πολεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(13_5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poleyo
|Transliteration C=poleyo
|Beta Code=poleu/w
|Beta Code=poleu/w
|Definition== sq. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> intr., <b class="b2">turn</b> or <b class="b2">go about</b>, <b class="b3">κατὰ ἄστυ π</b>. <b class="b2">go about</b> the city, i.e. live therein, <span class="bibl">Od.22.223</span>; <b class="b3">ὁ πολεύων</b>, in Astrol., <b class="b2">the planet presiding ouer a day</b>, Serapio in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>1.99, <span class="title">PMag.Leid.W.</span>5.47, Paul.Al.<span class="title">I.</span>3; ὄψῃ τοὺς πολεύοντας ἀναβαίνοντας εἰς οὐρανὸν θεούς, ἄλλους δὲ καταβαίνοντας <span class="title">PMag.Par.</span>1.545, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.30</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> trans., <b class="b2">turn up</b> the soil with the plough, γᾶν . . ἱππείῳ γένει π. <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 341</span> (lyr.).—Poet. and late Prose.</span>
|Definition== [[πολέω]] ([[go about]], [[haunt]], [[revolve]], [[turn up]], [[plough]], [[range over]])<br><span class="bld">I</span> intr., [[turn]] or [[go about]], κατὰ [[ἄστυ]] πολεύω = [[go about]] the [[city]], i.e. [[live]] therein, Od.22.223; ὁ [[πολεύων]], in Astrol., [[the]] [[planet]] [[preside|presiding]] [[over]] a [[day]], Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, PMag.Leid.W.5.47, Paul.Al.I.3; ὄψῃ τοὺς πολεύοντας ἀναβαίνοντας εἰς οὐρανὸν θεούς, ἄλλους δὲ καταβαίνοντας PMag.Par.1.545, cf. Iamb.Myst.3.30.<br><span class="bld">II</span> trans., [[turn up]] the [[soil]] with the [[plough]], γᾶν… ἱππείῳ γένει π. S.Ant. 341 (lyr.).—Poet. and late Prose.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0654.png Seite 654]] (vgl. [[πόλος]] u. [[πολέω]]), 1) sich herumdrehen, herumbewegen, κατὰ [[ἄστυ]] πολεύειν, d. i. sich in der Stadt aufhalten, daselbst leben, Od. 22, 223. – 2) trans., umwenden, z. B. γῆν, beim Pflügen, Soph. Ant. 342; – ψυχὴν πολεύειν, sein Leben führen, Eur., s. Valck. diatr. p. 246.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0654.png Seite 654]] (vgl. [[πόλος]] u. [[πολέω]]), 1) sich herumdrehen, herumbewegen, κατὰ [[ἄστυ]] πολεύειν, d. i. sich in der Stadt aufhalten, daselbst leben, Od. 22, 223. – 2) trans., umwenden, z. B. γῆν, beim Pflügen, Soph. Ant. 342; – ψυχὴν πολεύειν, sein Leben führen, Eur., s. Valck. diatr. p. 246.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> tourner, retourner (la terre avec la charrue) acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se mouvoir : κατὰ [[ἄστυ]] OD à travers une ville, <i>càd</i> y vivre.<br />'''Étymologie:''' [[πόλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολεύω [πολέω] met acc. omwoelen:. γᾶν... ἱππείῳ γένει πολεύων de aarde omwoelend met paarden Soph. Ant. 341. intrans. rondlopen:. κατὰ ἄστυ πολεύειν zich in de stad ophouden Od. 22.223.
}}
{{elru
|elrutext='''πολεύω:'''<br /><b class="num">1</b> вращаться, т. е. пребывать, обитать Hom.;<br /><b class="num">2</b> выворачивать, т. е. взрывать, пахать (γᾶν Soph.).
}}
{{ls
|lstext='''πολεύω''': ὡς τὸ [[πολέω]], Ι. ἀμεταβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύειν, περιφέρεσθαι ἀνὰ τὴν πόλιν, δηλ. ζῆν ἐν αὐτῇ, Ὀδ. Φ. 223· ― ὁ πολεύων, ὁ κυριεύων [[πλανήτης]], Παυλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 10· [[οὕτως]], οἱ π. θεοὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλίχου. ΙΙ. μεταβ., ἀροτριῶ τὴν γῆν, [[ἀνασκάπτω]], διὰ τοῦ ἀρότρου, γᾶν... ἱππείῳ γένει π. Σοφ. Ἀντ. 340· αὔλακα Ρήτορες (Walz) 1. 498· ― Μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[move]] or [[live]] in, inf., Od. 22.223†.
}}
{{eles
|esgtx=[[presidir el polo]]
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> περιφέρομαι, κινούμαι [[γύρω]] από [[κάτι]] («οὐδὲ θύγατρας οὐδ' ἄλοχον... Ἰθάκης [[κατά]] [[ἄστυ]] πολεύειν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκάβω]] με [[άροτρο]] τη γη, [[οργώνω]] («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ πολεύων</i><br />ο [[πλανήτης]] που κυριαρχεί μια συγκεκριμένη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πολεύω]] έχει παραχθεί ή από το ουσ. [[πόλος]] ή από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του [[πέλομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολεύω:''' όπως το [[πολέω]], μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ [[ἄστυ]] [[πολεύω]], [[συχνάζω]] στην πόλη, δηλ. ζω [[εκεί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[σκάβω]] τη γη με το [[άροτρο]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολεύω]] like [[πολέω]], only in pres.]<br /><b class="num">I.</b> intr. to [[turn]] [[about]], Lat. versari, κατὰ [[ἄστυ]] π. to go [[about]] the [[city]], i. e. [[live]] [[therein]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[turn]] up the [[soil]] with the [[plough]], Soph.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[πολέω]] (=[[περιπλανιέμαι]], [[ὀργώνω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[πόλος]] (=σημεῖο περιστροφῆς, ἄξονας) πού παράγεται ἀπό τό [[πέλω]] καί [[πέλομαι]] ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα [[αἰπόλος]], [[βουκόλος]], [[θαλαμηπόλος]], [[περίπολος]], [[ἔπιπλα]], [[ἐμπολάω]], [[πόλησις]] (=[[στροφή]]), [[ἀναπόλησις]], [[πρόσπολος]], [[πυρπόλος]], [[πυρπολῶ]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[presidir el polo]] durante un día, ref. a dioses-planetas ὄψῃ ... τοὺς πολεύοντας ἀναβαίνοντας εἰς οὐρανὸν θεούς, ἄλλους δὲ καταβαίνοντας <b class="b3">verás a los dioses que presiden el polo subir al cielo y a otros bajar</b> P IV 545 ἡ δὲ τοῦ πολεύοντος πῆξις περιέχει οὕτως <b class="b3">la determinación del (planeta) que preside el polo se realiza así</b> P XIII 213 P XIII 718 ἐὰν γὰρ ἡμέρα Ἡλίου εἰς τὸ Ἑλληνικόν, Σελήνη πολεύει <b class="b3">pues si el día es de Helios según el cálculo helénico, Selene preside el polo</b> P XIII 216 P XIII 722
}}
}}

Latest revision as of 12:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεύω Medium diacritics: πολεύω Low diacritics: πολεύω Capitals: ΠΟΛΕΥΩ
Transliteration A: poleúō Transliteration B: poleuō Transliteration C: poleyo Beta Code: poleu/w

English (LSJ)

= πολέω (go about, haunt, revolve, turn up, plough, range over)
I intr., turn or go about, κατὰ ἄστυ πολεύω = go about the city, i.e. live therein, Od.22.223; ὁ πολεύων, in Astrol., the planet presiding over a day, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, PMag.Leid.W.5.47, Paul.Al.I.3; ὄψῃ τοὺς πολεύοντας ἀναβαίνοντας εἰς οὐρανὸν θεούς, ἄλλους δὲ καταβαίνοντας PMag.Par.1.545, cf. Iamb.Myst.3.30.
II trans., turn up the soil with the plough, γᾶν… ἱππείῳ γένει π. S.Ant. 341 (lyr.).—Poet. and late Prose.

German (Pape)

[Seite 654] (vgl. πόλος u. πολέω), 1) sich herumdrehen, herumbewegen, κατὰ ἄστυ πολεύειν, d. i. sich in der Stadt aufhalten, daselbst leben, Od. 22, 223. – 2) trans., umwenden, z. B. γῆν, beim Pflügen, Soph. Ant. 342; – ψυχὴν πολεύειν, sein Leben führen, Eur., s. Valck. diatr. p. 246.

French (Bailly abrégé)

1 tr. tourner, retourner (la terre avec la charrue) acc.;
2 intr. se mouvoir : κατὰ ἄστυ OD à travers une ville, càd y vivre.
Étymologie: πόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεύω [πολέω] met acc. omwoelen:. γᾶν... ἱππείῳ γένει πολεύων de aarde omwoelend met paarden Soph. Ant. 341. intrans. rondlopen:. κατὰ ἄστυ πολεύειν zich in de stad ophouden Od. 22.223.

Russian (Dvoretsky)

πολεύω:
1 вращаться, т. е. пребывать, обитать Hom.;
2 выворачивать, т. е. взрывать, пахать (γᾶν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεύω: ὡς τὸ πολέω, Ι. ἀμεταβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύειν, περιφέρεσθαι ἀνὰ τὴν πόλιν, δηλ. ζῆν ἐν αὐτῇ, Ὀδ. Φ. 223· ― ὁ πολεύων, ὁ κυριεύων πλανήτης, Παυλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 10· οὕτως, οἱ π. θεοὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλίχου. ΙΙ. μεταβ., ἀροτριῶ τὴν γῆν, ἀνασκάπτω, διὰ τοῦ ἀρότρου, γᾶν... ἱππείῳ γένει π. Σοφ. Ἀντ. 340· αὔλακα Ρήτορες (Walz) 1. 498· ― Μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις.

English (Autenrieth)

move or live in, inf., Od. 22.223†.

Spanish

presidir el polo

Greek Monolingual

Α
1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ' ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.)
2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων
ο πλανήτης που κυριαρχεί μια συγκεκριμένη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πολεύω έχει παραχθεί ή από το ουσ. πόλος ή από την ετεροιωμένη βαθμίδα του πέλομαι + κατάλ. -εύω].

Greek Monotonic

πολεύω: όπως το πολέω, μόνο στον ενεστ.,
I. αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύω, συχνάζω στην πόλη, δηλ. ζω εκεί, σε Ομήρ. Οδ.
II. μτβ., σκάβω τη γη με το άροτρο, σε Σοφ.

Middle Liddell

πολεύω like πολέω, only in pres.]
I. intr. to turn about, Lat. versari, κατὰ ἄστυ π. to go about the city, i. e. live therein, Od.
II. trans. to turn up the soil with the plough, Soph.

Mantoulidis Etymological

καί πολέω (=περιπλανιέμαι, ὀργώνω). Ἀπό τό οὐσ. πόλος (=σημεῖο περιστροφῆς, ἄξονας) πού παράγεται ἀπό τό πέλω καί πέλομαι ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα αἰπόλος, βουκόλος, θαλαμηπόλος, περίπολος, ἔπιπλα, ἐμπολάω, πόλησις (=στροφή), ἀναπόλησις, πρόσπολος, πυρπόλος, πυρπολῶ.

Léxico de magia

presidir el polo durante un día, ref. a dioses-planetas ὄψῃ ... τοὺς πολεύοντας ἀναβαίνοντας εἰς οὐρανὸν θεούς, ἄλλους δὲ καταβαίνοντας verás a los dioses que presiden el polo subir al cielo y a otros bajar P IV 545 ἡ δὲ τοῦ πολεύοντος πῆξις περιέχει οὕτως la determinación del (planeta) que preside el polo se realiza así P XIII 213 P XIII 718 ἐὰν γὰρ ἡμέρα Ἡλίου εἰς τὸ Ἑλληνικόν, Σελήνη πολεύει pues si el día es de Helios según el cálculo helénico, Selene preside el polo P XIII 216 P XIII 722