νεοπαγής: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neopagis | |Transliteration C=neopagis | ||
|Beta Code=neopagh/s | |Beta Code=neopagh/s | ||
|Definition= | |Definition=νεοπαγές, ([[πήγνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[newly fixed]]: [[lately]] [[become]] [[solid]], [[ἰλύς]] Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, Aët.9.36; [[τυρός]] Gal.6.768; [[σύστασις]] Sor.1.46.<br><span class="bld">2</span> [[newly built]], [[τεῖχος]] J.''BJ''3.7.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
νεοπαγές, (πήγνυμι)
A newly fixed: lately become solid, ἰλύς Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, Aët.9.36; τυρός Gal.6.768; σύστασις Sor.1.46.
2 newly built, τεῖχος J.BJ3.7.20.
German (Pape)
[Seite 243] ές, neu, eben erst festgemacht, Sp.; auch = eben geronnen, ἰλύς, Plut. exil. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement figé, de consistance toute récente.
Étymologie: νέος, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
νεοπᾰγής: недавно затвердевший (ἰλύς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἀρτιπαγής, νεωστὶ παγείς, δηλ. γενόμενος στερεός, σὰρξ Γαλην.: ἰλὺς Πλούτ. 2. 602D. 2) ὁ νεωστὶ κτισθείς, πόλις Βυζ.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ νεοπαγής, -ές)
1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.)
2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα»)
νεοελλ.
αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα
(«νεοπαγές κόμμα»)
μσν.
1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα
2. (γενικά) νεαρό άτομο
αρχ.
αυτός που βρέθηκε μόλις πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην, παθ. αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. μεσοπαγής].
Mantoulidis Etymological
(=νεόχτιστος). Ἀπό τό νέος + πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη ναῦς.