συνειρμός: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneirmos | |Transliteration C=syneirmos | ||
|Beta Code=suneirmo/s | |Beta Code=suneirmo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[connection]], τῶν λόγων Demetr.''Eloc.''180. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνειρμός''': ὁ, τὸ συνείρειν, [[συνάφεια]], [[ἀλληλουχία]], [[συνένωσις]], [[σύναψις]], ἐπὶ λέξεων, ἐν τῷ συνειρμῷ τῶν λόγων Δημήτρ. Φαληρ. § 180. | |lstext='''συνειρμός''': ὁ, τὸ συνείρειν, [[συνάφεια]], [[ἀλληλουχία]], [[συνένωσις]], [[σύναψις]], ἐπὶ λέξεων, ἐν τῷ συνειρμῷ τῶν λόγων Δημήτρ. Φαληρ. § 180. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΝΑ [[συνείρω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνείρω]], [[σύναψη]], [[συνάφεια]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις) [[λογική]] [[συνάρτηση]], [[αλληλουχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-ψυχολ.) α) ([[κατά]] την κλασική [[αντίληψη]]) i) η [[επαναγωγή]] ή [[ανάπλαση]] στη [[συνείδηση]] του ανθρώπου, από μια δεδομένη [[παράσταση]], [[ιδέα]] ή [[εμπειρία]], την επάγουσα, μιας άλλης, της επαγόμενης, που έχει συνδεθεί [[κατά]] οποιονδήποτε τρόπο με την πρώτη<br />ii) η [[σύνδεση]] ή [[συσχέτιση]], αυτή καθ' εαυτήν, [[μεταξύ]] τών παραστάσεων, ιδεών και εμπειριών, που αποτελεί και το [[υπόβαθρο]] της ανάπλασής τους στη [[συνείδηση]]<br />β) (πειραμ. ψυχολ.) [[περιγραφικός]] όρος που αντιστοιχεί στο [[γεγονός]] ότι η [[παρουσία]] μιας ορισμένης ψυχολογικής μονάδας, λ.χ. μιας λέξης ή αναπαράστασης, προκαλεί σε ένα [[άτομο]] την [[παραγωγή]] μιας ορισμένης μονάδας του ίδιου τύπου, όπως λ.χ. η [[εκφώνηση]] της λέξης [[τραπέζι]] από τον εξεταστή προκαλεί την [[απάντηση]] [[κάθισμα]] εκ μέρους του εξεταζομένου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συνειρμός]] ιδεών»<br />i) ([[κατά]] την κλασική [[αντίληψη]]) [[συνειρμός]] [[κατά]] τον οποίο οι ιδέες εφέλκονται [[μεταξύ]] τους και διαδέχονται η μία την [[άλλη]] στους κόλπους της συνείδησης, [[δίχως]] την [[παρέμβαση]] της βούλησης, λόγω συνάφειας, αντίθεσης ή αυτόματης συσχέτισής τους<br />ii) (πειραμ. ψυχολ.) [[κατηγορία]] συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες [[είναι]] ιδέες<br />β) «[[λεκτικός]] [[συνειρμός]]»<br />(πειραμ. ψυχολ.) ιδιαίτερη [[κατηγορία]] συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες [[είναι]] λέξεις<br />γ) «[[ελεύθερος]] [[συνειρμός]]»<br /><b>(ψυχανάλ.)</b> [[κανόνας]] που συνίσταται στο να εκφράσει ο [[ασθενής]] όλες του τις σκέψεις, ιδέες ή εικόνες [[χωρίς]] καμία [[διάκριση]] και με αυθόρμητο τρόπο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, connection, τῶν λόγων Demetr.Eloc.180.
German (Pape)
[Seite 1011] ὁ, Verknüpfung, Zusammenhang, Demetr. Phaler.
Greek (Liddell-Scott)
συνειρμός: ὁ, τὸ συνείρειν, συνάφεια, ἀλληλουχία, συνένωσις, σύναψις, ἐπὶ λέξεων, ἐν τῷ συνειρμῷ τῶν λόγων Δημήτρ. Φαληρ. § 180.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ συνείρω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνείρω, σύναψη, συνάφεια
2. (για λέξεις) λογική συνάρτηση, αλληλουχία
νεοελλ.
1. (φιλοσ.-ψυχολ.) α) (κατά την κλασική αντίληψη) i) η επαναγωγή ή ανάπλαση στη συνείδηση του ανθρώπου, από μια δεδομένη παράσταση, ιδέα ή εμπειρία, την επάγουσα, μιας άλλης, της επαγόμενης, που έχει συνδεθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο με την πρώτη
ii) η σύνδεση ή συσχέτιση, αυτή καθ' εαυτήν, μεταξύ τών παραστάσεων, ιδεών και εμπειριών, που αποτελεί και το υπόβαθρο της ανάπλασής τους στη συνείδηση
β) (πειραμ. ψυχολ.) περιγραφικός όρος που αντιστοιχεί στο γεγονός ότι η παρουσία μιας ορισμένης ψυχολογικής μονάδας, λ.χ. μιας λέξης ή αναπαράστασης, προκαλεί σε ένα άτομο την παραγωγή μιας ορισμένης μονάδας του ίδιου τύπου, όπως λ.χ. η εκφώνηση της λέξης τραπέζι από τον εξεταστή προκαλεί την απάντηση κάθισμα εκ μέρους του εξεταζομένου
2. φρ. α) «συνειρμός ιδεών»
i) (κατά την κλασική αντίληψη) συνειρμός κατά τον οποίο οι ιδέες εφέλκονται μεταξύ τους και διαδέχονται η μία την άλλη στους κόλπους της συνείδησης, δίχως την παρέμβαση της βούλησης, λόγω συνάφειας, αντίθεσης ή αυτόματης συσχέτισής τους
ii) (πειραμ. ψυχολ.) κατηγορία συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες είναι ιδέες
β) «λεκτικός συνειρμός»
(πειραμ. ψυχολ.) ιδιαίτερη κατηγορία συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες είναι λέξεις
γ) «ελεύθερος συνειρμός»
(ψυχανάλ.) κανόνας που συνίσταται στο να εκφράσει ο ασθενής όλες του τις σκέψεις, ιδέες ή εικόνες χωρίς καμία διάκριση και με αυθόρμητο τρόπο.