παραχράομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(6_23)
m (LSJ1 replacement)
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parachraomai
|Transliteration C=parachraomai
|Beta Code=paraxra/omai
|Beta Code=paraxra/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">misuse, abuse</b>, οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>56</span> ; χρῶ μὴ παραχρώμενος <span class="bibl">Ph.2.61</span> : c. dat., π. τῷ σώματι <span class="bibl">Plb.6.37.9</span>, etc.; π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις <span class="bibl">D.H.6.93</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ἐς τοὺς συμμάχους</b> <b class="b2">deal wrongly</b> or <b class="b2">unworthily</b> with them, <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.ά. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">treat with contempt, disregard</b>, c. acc., <span class="bibl">Id.1.108</span>, <span class="bibl">4.159</span>, <span class="bibl">8.20</span> : part. <b class="b3">παραχρεώμενοι</b>, abs., of combatants, <b class="b2">fighting without thought of life, setting nothing by their life</b>, <span class="bibl">Id.7.223</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">use for a further</b> or <b class="b2">subsidiary purpose</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>688a23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">B</span> Act. παραχράω, = [[παραχρηστηριάζω]], Str.<span class="title">Chr.</span>9.8.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[misuse]], [[abuse]], οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται Arist.''Fr.''56; χρῶ μὴ παραχρώμενος Ph.2.61: c. dat., π. τῷ σώματι Plb.6.37.9, etc.; π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις D.H.6.93.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ἐς τοὺς συμμάχους</b> [[deal wrongly]] or [[unworthily]] with them, [[Herodotus|Hdt.]]5.92.ά.<br><span class="bld">II</span> [[treat with contempt]], [[disregard]], c. acc., Id.1.108, 4.159, 8.20: part. [[παραχρεώμενοι]], abs., of combatants, [[fighting without thought of life]], [[setting nothing by their life]], Id.7.223.<br><span class="bld">III</span> [[use for a further]] or [[subsidiary purpose]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''688a23.<br><span class="bld">B</span> Act. παραχράω, = [[παραχρηστηριάζω]], Str.''Chr.''9.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0508.png Seite 508]] (s. [[χράομαι]]), falsch, auf die unrechte Art brauchen, mißbrauchen, σώματι, Pol. 6, 37, 9. 13, 4, 5; auch vom falschen Gebrauche der Wörter, Sp.; – schlecht behandeln, ὥςπερ ἀνδραπόδοις, D. Hal. 6, 93; Plut.; schlecht handeln, εἴς τινα, Her. 5, 92, 1. – Auch = nebenbei brauchen, als Nebensache behandeln, geringschätzen, [[πρῆγμα]] μηδαμὰ παραχρήσῃ, Her. 1, 108. 8, 20, wo es dem οὐ [[χράομαι]] entspricht; c. gen., τῶν μαχίμων, 2, 141; absolut, παραχρεώμενοι, 4, 159. 7, 223, von erbitterten Streitern, die ihr Leben für Nichts achten, mit Lebensverachtung kämpfen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0508.png Seite 508]] (s. [[χράομαι]]), falsch, auf die unrechte Art brauchen, mißbrauchen, σώματι, Pol. 6, 37, 9. 13, 4, 5; auch vom falschen Gebrauche der Wörter, Sp.; – schlecht behandeln, ὥσπερ ἀνδραπόδοις, D. Hal. 6, 93; Plut.; schlecht handeln, εἴς τινα, Her. 5, 92, 1. – Auch = nebenbei brauchen, als Nebensache behandeln, geringschätzen, [[πρῆγμα]] μηδαμὰ παραχρήσῃ, Her. 1, 108. 8, 20, wo es dem οὐ [[χράομαι]] entspricht; c. gen., τῶν μαχίμων, 2, 141; absolut, παραχρεώμενοι, 4, 159. 7, 223, von erbitterten Streitern, die ihr Leben für Nichts achten, mit Lebensverachtung kämpfen.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> [[faire un mauvais usage]], [[abuser]] <i>ou</i> mésuser τινι <i>ou</i> ἔς τινα, agir mal <i>ou</i> exercer de mauvais traitements à l'égard de qqn;<br /><b>2</b> [[faire peu de cas de]] ; <i>abs.</i> παραχρεώμενοι HDT insouciants (de leur sort, de leur vie, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[χράομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-χράομαι verkeerd handelen:; ἐς τοὺς συμμάχους tegenover de bondgenoten Hdt. 5.92α.2; veronachtzamen; met acc.:; τὸν χρησμόν het orakel Hdt. 8.20.1; abs.. παραχρεώμενοι vol doodsverachting Hdt. 7.223.4.
}}
{{elru
|elrutext='''παραχράομαι:''' ион. παραχρέομαι<br /><b class="num">1</b> [[пренебрежительно относиться]], [[дурно выполнять]] (τὸ [[πρῆγμα]] Her.): παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);<br /><b class="num">2</b> [[плохо обращаться]], [[дурно относиться]] (τινος и εἴς τινα Her.);<br /><b class="num">3</b> [[злоупотреблять]] (τινι Polyb.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρησιμοποιώ]] ακατάλληλα, κάνω κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραχράομαι]] ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἐκ παρέργου [[χράομαι]], [[αντιμετωπίζω]] με [[περιφρόνηση]], [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]], με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. <i>παραχρεώμενοι</i>, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν [[καθόλου]] για την [[ζωή]] τους, στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραχράομαι''': κακῶς μεταχειρίζομαι, κακὴν ποιοῦμαι χρῆσιν, κακῶς χρῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33 οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 527Α· χρῶ μὴ παραχρώμενος Φίλων 2. 61· [[μετὰ]] δοτ., π. τοῖς σώμασι Πολύβ. 9. 37, 9, κτλ.· π. [[ὥσπερ]] ἀνδραπόδοις Διον. Ἁλ. 6. 93· κακῶς [[ἐφαρμόζω]], μεταχειρίζομαι ἐπὶ [[νέας]] χρήσεως, [[οἷον]] ἐπίθετα, τὰ μὲν συνθείς, τοῖς δὲ παραχρησάμενος Ἄννα Κομν. 1. 148, 13. 2) π. ἐς τινα, φέρομαι κακῶς [[πρός]] τινα ἢ ἀναξίως αὐτῷ, Ἡρόδ. 5. 92, 1. ΙΙ. = ἐκ παρέργου [[χράομαι]], μεταχειρίζομαι [[μετὰ]] περιφρονήσεως, περιφρονῶ, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 1. 108., 4. 159., 8. 20 (περὶ τοῦ 2. 141, ἴδε ἐν λ. [[ἀλογία]])· ἡ Ἰων. μετοχ. παραχρεώμενοι κεῖται ἀπολ., ἐπὶ μανιωδῶν μαχητῶν, μαχομένων [[ἄνευ]] σκέψεως περὶ ζωῆς, μηδὲν φροντιζόντων περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 223· πρβλ. ἀφειδῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχρᾶται· κακῶς λέγει».
|lstext='''παραχράομαι''': κακῶς μεταχειρίζομαι, κακὴν ποιοῦμαι χρῆσιν, κακῶς χρῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33 οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 527Α· χρῶ μὴ παραχρώμενος Φίλων 2. 61· μετὰ δοτ., π. τοῖς σώμασι Πολύβ. 9. 37, 9, κτλ.· π. [[ὥσπερ]] ἀνδραπόδοις Διον. Ἁλ. 6. 93· κακῶς [[ἐφαρμόζω]], μεταχειρίζομαι ἐπὶ [[νέας]] χρήσεως, [[οἷον]] ἐπίθετα, τὰ μὲν συνθείς, τοῖς δὲ παραχρησάμενος Ἄννα Κομν. 1. 148, 13. 2) π. ἐς τινα, φέρομαι κακῶς [[πρός]] τινα ἢ ἀναξίως αὐτῷ, Ἡρόδ. 5. 92, 1. ΙΙ. = ἐκ παρέργου [[χράομαι]], μεταχειρίζομαι μετὰ περιφρονήσεως, περιφρονῶ, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 1. 108., 4. 159., 8. 20 (περὶ τοῦ 2. 141, ἴδε ἐν λ. [[ἀλογία]])· ἡ Ἰων. μετοχ. παραχρεώμενοι κεῖται ἀπολ., ἐπὶ μανιωδῶν μαχητῶν, μαχομένων [[ἄνευ]] σκέψεως περὶ ζωῆς, μηδὲν φροντιζόντων περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 223· πρβλ. ἀφειδῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχρᾶται· κακῶς λέγει».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep.:<br /><b class="num">I.</b> to use improperly, [[misuse]], [[abuse]], c. dat., Polyb.<br /><b class="num">2.</b> π. ἔς τινα to [[deal]] [[wrongly]] or [[unworthily]] with him, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> = ἐκ παρέργου [[χράομαι]], to [[treat]] with [[contempt]], [[disregard]], c. acc., Hdt.: ionic [[part]]. παραχρεώμενοι, of [[furious]] combatants, setting [[nothing]] by [[their]] [[life]], Hdt.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katacr£omai 卡他-赫拉哦買<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':向下-用<br />'''字義溯源''':濫用,應用,使用,消耗,用盡;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[χράομαι]])*=對待,供應)組成<br />'''出現次數''':總共(2);林前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 用盡了(1) 林前9:18;<br />2) 使用的(1) 林前7:31
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχράομαι Medium diacritics: παραχράομαι Low diacritics: παραχράομαι Capitals: ΠΑΡΑΧΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: parachráomai Transliteration B: parachraomai Transliteration C: parachraomai Beta Code: paraxra/omai

English (LSJ)

A misuse, abuse, οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται Arist.Fr.56; χρῶ μὴ παραχρώμενος Ph.2.61: c. dat., π. τῷ σώματι Plb.6.37.9, etc.; π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις D.H.6.93.
2 π. ἐς τοὺς συμμάχους deal wrongly or unworthily with them, Hdt.5.92.ά.
II treat with contempt, disregard, c. acc., Id.1.108, 4.159, 8.20: part. παραχρεώμενοι, abs., of combatants, fighting without thought of life, setting nothing by their life, Id.7.223.
III use for a further or subsidiary purpose, Arist.PA688a23.
B Act. παραχράω, = παραχρηστηριάζω, Str.Chr.9.8.

German (Pape)

[Seite 508] (s. χράομαι), falsch, auf die unrechte Art brauchen, mißbrauchen, σώματι, Pol. 6, 37, 9. 13, 4, 5; auch vom falschen Gebrauche der Wörter, Sp.; – schlecht behandeln, ὥσπερ ἀνδραπόδοις, D. Hal. 6, 93; Plut.; schlecht handeln, εἴς τινα, Her. 5, 92, 1. – Auch = nebenbei brauchen, als Nebensache behandeln, geringschätzen, πρῆγμα μηδαμὰ παραχρήσῃ, Her. 1, 108. 8, 20, wo es dem οὐ χράομαι entspricht; c. gen., τῶν μαχίμων, 2, 141; absolut, παραχρεώμενοι, 4, 159. 7, 223, von erbitterten Streitern, die ihr Leben für Nichts achten, mit Lebensverachtung kämpfen.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 faire un mauvais usage, abuser ou mésuser τινι ou ἔς τινα, agir mal ou exercer de mauvais traitements à l'égard de qqn;
2 faire peu de cas de ; abs. παραχρεώμενοι HDT insouciants (de leur sort, de leur vie, etc.).
Étymologie: παρά, χράομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-χράομαι verkeerd handelen:; ἐς τοὺς συμμάχους tegenover de bondgenoten Hdt. 5.92α.2; veronachtzamen; met acc.:; τὸν χρησμόν het orakel Hdt. 8.20.1; abs.. παραχρεώμενοι vol doodsverachting Hdt. 7.223.4.

Russian (Dvoretsky)

παραχράομαι: ион. παραχρέομαι
1 пренебрежительно относиться, дурно выполнять (τὸ πρῆγμα Her.): παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);
2 плохо обращаться, дурно относиться (τινος и εἴς τινα Her.);
3 злоупотреблять (τινι Polyb.).

Greek Monotonic

παραχράομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
I. 1. χρησιμοποιώ ακατάλληλα, κάνω κακή χρήση, κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.
2. παραχράομαι ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.
II. ἐκ παρέργου χράομαι, αντιμετωπίζω με περιφρόνηση, περιφρονώ, απαξιώ, με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. παραχρεώμενοι, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν καθόλου για την ζωή τους, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραχράομαι: κακῶς μεταχειρίζομαι, κακὴν ποιοῦμαι χρῆσιν, κακῶς χρῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33 οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 527Α· χρῶ μὴ παραχρώμενος Φίλων 2. 61· μετὰ δοτ., π. τοῖς σώμασι Πολύβ. 9. 37, 9, κτλ.· π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις Διον. Ἁλ. 6. 93· κακῶς ἐφαρμόζω, μεταχειρίζομαι ἐπὶ νέας χρήσεως, οἷον ἐπίθετα, τὰ μὲν συνθείς, τοῖς δὲ παραχρησάμενος Ἄννα Κομν. 1. 148, 13. 2) π. ἐς τινα, φέρομαι κακῶς πρός τινα ἢ ἀναξίως αὐτῷ, Ἡρόδ. 5. 92, 1. ΙΙ. = ἐκ παρέργου χράομαι, μεταχειρίζομαι μετὰ περιφρονήσεως, περιφρονῶ, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 1. 108., 4. 159., 8. 20 (περὶ τοῦ 2. 141, ἴδε ἐν λ. ἀλογία)· ἡ Ἰων. μετοχ. παραχρεώμενοι κεῖται ἀπολ., ἐπὶ μανιωδῶν μαχητῶν, μαχομένων ἄνευ σκέψεως περὶ ζωῆς, μηδὲν φροντιζόντων περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 223· πρβλ. ἀφειδῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχρᾶται· κακῶς λέγει».

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep.:
I. to use improperly, misuse, abuse, c. dat., Polyb.
2. π. ἔς τινα to deal wrongly or unworthily with him, Hdt.
II. = ἐκ παρέργου χράομαι, to treat with contempt, disregard, c. acc., Hdt.: ionic part. παραχρεώμενοι, of furious combatants, setting nothing by their life, Hdt.

Chinese

原文音譯:katacr£omai 卡他-赫拉哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-用
字義溯源:濫用,應用,使用,消耗,用盡;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(χράομαι)*=對待,供應)組成
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 用盡了(1) 林前9:18;
2) 使用的(1) 林前7:31