πρωτόμισθος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protomisthos | |Transliteration C=protomisthos | ||
|Beta Code=prwto/misqos | |Beta Code=prwto/misqos | ||
|Definition= | |Definition=πρωτόμισθον, [[serving for hire first]], Lyc.1384. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόμισθος''': -ον, [[πρώτως]] ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384. | |lstext='''πρωτόμισθος''': -ον, [[πρώτως]] ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[πρώτος]] [[μεταξύ]] άλλων ή για πρώτη [[φορά]] υπηρετεί [[κάπου]] ως [[έμμισθος]] [[υπάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]]), [[πρβλ]]. [[ολιγομισθος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
πρωτόμισθον, serving for hire first, Lyc.1384.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst gedungen od. um Lohn dienend, Lycophr. 1384.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόμισθος: -ον, πρώτως ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγομισθος].