νηφαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nifaleos
|Transliteration C=nifaleos
|Beta Code=nhfale/os
|Beta Code=nhfale/os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νηφάλιος]], Hdn.Gr.<span class="bibl">2.908</span>, al.; = [[σώφρων]], Suid., cf. <span class="bibl">Max.Tyr.9.3</span>, <span class="bibl">Agath.2.3</span>, Sch.<span class="bibl">Il.23.398</span> (Sup.). Adv. <b class="b3">-έως</b> <b class="b2">sanely</b>, ξυντελέσαι δόμον <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.6</span>.</span>
|Definition=α, ον, = [[νηφάλιος]], Hdn.Gr.2.908, al.; = [[σώφρων]], Suid., cf. Max.Tyr.9.3, Agath.2.3, Sch.Il.23.398 (Sup.). Adv. [[νηφαλέως]] = [[sanely]], ξυντελέσαι δόμον Aret.''SD''1.6.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νηφᾰλέος''': -α, -ον, = [[νηφάλιος]], Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 3. 10., 4. 3, κτλ., εὕρηται καὶ παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] παρὰ τῷ Ἀγαθίᾳ. - Ἐπίρ. νηφαλέως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.
|lstext='''νηφᾰλέος''': -α, -ον, = [[νηφάλιος]], Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 3. 10., 4. 3, κτλ., εὕρηται καὶ παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] παρὰ τῷ Ἀγαθίᾳ. - Ἐπίρ. νηφαλέως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.
}}
{{Thayer
|txtha=(so st in bez νηφαλαιος), [[after]] a [[later]] [[form]]) and [[νηφάλιος]] ([[alone]] [[well]] attested (Hort)), νηφάλεον (in Greek authors [[generally]] of [[three]] [[term]].; from [[νήφω]]), [[sober]], [[temperate]]; abstaining from [[wine]], [[either]] [[entirely]] (Josephus, Antiquities 3,12, 2) or at [[least]] from its [[immoderate]] [[use]]: [[Aeschylus]] and [[Plutarch]], of things [[free]] from [[all]] [[infusion]] or [[addition]] of [[wine]], as vessels, offerings, etc.)
}}
{{grml
|mltxt=[[νηφαλέος]], -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)<br /><b>1.</b> [[εγκρατής]] στο [[κρασί]], [[νηφάλιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πνευματική [[διαύγεια]], [[συνετός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηφαλέως</i> (ΑΜ)<br />με νηφάλιο τρόπο, με το [[μυαλό]] καθαρό, με [[σοβαρότητα]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί πιθ. [[άλλο]] τ. του [[νηφάλιος]] σχηματισμένο [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. [[θαρραλέος]]). Λιγότερο πιθ. [[είναι]] η [[άποψη]] ότι η λ. παράγεται από το [[νήφω]].
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':nhf£lioj, (nhf£leoj) 尼法利哦士<br />'''詞類次數''':形容詞(3)<br />'''原文字根''':(反)飲<br />'''字義溯源''':清醒的,有節制的,節制,禁酒的,適度的;源自([[νήφω]])*=禁戒酒)<br />'''出現次數''':總共(3);提前(2);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 有節制(2) 提前3:2; 提前3:11;<br />2) 節制(1) 多2:2
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=c. [[νηφάλιος]]
}}
{{pape
|ptext== [[νηφάλιος]], Suid. und <i>EM</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηφᾰλέος Medium diacritics: νηφαλέος Low diacritics: νηφαλέος Capitals: ΝΗΦΑΛΕΟΣ
Transliteration A: nēphaléos Transliteration B: nēphaleos Transliteration C: nifaleos Beta Code: nhfale/os

English (LSJ)

α, ον, = νηφάλιος, Hdn.Gr.2.908, al.; = σώφρων, Suid., cf. Max.Tyr.9.3, Agath.2.3, Sch.Il.23.398 (Sup.). Adv. νηφαλέως = sanely, ξυντελέσαι δόμον Aret.SD1.6.

Greek (Liddell-Scott)

νηφᾰλέος: -α, -ον, = νηφάλιος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 3. 10., 4. 3, κτλ., εὕρηται καὶ παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ τῷ Ἀγαθίᾳ. - Ἐπίρ. νηφαλέως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.

English (Thayer)

(so st in bez νηφαλαιος), after a later form) and νηφάλιος (alone well attested (Hort)), νηφάλεον (in Greek authors generally of three term.; from νήφω), sober, temperate; abstaining from wine, either entirely (Josephus, Antiquities 3,12, 2) or at least from its immoderate use: Aeschylus and Plutarch, of things free from all infusion or addition of wine, as vessels, offerings, etc.)

Greek Monolingual

νηφαλέος, -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)
1. εγκρατής στο κρασί, νηφάλιος
2. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, συνετός.
επίρρ...
νηφαλέως (ΑΜ)
με νηφάλιο τρόπο, με το μυαλό καθαρό, με σοβαρότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. του νηφάλιος σχηματισμένο κατά τα επίθ. σε -αλέος (πρβλ. θαρραλέος). Λιγότερο πιθ. είναι η άποψη ότι η λ. παράγεται από το νήφω.

Chinese

原文音譯:nhf£lioj, (nhf£leoj) 尼法利哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:(反)飲
字義溯源:清醒的,有節制的,節制,禁酒的,適度的;源自(νήφω)*=禁戒酒)
出現次數:總共(3);提前(2);多(1)
譯字彙編
1) 有節制(2) 提前3:2; 提前3:11;
2) 節制(1) 多2:2

French (New Testament)

c. νηφάλιος

German (Pape)

νηφάλιος, Suid. und EM.