νᾶνος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(8)
 
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nanos
|Transliteration C=nanos
|Beta Code=na=nos
|Beta Code=na=nos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dwarf</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>427</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>577b27</span>, Longin.44.5; <b class="b2">one whose limbs are too small for his body</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>686b10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">cheese-cake</b>, <span class="bibl">Ath.14.646c</span>. (Freq. written <b class="b3">νάννος</b> in codd.; cf. sq.)</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[dwarf]], Ar.''Fr.''427, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''577b27, Longin.44.5; [[one whose limbs are too small for his body]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''686b10.<br><span class="bld">II</span> [[cheesecake]], Ath.14.646c. (Freq. written [[νάννος]] in codd.; cf. [[νανοφυής]]).
}}
{{ls
|lstext='''νᾶνος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, μικρόσωμος [[ἄνθρωπος]], Τουρκ. «τζουτζές», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 2· ὁ ἔχων τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος μικρὰ καὶ δυσανάλογα πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 10 κἑξ. ΙΙ. [[πλακοῦς]] μετὰ τυροῦ, τυρόπηττα, Ἀθήν. 646C. (Συνήθως φέρεται νάνος, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Βεκήρ. παρ’ Ἀριστ.: ἀλλὰ τὸ α [[εἶναι]] [[μακρόν]], πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, καὶ τὸ Λατ. nānus· τοῦτο δὲ ὑποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ τύπου νάννος, τοῦ ἐπικρατοῦντος ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.).
}}
{{grml
|mltxt=και [[νάννος]], ο (Α νᾱνος)<br />[[άνθρωπος]] εξαιρετικά [[μικρόσωμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[νάνος]], -<i>ο</i><br />α) (βιολ. -ιατρ.) ενήλικο [[άτομο]] ή [[φυτό]] που χαρακτηρίζεται από νανισμό<br />β) [[ονομασία]] διαφόρων [[γαλαξιών]] ή αστέρων μικρής σχετικά λαμπρότητας<br /><b>2.</b> <b>μυθ.</b> ον που ζούσε σε παραμυθένιους τόπους, [[βαθιά]] στα δάση ή στα βουνά («η Χιονάτη και οι [[εφτά]] νάνοι»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ασήμαντος]] [[άνθρωπος]], [[ανίκανος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τα [[μέλη]] του σώματός του [[είναι]] εξαιρετικά μικρά σε [[σχέση]] με τον κορμό<br /><b>2.</b> [[είδος]] πίτας από [[τυρί]] και [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η [[παραγωγή]] του <span style="color: red;"><</span> <i>νεᾱνός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέος]], <b>πρβλ.</b> [[νεάν]], γεν. <i>νεάνος</i>, [[νεανίας]]), με [[συναίρεση]] και [[μετάθεση]] του τόνου, δεν θεωρείται ικανοποιητική από φωνητική [[άποψη]]. Ο παράλλ. τ. [[νάννος]] προέκυψε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, πιθ. για λόγους υποκορισμού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νανώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νανίον]], [[νανούδιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νανισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νανοφυής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>νανοαπολίθωμα</i>, [[νανοκέφαλος]], [[νανοκορμία]], [[νανομελής]], [[νανοπλαγκτόν]], [[νανόσωμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νᾶνος:''' ὁ, [[νάνος]], σε Αριστοφ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[dwarf]] (Ar. Fr. 427, Arist., Longin., H., POxy. 465, 225; IIp); also a cake from oil and cheese (Ath. 14, 646 c).<br />Other forms: mss. often [[νάννος]]; on the notation [[νάννος]] (hypocorist. gemination) beside <b class="b3">να̃νος</b> cf. Schwyzer 268.<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">ναννο-φυής</b> [[of dwarfish stature]] (Ar. Pax 790).<br />Derivatives: [[νανώδης]] [[dwarflike]] (Arist.), [[ναννούδιον]] [[lap-dog]] (sch. Luc. Conv. 19).<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: Lallwort of unknown origin; cf. Schwyzer 423, Björck Alpha impurum 67. Diff. Mahlow Neue Wege 176: from <b class="b3">*νεανός</b> (s. [[νέος]]) with accentshift. Lat. LW [loanword] [[nānus]] (> Fr. [[nain]] etc.), s. W.-Hofmann s.v.; rejected by DELG. -- On the different names of the dwarf s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 707 f.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νᾶνος]], ὁ,<br />a [[dwarf]], Ar.
}}
{{FriskDe
|ftr='''νᾶνος''': (''POxy''. 465, 225; II<sup>p</sup>),<br />{nãnos}<br />'''Forms''': Hss. öfters [[νάννος]]<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Zwerg]] (Ar. ''Fr''. 427, Arist., Longin., H.); auch Bez. eines aus Öl und Käse gemachten Kuchens (Ath. 14, 646 c).<br />'''Composita''': Als Vorderglied in [[ναννοφυής]] [[zwerghaft]] (Ar. ''Pax'' 790).<br />'''Derivative''': Davon [[νανώδης]] [[zwergartig]] (Arist.), ναννούδιον [[Schoßhund]] (Sch. Luk. ''Conv''. 19).<br />'''Etymology''': Zur Schreibung [[νάννος]] (hypokorist. Gemination) neben να̃νος vgl. Schwyzer 268. — Lallwort unbek. Ursprungs; vgl. Schwyzer 423, Björck Alpha impurum 67. Anders Mahlow Neue Wege 176: aus *νεανός (s. [[νέος]]) mit Akzentwechsel. Lat. LW ''nānus'' (> frz. ''nain'' usw.), s. W.-Hofmann [[sub verbo|s.v.]] — Zu den verschiedenen Benennungen des Zwerges s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 707 f.<br />'''Page''' 2,287
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dwarf]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθ. λέξη πού δηλώνει ψελλισμό ἤ ἀπό τό [[νέος]], νεανός. Λατ. [[nanus]] ὑστερογ. Σημαίνει ὑπερβολικά μικρόσωμος.
}}
{{pape
|ptext=od. νάνος, ὁ, = [[νάννος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾶνος Medium diacritics: νᾶνος Low diacritics: νάνος Capitals: ΝΑΝΟΣ
Transliteration A: nânos Transliteration B: nanos Transliteration C: nanos Beta Code: na=nos

English (LSJ)

ὁ,
A dwarf, Ar.Fr.427, Arist.HA577b27, Longin.44.5; one whose limbs are too small for his body, Arist.PA686b10.
II cheesecake, Ath.14.646c. (Freq. written νάννος in codd.; cf. νανοφυής).

Greek (Liddell-Scott)

νᾶνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, μικρόσωμος ἄνθρωπος, Τουρκ. «τζουτζές», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 2· ὁ ἔχων τὰ μέλη τοῦ σώματος μικρὰ καὶ δυσανάλογα πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 10 κἑξ. ΙΙ. πλακοῦς μετὰ τυροῦ, τυρόπηττα, Ἀθήν. 646C. (Συνήθως φέρεται νάνος, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Βεκήρ. παρ’ Ἀριστ.: ἀλλὰ τὸ α εἶναι μακρόν, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, καὶ τὸ Λατ. nānus· τοῦτο δὲ ὑποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ τύπου νάννος, τοῦ ἐπικρατοῦντος ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.).

Greek Monolingual

και νάννος, ο (Α νᾱνος)
άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος
νεοελλ.
1. ως επίθ. νάνος, -ο
α) (βιολ. -ιατρ.) ενήλικο άτομο ή φυτό που χαρακτηρίζεται από νανισμό
β) ονομασία διαφόρων γαλαξιών ή αστέρων μικρής σχετικά λαμπρότητας
2. μυθ. ον που ζούσε σε παραμυθένιους τόπους, βαθιά στα δάση ή στα βουνά («η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι»)
3. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ανίκανος, τιποτένιος
αρχ.
1. αυτός που τα μέλη του σώματός του είναι εξαιρετικά μικρά σε σχέση με τον κορμό
2. είδος πίτας από τυρί και λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η παραγωγή του < νεᾱνός (< νέος, πρβλ. νεάν, γεν. νεάνος, νεανίας), με συναίρεση και μετάθεση του τόνου, δεν θεωρείται ικανοποιητική από φωνητική άποψη. Ο παράλλ. τ. νάννος προέκυψε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, πιθ. για λόγους υποκορισμού.
ΠΑΡ. νανώδης
αρχ.
νανίον, νανούδιον
νεοελλ.
νανισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νανοφυής
νεοελλ.
νανοαπολίθωμα, νανοκέφαλος, νανοκορμία, νανομελής, νανοπλαγκτόν, νανόσωμος].

Greek Monotonic

νᾶνος: ὁ, νάνος, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dwarf (Ar. Fr. 427, Arist., Longin., H., POxy. 465, 225; IIp); also a cake from oil and cheese (Ath. 14, 646 c).
Other forms: mss. often νάννος; on the notation νάννος (hypocorist. gemination) beside να̃νος cf. Schwyzer 268.
Compounds: As 1. member in ναννο-φυής of dwarfish stature (Ar. Pax 790).
Derivatives: νανώδης dwarflike (Arist.), ναννούδιον lap-dog (sch. Luc. Conv. 19).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Lallwort of unknown origin; cf. Schwyzer 423, Björck Alpha impurum 67. Diff. Mahlow Neue Wege 176: from *νεανός (s. νέος) with accentshift. Lat. LW [loanword] nānus (> Fr. nain etc.), s. W.-Hofmann s.v.; rejected by DELG. -- On the different names of the dwarf s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 707 f.

Middle Liddell

νᾶνος, ὁ,
a dwarf, Ar.

Frisk Etymology German

νᾶνος: (POxy. 465, 225; IIp),
{nãnos}
Forms: Hss. öfters νάννος
Grammar: m.
Meaning: Zwerg (Ar. Fr. 427, Arist., Longin., H.); auch Bez. eines aus Öl und Käse gemachten Kuchens (Ath. 14, 646 c).
Composita: Als Vorderglied in ναννοφυής zwerghaft (Ar. Pax 790).
Derivative: Davon νανώδης zwergartig (Arist.), ναννούδιον Schoßhund (Sch. Luk. Conv. 19).
Etymology: Zur Schreibung νάννος (hypokorist. Gemination) neben να̃νος vgl. Schwyzer 268. — Lallwort unbek. Ursprungs; vgl. Schwyzer 423, Björck Alpha impurum 67. Anders Mahlow Neue Wege 176: aus *νεανός (s. νέος) mit Akzentwechsel. Lat. LW nānus (> frz. nain usw.), s. W.-Hofmann s.v. — Zu den verschiedenen Benennungen des Zwerges s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 707 f.
Page 2,287

English (Woodhouse)

dwarf

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθ. λέξη πού δηλώνει ψελλισμό ἤ ἀπό τό νέος, νεανός. Λατ. nanus ὑστερογ. Σημαίνει ὑπερβολικά μικρόσωμος.

German (Pape)

od. νάνος, ὁ, = νάννος.