temps accordé aux orateurs.
Étymologie: κλέπτω, ὕδωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεψύδρα -ας, ἡ [κλέπτω, ὕδωρ] waterklok.

Russian (Dvoretsky)

κλεψύδρα: (ῠ) ἡ клепсидра, водяные часы Emped. ap. Arst., Arph. etc.: πρὸς κλεπψύδρας ἀγωνίζεσθαι Arst. состязаться по водяным часам (т. е. словно на судебном заседании).

Greek Monolingual

η (Α κλεψύδρα, ιων. τ. κλεψύδρη)
στενόστομο αγγείο που περιείχε νερό, με βάση πλατιά και γεμάτη μικρές οπές από όπου έσταζαν αργά οι σταγόνες ώσπου να εξαντληθεί τελείως το νερό και το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση του χρόνου, ιδίως κατά τις αγορεύσεις ρητόρων στα δικαστήρια («πρὸς κλεψύδρας ἄν ἠγωνίζοντο», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ο περιορισμένος χρόνος, η πίεση του χρόνου που αναγκάζει τον ομιλητή να είναι σύντομος και να περατώσει την ομιλία του μέσα στα όρια που του έχουν ταχθεί
αρχ.
ως κύριο όν. Κλεψύδρα
α) ονομασία πηγής στην Ακρόπολη της Αθήνας της οποίας το νερό άλλοτε πλημμύριζε και άλλοτε στέρευε
β) ονομασία πηγής στην κορυφή της Ιθώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- του κλέπτω (πρβλ. κλέψ-αι) + -υδρ- (< ὕδωρ με μηδενισμένη βαθμίδα του καταληκτικού επιθήματος, πρβλ. άν-υδρ-ος) + κατάλ. -α].

Greek Monotonic

κλεψύδρα: Ιων. -ύδρη, (ὕδωρ),
I. ρολόι νερού, όπως οι κλεψύδρες με άμμο, που χρησιμοποιείται για να χρονομετρούν τους λόγους στα δικαστήρια, σε Αριστοφ.
II. όνομα πηγής στην Ακρόπολη της Αθήνας, της οποίας τα νερά άλλοτε πλημμύριζαν και άλλοτε λιγόστευαν, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψύδρα: Ἰων. -ύδρη, ἡ, (ὕδωρ), ἀγγεῖον στενόστομον πλατεῖαν ἔχον τὴν βάσιν μικραῖς ὀπαῖς διατετρυπημένην, (Συμπλίκ. εἰς Ἀριστ. Οὐραν. 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 693), δι’ ὧν ἔσταζε βραδέως τὸ ὕδωρ καὶ ἐχρησίμευεν ὡς ὡρολόγιον· κατὰ πρῶτον μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἐμπεδ. (351) παρ’ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 5· ἦτο δὲ ἐν χρήσει πρὸς ὁρισμὸν τοῦ χρόνου τῶν ἀγορεύσεων ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἀριστοφ. Σφ. 93. 857, κτλ.· πρὸς κλ. ἀγωνίζεσθαι Ἀριστ. Ποιητ. 7, 11· πρβλ. ἐγχέω ΙΙΙ, ὕδωρ ἐν τέλ. ΙΙ. ὄνομα πηγῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει ἐν Ἀθήναις, ἧς τὸ ὕδωρ ὁτὲ μὲν ἐπλημμύρει, ὁτὲ δὲ ἐξέλειπεν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1695· καλουμένη ὡσαύτως, ἐμπεδώ, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσ. 912· ὡσαύτως ὄνομα ἑτέρας πηγῆς ἐν Ἰθώμῃ, Παυσ. 4. 31, 5.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: water-hour, constructed like a sand-glass (IA.).
Other forms: Ion. -ρη
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Governing compound from κλέψαι (κλεψι-) and ὕδωρ with zero grade of the 2. member (as ἄν-υδρ-ος a. o.) and α-suffix (s. Schwyzer 452: 7).

Middle Liddell

ὕδωρ
I. a water-clock, like our sand-glasses, used to time speeches in the lawcourts, Ar.
II. name of an ebbing well in the Acropolis at Athens, Ar.

Frisk Etymology German

κλεψύδρα: {klepsúdra}
Forms: ion. -ρη
Meaning: Wasseruhr, ähnlich wie eine Sanduhr konstruiert (ion. att.).
Etymology: Verbales Rektionskompositum von κλέψαι (κλεψι-) und ὕδωρ mit Schwundstufe des Hintergliedes (wie ἄνυδρος u. a.) und zusammenschweißendem α-Suffix (dazu Schwyzer 452: 7).
Page 1,871-872

Wikipedia EN

A water clock or clepsydra (Greek κλεψύδρα from κλέπτειν kleptein, 'to steal'; ὕδωρ hydor, 'water') is any timepiece by which time is measured by the regulated flow of liquid into (inflow type) or out from (outflow type) a vessel, and where the amount is then measured.

Water clocks are one of the oldest time-measuring instruments. The bowl-shaped outflow is the simplest form of a water clock and is known to have existed in Babylon, Egypt, and Persia around the 16th century BC. Other regions of the world, including India and China, also have early evidence of water clocks, but the earliest dates are less certain. Some authors, however, claim that water clocks appeared in China as early as 4000 BC. Water clocks were also used in ancient Greece and ancient Rome, described by technical writers such as Ctesibius and Vitruvius.

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγεῖο μέ στενό στόμιο καί πλατειά βάση τρυπημένη μέ μικρές τρύπες, ἀπό ὅπου ἔσταζε ἀργά τό νερό καί χρησίμευε σάν ρολόι). Ἀπό τό κλέπτω + ὕδωρ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό κλέπτω.

Translations

ar: ساعة مائية; arz: كليبسيدرا; az: su saatı; bg: воден часовник; bn: জলঘড়ি; ca: rellotge d'aigua; cs: vodní hodiny; da: vandur; de: Wasseruhr; en: water clock; eo: akvohorloĝo; es: reloj de agua; eu: ur erloju; fa: ساعت آبی; fi: vesikello; fr: horloge hydraulique; gd: uaireadair-uisge; gl: reloxo de auga; he: שעון מים; hi: जल घड़ी; hr: vodeni sat; hu: vízóra; hy: ջրի ժամացույց; id: jam air; it: orologio idraulico; ja: 水時計; ko: 물시계; lt: vandens laikrodis; ms: jam air; ne: जल घडी; nl: wateruurwerk, waterklok; no: vannklokke; oc: relòtge d'aiga; pl: zegar wodny; ru: водяные часы; sh: vodeni sat; simple: water clock; sl: vodna ura; sr: водени часовник; sv: vattenur; ta: நீர்க்கடிகாரம்; te: నీటి గడియారం; th: นาฬิกาน้ำ; tr: su saati; uk: водяний годинник; vi: đồng hồ nước; zh_yue: 銅壺滴漏; zh: 水鐘