καθηγητής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathigitis
|Transliteration C=kathigitis
|Beta Code=kaqhghth/s
|Beta Code=kaqhghth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">guide</b>, Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.313d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">teacher, professor</b>, Phld.<span class="title">Ir.</span> p.43 W., al., <span class="bibl">D.H. <span class="title">Th.</span>3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>23.10</span>, Plu.2.70e, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>5.6</span>, <span class="title">OGI</span>408 (Theb. Aegypt., ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>930.6</span> (ii/iii A.D.), etc.:— also καθηγ-ητήρ, ῆρος, ὁ, <span class="bibl">Man.2.300</span>, Dor. καθᾱγ-, κελεύθου <span class="title">IG</span>12(1).44 (Rhodes):—fem. καθηγ-ήτειρα <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>33P.</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>76.6</span>.</span>
|Definition=καθηγητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[guide]], Numen. ap. Ath.7.313d.<br><span class="bld">2</span> [[teacher]], [[professor]], Phld.''Ir.'' p.43 W., al., D.H. ''Th.''3, ''Ev.Matt.''23.10, Plu.2.70e, Philum.''Ven.''5.6, ''OGI''408 (Theb. Aegypt., ii A.D.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''930.6 (ii/iii A.D.), etc.:—also [[καθηγητήρ]], -ῆρος, ὁ, Man.2.300, Dor. καθᾱγ-, κελεύθου ''IG''12(1).44 (Rhodes):—fem. [[καθηγήτειρα]] Call.''Fr.''33P., Orph.''H.''76.6.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1284.png Seite 1284]] ὁ, der Wegweiser, Ath. VII, 313 d; der Leiter, Lehrer, Plut. u. A.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[précepteur]], [[maître]].<br />'''Étymologie:''' [[καθηγέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθηγητής -οῦ, ὁ [καθηγέομαι] [[leraar]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθηγητής:''' οῦ ὁ [[руководитель]], [[учитель]] Plut., NT.
}}
{{ls
|lstext='''καθηγητής''': -οῦ, ὁ, [[ὁδηγός]], Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 313D· ὡς καὶ νῦν, [[καθηγητής]], [[διδάσκαλος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3, Πλούτ. 2. 70Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 85D, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], καθηγητήρ, ῆρος, ὁ, Μανέθων 2. 300· θηλ. καθηγήτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 75. 6. 2) ὁ [[καθηγούμενος]] μοναστηρίου, [[ἡγούμενος]], Συναξάριον Ἰαν. 11.
}}
{{StrongGR
|strgr=from a [[compound]] of [[κατά]] and [[ἡγέομαι]]; a [[guide]], i.e. ([[figuratively]]) a [[teacher]]: [[master]].
}}
{{Thayer
|txtha=καθηγητου, ὁ ([[καθηγέομαι]] to go [[before]], [[lead]]);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], a [[guide]]: Numen. quoted in Ath. 7, p. 313d. b. a [[master]], [[teacher]]: R G, 10. ([[Dionysius]] [[Halicarnassus]] jud. de [[Thucydides]] 3,4; [[several]] times in [[Plutarch]] (cf. Wetstein (1752) on Matthew, the [[passage]] cited.))
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[καθηγήτρια]] (AM [[καθηγητής]]) [[καθηγοῦμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει [[κάτι]] με [[γνώση]] και [[κύρος]], [[διδάσκαλος]] (α. «[[καθηγητής]] χορού» β. «[[μηδὲ]] κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν [[καθηγητής]], ὁ [[Χριστός]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάγγελμα]] να διδάσκει τα γράμματα («ὁ δ' [[ἡμέτερος]] [[καθηγητής]] Ἀμμώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει σε [[πανεπιστήμιο]], σε ανώτερο [[ίδρυμα]] ή σε [[σχολείο]] [[μέσης]] εκπαιδεύσεως («[[καθηγητής]] της φιλοσοφικής σχολής»)<br /><b>2.</b> (συν. ειρων.) [[ικανός]], [[επιδέξιος]], ειδήμων, [[γνώστης]] ενός πράγματος («[[καθηγητής]] στο [[πόκερ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδηγός]].
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kaqhght»j 卡特-誒給帖士<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':向下-帶領(者)<br />'''字義溯源''':嚮導,教師,夫子,師尊;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=按照)與([[ἐπιτροπεύω]] / [[ἡγέομαι]])=引領)組成;其中 ([[ἐπιτροπεύω]] / [[ἡγέομαι]])出自([[ἄγω]])*=帶領)。基督是我們唯一的師尊,教師,夫子( 太23:10)。比較: ([[ἄγω]])=帶領參讀 ([[διδάσκαλος]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);太(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 師尊(2) 太23:10; 太23:10;<br />2) 夫子(1) 太23:8
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό καθηγοῦμαι → [[κατά]] + ἡγοῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηγητής Medium diacritics: καθηγητής Low diacritics: καθηγητής Capitals: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: kathēgētḗs Transliteration B: kathēgētēs Transliteration C: kathigitis Beta Code: kaqhghth/s

English (LSJ)

καθηγητοῦ, ὁ,
A guide, Numen. ap. Ath.7.313d.
2 teacher, professor, Phld.Ir. p.43 W., al., D.H. Th.3, Ev.Matt.23.10, Plu.2.70e, Philum.Ven.5.6, OGI408 (Theb. Aegypt., ii A.D.), POxy.930.6 (ii/iii A.D.), etc.:—also καθηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Man.2.300, Dor. καθᾱγ-, κελεύθου IG12(1).44 (Rhodes):—fem. καθηγήτειρα Call.Fr.33P., Orph.H.76.6.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, der Wegweiser, Ath. VII, 313 d; der Leiter, Lehrer, Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
précepteur, maître.
Étymologie: καθηγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθηγητής -οῦ, ὁ [καθηγέομαι] leraar.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθηγητής: οῦ ὁ руководитель, учитель Plut., NT.

Greek (Liddell-Scott)

καθηγητής: -οῦ, ὁ, ὁδηγός, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 313D· ὡς καὶ νῦν, καθηγητής, διδάσκαλος, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3, Πλούτ. 2. 70Ε, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 85D, κτλ.· - ὡσαύτως, καθηγητήρ, ῆρος, ὁ, Μανέθων 2. 300· θηλ. καθηγήτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 75. 6. 2) ὁ καθηγούμενος μοναστηρίου, ἡγούμενος, Συναξάριον Ἰαν. 11.

English (Strong)

from a compound of κατά and ἡγέομαι; a guide, i.e. (figuratively) a teacher: master.

English (Thayer)

καθηγητου, ὁ (καθηγέομαι to go before, lead);
a. properly, a guide: Numen. quoted in Ath. 7, p. 313d. b. a master, teacher: R G, 10. (Dionysius Halicarnassus jud. de Thucydides 3,4; several times in Plutarch (cf. Wetstein (1752) on Matthew, the passage cited.))

Greek Monolingual

ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) καθηγοῦμαι
1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ)
2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα γράμματα («ὁ δ' ἡμέτερος καθηγητής Ἀμμώνιος», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που διδάσκει σε πανεπιστήμιο, σε ανώτερο ίδρυμα ή σε σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως («καθηγητής της φιλοσοφικής σχολής»)
2. (συν. ειρων.) ικανός, επιδέξιος, ειδήμων, γνώστης ενός πράγματος («καθηγητής στο πόκερ»)
αρχ.
οδηγός.

Chinese

原文音譯:kaqhght»j 卡特-誒給帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:向下-帶領(者)
字義溯源:嚮導,教師,夫子,師尊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=按照)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;其中 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)。基督是我們唯一的師尊,教師,夫子( 太23:10)。比較: (ἄγω)=帶領參讀 (διδάσκαλος)同義字
出現次數:總共(3);太(3)
譯字彙編
1) 師尊(2) 太23:10; 太23:10;
2) 夫子(1) 太23:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό καθηγοῦμαι → κατά + ἡγοῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.