θεμέλιος: Difference between revisions

(CSV import)
 
(CSV import)
 
(37 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=themelios
|Transliteration C=themelios
|Beta Code=qeme/lios
|Beta Code=qeme/lios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for the foundation</b>, λίθοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1137</span>; οἰκόπεδα <span class="bibl">D.S.5.66</span>: abs., <b class="b3">θεμέλιος</b> (sc. <b class="b3">λίθος</b>), ὁ, <b class="b2">foundation-stone</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>237b13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1013a5</span>: metaph., <b class="b3">τῆς τέχνης θ</b>. Macho ap.<span class="bibl">Ath.8.346a</span>; θ. ἀγνοίας <span class="bibl">Ph.1.266</span>; <b class="b3">οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται</b> the <b class="b2">foundations</b>, <span class="bibl">Th.1.93</span>; τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>668a19</span>: metaph., <b class="b3">προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ</b>. <span class="title">SIG</span>888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. θεμέλιον <span class="bibl">Arist. <span class="title">APo.</span>95b37</span>(s.v.l.),<span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.121</span> (iii B.C.), al.: pl., <b class="b3">τὰ θ</b>.<span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>200a4</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>176.71</span> (iii B.C.),al., <span class="bibl">Paus.8.32.1</span>: metaph., <b class="b3">τὰ ὑποβληθέντα θ</b>., of the <b class="b2">foundations</b> of the world, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.38U.</span>: gender indeterminate, <b class="b3">μὴ ὑποκειμένων . . θ</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>1.2</span>; <b class="b3">ἐκ τῶν θ</b>. from the <b class="b2">foundations</b>, <span class="bibl">Th.3.68</span> (also sg., ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 909.17</span>(iv A.D.)): metaph., ἐκθ. ἐσφαλμένοι <span class="bibl">Plb.5.93.2</span>, etc.; ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι <span class="bibl">Hdn.8.3.2</span>; also <b class="b3">ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων</b> (sic) <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.480(Kuban, iv A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">θεμέλια, τά</b>, <b class="b2">buildingsites</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>174</span>, cf. <span class="bibl">Vett.Val.82.24</span>,al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Subst., <b class="b2">the fourth</b> <b class="b3">τόπος</b>,= <b class="b3">ἀντιμεσουράνημα</b>, Herm.Trism. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(3).101, cf. 8(4).241.</span>
|Definition=θεμέλιον,<br><span class="bld">A</span> of or for the [[foundation]], λίθοι [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1137; οἰκόπεδα [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.66: abs., [[θεμέλιος]] (''[[sc.]]'' [[λίθος]]), ὁ, [[foundation-stone]], Arist.''Ph.''237b13, ''Metaph.''1013a5: metaph., <b class="b3">τῆς τέχνης θ.</b> Macho ap.Ath.8.346a; θ. ἀγνοίας Ph.1.266; <b class="b3">οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται</b> the [[foundations]], Th.1.93; τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''668a19: metaph., <b class="b3">προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ.</b> ''SIG''888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. θεμέλιον Arist. ''APo.''95b37([[si vera lectio|s.v.l.]]),''PPetr.''3p.121 (iii B.C.), al.: pl., <b class="b3">τὰ θ.</b>Arist.''Ph.''200a4, ''PCair.Zen.''176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., <b class="b3">τὰ ὑποβληθέντα θ.</b>, of the [[foundations]] of the world, Epicur.''Ep.''2p.38U.: gender indeterminate, <b class="b3">μὴ ὑποκειμένων… θ.</b> X.''Eq.''1.2; <b class="b3">ἐκ τῶν θ.</b> from the [[foundations]], Th.3.68 (also sg., ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου ''BGU'' 909.17(iv A.D.)): metaph., ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2, etc.; ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2; also <b class="b3">ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων</b> (sic) ''Supp.Epigr.''2.480(Kuban, iv A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[θεμέλια]], τά, [[buildingsites]], Ptol.''Tetr.''174, cf. Vett.Val.82.24,al.<br><span class="bld">III</span> Subst., [[the fourth]] [[τόπος]], = [[ἀντιμεσουράνημα]], Herm.Trism. in ''Cat.Cod.Astr.''8(3).101, cf. 8(4).241.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] ὁ, gew. im plur., welches aber bei den früheren att. Schriftstellern vorkommt; eigtl. adj., ''[[sc.]]'' λίθοι, wie auch Ar. Av. 1137 steht, die [[Grundsteine]], der Grund; οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται Thuc. 1, 93; Xen. Hipparch. 1, 2; θεμελίους ἔσκαπτον Luc. Alex. 10; [[ἄρδην]] καὶ ἐκ θεμελίων ἀπόλλυσθαι Hdn. 8, 3, 5, wie Pol. τὸ δὴ λεγόμενον ἐκ θεμελίων ἐσφαλμένους, 5, 93, 2, von Grund aus; ἐκ θεμελίων αὐτὴν ἐναιρήσων D. Cass. 39, 20; auch im sing., τοῦτο δ' ἐστὶ τῆς τέχνης [[θεμέλιος]] ἡμῖν Macho bei Ath. VIII, 346 a; so oft S. Emp., βέβαιον εἶναι δεῖ τὸν [[θεμέλιον]], ἵνα συνομολογηθῇ καὶ τὸ ἀκόλουθον adv. geom. 12, οἱ τὸν [[θεμέλιον]] τοῦ τείχους ὑπορύξαντες adv. phys. 1, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de fondement, de fondation (pierre, assise du sol, <i>etc.; au plur.</i> τὰ θεμέλια fondations, fondements ; ἐκ τῶν θεμελίων depuis les fondements (<i>lat.</i> funditus) <i>au propre et au fig.</i><br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[τίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεμέλιος:''' <b class="num">II</b> (''[[sc.]]'' [[λίθος]]) краеугольный камень, основание (ἡ τοὺς θεμελίους ἔχουσα [[πόλις]] NT): οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑττόκεινται Thuc. основания сложены из разного рода камней; ἐκ τῶν θεμελίων Thuc., Polyb. до самого основания или в самом основании.<br />лежащий в основе, краеугольный (λίθοι Arph.; οἰκόπεδα Diod.).
}}
{{ls
|lstext='''θεμέλιος''': -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, λίθοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1137· οἰκόπεδα Διόδ. 5. 66: - ἀπολ., [[θεμέλιος]] (ἐξυπ. [[λίθος]]) ὁ, τοῦ θεμελίου, [[ἀκρογωνιαῖος]] [[λίθος]], Ἀριστ. Φυσ. 6.6, 10, Μεταφ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· - οἱ θεμέλιοι ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται, τὰ θεμέλια, Θουκ. 1. 93· τοὺς θ. ἐκ λίθων οἰκοδομεῖσθαι Ἀριστ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 9· - [[ὡσαύτως]] οὐδ. θεμέλιον ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 2. 12, 9· τὰ θεμέλια ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 9, 1, Παυσ. 8. 32, 1, Διόδ. 5. 66· - ἀλλὰ συνήθως τὸ γένος [[εἶναι]] ἀόριστον, μὴ ὑποκειμένων… θεμελίων Ξεν. Ἱππ. 1, 2· ἐκ τῶν θεμελίων, ἀπὸ τὰ θεμέλια, Λατ. funditus, Θουκ. 3. 68, πρβλ. Πολύβ. 5. 93, 2, κλ.
}}
{{StrongGR
|strgr=from a derivative of [[τίθημι]]; [[something]] [[put]] down, i.e. a substruction (of a [[building]], etc.), ([[literally]] or [[figuratively]]): [[foundation]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[θεμέλιον]] ([[θέμα]] (i. e. [[thing]] laid down)), laid down as a [[foundation]], belonging to a [[foundation]] (Diodorus 5,66; θεμέλιοι λίθοι, [[Aristophanes]] av. 1137); [[generally]] as a [[substantive]], ὁ [[θεμέλιος]] ([[namely]], [[λίθος]]) (τό [[θεμέλιον]] ([[rarely]] so in Greek writings, as ([[Aristotle]], phys. auscult. 2,9, p. 200a, 4); [[Pausanias]], 8,32, 1; (others)), the [[foundation]] (of a [[building]], [[wall]], [[city]]): [[properly]], τιθέναι [[θεμέλιον]], οἱ θεμέλιοι ([[chiefly]] so in Greek writings), τό θεμέλια, Sept.); [[metaphorically]], the foundations, beginnings, [[first]] principles, of an [[institution]] or [[system]] of [[truth]]: μετανοίας genitive of apposition (Winer's Grammar, 531 (494))); a [[course]] of [[instruction]] begun by a [[teacher]], [[θεμέλιος]], i. e. [[faith]] in him, [[which]] is [[like]] a [[foundation]] laid in the [[soul]] on [[which]] is built up the [[fuller]] and richer [[knowledge]] of [[saving]] [[truth]], τῶν ἀποστόλων (genitive of apposition, on [[account]] of [[what]] follows: ὄντος ... Χριστοῦ (others [[say]] genitive of [[origin]], [[see]] [[ἐποικοδομέω]]; cf. Winer's Grammar, § 30,1; Meyer or Ellicott at the [[passage]])), of the apostles as preachers of [[salvation]], [[upon]] [[which]] [[foundation]] the Christian [[church]] has been built, [[θεμέλιος]] as the [[foundation]] of the '[[city]] of God,' Sept. [[several]] times [[also]] for אַרְמון, a [[palace]], Amos 1:4, etc.)
}}
{{grml
|mltxt=-α και -ος -ο (AM [[θεμέλιος]], -ον) [[θεμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[βάση]] οικοδομήματος ή ο [[κατάλληλος]] να τεθεί [[πάνω]] σ' αυτήν («[[θεμέλιος]] [[λίθος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[θεμέλιο]](<i>ν</i>)<br />α) <b>συν. στον πληθ.</b> το [[τμήμα]] οικοδομήματος που βρίσκεται [[κάτω]] από την κύρια [[κατασκευή]] και δέχεται το [[φορτίο]] της το οποίο μεταβιβάζει στο [[έδαφος]], η [[βάση]] [[κάθε]] κτηρίου ή τεχνικού έργου («αυτό το [[σπίτι]] έχει [[γερά]] θεμέλια»)<br />β) <b>μτφ.</b> το [[στήριγμα]], η [[βάση]] οποιουδήποτε πράγματος («οι κλασικοί συγγραφείς [[είναι]] το [[θεμέλιο]] της αληθινής παιδείας»)<br />γ) <b>φρ.</b> «εκ θεμελίων» — εκ βάθρων, συθέμελα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[θεμέλιο]]<br />το όρυγμα [[μέσα]] στο οποίο κτίζεται η [[βάση]] του κτηρίου («τα θεμέλια του σπιτιού που χτίζεται [[δίπλα]] γέμισαν [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[θεμέλιο]] της σελήνης» — η «[[ηλικία]]» της σελήνης την 1η Ιανουαρίου ή στις 23 Μαρτίου, αλλ. [[επακτή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «[[θεμέλιος]] [[ουσία]]» — άμορφη ζελατινοειδής [[ουσία]] που υπάρχει στη [[σύνθεση]] τών διαφόρων τύπων συνδετικού ιστού<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ό,τι κάνουν τα θεμέλια, προσκυνούν τα κεραμίδια» — αυτοί που εξαρτώνται από άλλους [[είναι]] υποχρεωμένοι να δέχονται αδιαμαρτύρητα τις πράξεις τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> το αντιμεσουράνημα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεμέλιος:''' -ον (√<i>ΘΕ</i> του [[τίθημι]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα θεμέλια, σε Αριστοφ.· ως ουσ., [[θεμέλιος]] (ενν. [[λίθος]]), [[θεμελιώδης]], [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]]· <i>οἱ θεμέλιοι</i>, τα θεμέλια, σε Θουκ.· ἐκ τῶν θεμελίων, από τα θεμέλια, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θεμέλιος]], ον [!θε, Root of [[τίθημι]]<br />of or for the [[foundation]], Ar.:—as [[substantive]], [[θεμέλιος]] (sub. λίθοσ) a [[foundation]], οἱ θεμέλιοι the foundations, Thuc.; ἐκ τῶν θεμελίων from the foundations, Thuc.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':qemšlioj 帖姆利哦士<br />'''詞類次數''':名詞(16)<br />'''原文字根''':安放 照顧 相當於: ([[אַרְמֹון]]&#x200E;)  ([[מָכֹון]]&#x200E;)  ([[שָׁתָה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':根基,地基,基礎;源自([[τίθημι]])*=設立,安放)。這字除了數次( 路14:28;  6:48,49; 徒16:26)說到實際的根基外,其餘全是隱喻的用法。就如保羅說,耶穌基督乃是那已經立好的根基( 林前3:11)。比較: ([[καταβολή]])=堆積,建基<br />'''同源字''':1) ([[θεμέλιον]] / [[θεμέλιος]])根基 2) ([[θεμελιόω]])立根基 3) ([[τίθημι]])設立,安放<br />'''出現次數''':總共(16);路(3);徒(1);羅(1);林前(3);弗(1);提前(1);提後(1);來(2);啓(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 根基(12) 路6:49; 羅15:20; 林前3:10; 林前3:11; 林前3:12; 弗2:20; 提前6:19; 提後2:19; 來6:1; 啓21:14; 啓21:19; 啓21:19;<br />2) 地基(2) 路14:29; 徒16:26;<br />3) 根基的(1) 來11:10;<br />4) 把根基(1) 路6:48
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[foundation]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[τίθημι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[θεμέλιος]]: [[θεμελιόω]] -ῶ, [[θεμελίωσις]], [[θεμελιωτής]], ἀθεμελίωτος.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[fundamentum]]'', [[foundation]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.93.2/ 1.93.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.68.3/ 3.68.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:52, 16 November 2024

English (LSJ)

θεμέλιον,
A of or for the foundation, λίθοι Ar.Av.1137; οἰκόπεδα D.S.5.66: abs., θεμέλιος (sc. λίθος), ὁ, foundation-stone, Arist.Ph.237b13, Metaph.1013a5: metaph., τῆς τέχνης θ. Macho ap.Ath.8.346a; θ. ἀγνοίας Ph.1.266; οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται the foundations, Th.1.93; τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι Arist.PA668a19: metaph., προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ. SIG888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. θεμέλιον Arist. APo.95b37(s.v.l.),PPetr.3p.121 (iii B.C.), al.: pl., τὰ θ.Arist.Ph.200a4, PCair.Zen.176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., τὰ ὑποβληθέντα θ., of the foundations of the world, Epicur.Ep.2p.38U.: gender indeterminate, μὴ ὑποκειμένων… θ. X.Eq.1.2; ἐκ τῶν θ. from the foundations, Th.3.68 (also sg., ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου BGU 909.17(iv A.D.)): metaph., ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2, etc.; ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2; also ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων (sic) Supp.Epigr.2.480(Kuban, iv A.D.).
II θεμέλια, τά, buildingsites, Ptol.Tetr.174, cf. Vett.Val.82.24,al.
III Subst., the fourth τόπος, = ἀντιμεσουράνημα, Herm.Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).101, cf. 8(4).241.

German (Pape)

[Seite 1193] ὁ, gew. im plur., welches aber bei den früheren att. Schriftstellern vorkommt; eigtl. adj., sc. λίθοι, wie auch Ar. Av. 1137 steht, die Grundsteine, der Grund; οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται Thuc. 1, 93; Xen. Hipparch. 1, 2; θεμελίους ἔσκαπτον Luc. Alex. 10; ἄρδην καὶ ἐκ θεμελίων ἀπόλλυσθαι Hdn. 8, 3, 5, wie Pol. τὸ δὴ λεγόμενον ἐκ θεμελίων ἐσφαλμένους, 5, 93, 2, von Grund aus; ἐκ θεμελίων αὐτὴν ἐναιρήσων D. Cass. 39, 20; auch im sing., τοῦτο δ' ἐστὶ τῆς τέχνης θεμέλιος ἡμῖν Macho bei Ath. VIII, 346 a; so oft S. Emp., βέβαιον εἶναι δεῖ τὸν θεμέλιον, ἵνα συνομολογηθῇ καὶ τὸ ἀκόλουθον adv. geom. 12, οἱ τὸν θεμέλιον τοῦ τείχους ὑπορύξαντες adv. phys. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de fondement, de fondation (pierre, assise du sol, etc.) ; au plur. τὰ θεμέλια fondations, fondements ; ἐκ τῶν θεμελίων depuis les fondements (lat. funditus) au propre et au fig.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θεμέλιος: II ὁ (sc. λίθος) краеугольный камень, основание (ἡ τοὺς θεμελίους ἔχουσα πόλις NT): οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑττόκεινται Thuc. основания сложены из разного рода камней; ἐκ τῶν θεμελίων Thuc., Polyb. до самого основания или в самом основании.
лежащий в основе, краеугольный (λίθοι Arph.; οἰκόπεδα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

θεμέλιος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, λίθοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1137· οἰκόπεδα Διόδ. 5. 66: - ἀπολ., θεμέλιος (ἐξυπ. λίθος) ὁ, τοῦ θεμελίου, ἀκρογωνιαῖος λίθος, Ἀριστ. Φυσ. 6.6, 10, Μεταφ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· - οἱ θεμέλιοι ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται, τὰ θεμέλια, Θουκ. 1. 93· τοὺς θ. ἐκ λίθων οἰκοδομεῖσθαι Ἀριστ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 9· - ὡσαύτως οὐδ. θεμέλιον ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 2. 12, 9· τὰ θεμέλια ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 9, 1, Παυσ. 8. 32, 1, Διόδ. 5. 66· - ἀλλὰ συνήθως τὸ γένος εἶναι ἀόριστον, μὴ ὑποκειμένων… θεμελίων Ξεν. Ἱππ. 1, 2· ἐκ τῶν θεμελίων, ἀπὸ τὰ θεμέλια, Λατ. funditus, Θουκ. 3. 68, πρβλ. Πολύβ. 5. 93, 2, κλ.

English (Strong)

from a derivative of τίθημι; something put down, i.e. a substruction (of a building, etc.), (literally or figuratively): foundation.

English (Thayer)

θεμέλιον (θέμα (i. e. thing laid down)), laid down as a foundation, belonging to a foundation (Diodorus 5,66; θεμέλιοι λίθοι, Aristophanes av. 1137); generally as a substantive, ὁ θεμέλιος (namely, λίθος) (τό θεμέλιον (rarely so in Greek writings, as (Aristotle, phys. auscult. 2,9, p. 200a, 4); Pausanias, 8,32, 1; (others)), the foundation (of a building, wall, city): properly, τιθέναι θεμέλιον, οἱ θεμέλιοι (chiefly so in Greek writings), τό θεμέλια, Sept.); metaphorically, the foundations, beginnings, first principles, of an institution or system of truth: μετανοίας genitive of apposition (Winer's Grammar, 531 (494))); a course of instruction begun by a teacher, θεμέλιος, i. e. faith in him, which is like a foundation laid in the soul on which is built up the fuller and richer knowledge of saving truth, τῶν ἀποστόλων (genitive of apposition, on account of what follows: ὄντος ... Χριστοῦ (others say genitive of origin, see ἐποικοδομέω; cf. Winer's Grammar, § 30,1; Meyer or Ellicott at the passage)), of the apostles as preachers of salvation, upon which foundation the Christian church has been built, θεμέλιος as the foundation of the 'city of God,' Sept. several times also for אַרְמון, a palace, Amos 1:4, etc.)

Greek Monolingual

-α και -ος -ο (AM θεμέλιος, -ον) θεμός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ' αυτήν («θεμέλιος λίθος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν)
α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από την κύρια κατασκευή και δέχεται το φορτίο της το οποίο μεταβιβάζει στο έδαφος, η βάση κάθε κτηρίου ή τεχνικού έργου («αυτό το σπίτι έχει γερά θεμέλια»)
β) μτφ. το στήριγμα, η βάση οποιουδήποτε πράγματος («οι κλασικοί συγγραφείς είναι το θεμέλιο της αληθινής παιδείας»)
γ) φρ. «εκ θεμελίων» — εκ βάθρων, συθέμελα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο
το όρυγμα μέσα στο οποίο κτίζεται η βάση του κτηρίου («τα θεμέλια του σπιτιού που χτίζεται δίπλα γέμισαν νερό»)
2. φρ. «το θεμέλιο της σελήνης» — η «ηλικία» της σελήνης την 1η Ιανουαρίου ή στις 23 Μαρτίου, αλλ. επακτή
3. φρ. ανατ. «θεμέλιος ουσία» — άμορφη ζελατινοειδής ουσία που υπάρχει στη σύνθεση τών διαφόρων τύπων συνδετικού ιστού
3. παροιμ. «ό,τι κάνουν τα θεμέλια, προσκυνούν τα κεραμίδια» — αυτοί που εξαρτώνται από άλλους είναι υποχρεωμένοι να δέχονται αδιαμαρτύρητα τις πράξεις τους
αρχ.
αστρολ. το αντιμεσουράνημα.

Greek Monotonic

θεμέλιος: -ον (√ΘΕ του τίθημι), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα θεμέλια, σε Αριστοφ.· ως ουσ., θεμέλιος (ενν. λίθος), θεμελιώδης, ακρογωνιαίος λίθος· οἱ θεμέλιοι, τα θεμέλια, σε Θουκ.· ἐκ τῶν θεμελίων, από τα θεμέλια, στον ίδ.

Middle Liddell

θεμέλιος, ον [!θε, Root of τίθημι
of or for the foundation, Ar.:—as substantive, θεμέλιος (sub. λίθοσ) a foundation, οἱ θεμέλιοι the foundations, Thuc.; ἐκ τῶν θεμελίων from the foundations, Thuc.

Chinese

原文音譯:qemšlioj 帖姆利哦士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:安放 照顧 相當於: (אַרְמֹון‎) (מָכֹון‎) (שָׁתָה‎)
字義溯源:根基,地基,基礎;源自(τίθημι)*=設立,安放)。這字除了數次( 路14:28; 6:48,49; 徒16:26)說到實際的根基外,其餘全是隱喻的用法。就如保羅說,耶穌基督乃是那已經立好的根基( 林前3:11)。比較: (καταβολή)=堆積,建基
同源字:1) (θεμέλιον / θεμέλιος)根基 2) (θεμελιόω)立根基 3) (τίθημι)設立,安放
出現次數:總共(16);路(3);徒(1);羅(1);林前(3);弗(1);提前(1);提後(1);來(2);啓(3)
譯字彙編
1) 根基(12) 路6:49; 羅15:20; 林前3:10; 林前3:11; 林前3:12; 弗2:20; 提前6:19; 提後2:19; 來6:1; 啓21:14; 啓21:19; 啓21:19;
2) 地基(2) 路14:29; 徒16:26;
3) 根基的(1) 來11:10;
4) 把根基(1) 路6:48

English (Woodhouse)

foundation

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ θεμέλιος: θεμελιόω -ῶ, θεμελίωσις, θεμελιωτής, ἀθεμελίωτος.

Lexicon Thucydideum

fundamentum, foundation, 1.93.2, 3.68.3.