παρεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(Autenrieth)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pareipon
|Transliteration C=pareipon
|Beta Code=parei=pon
|Beta Code=parei=pon
|Definition=aor. 2 with no pres, in use, <b class="b3">παράφημι</b> being used, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">talk over, win over</b>, <span class="bibl">Il.1.555</span>, <span class="bibl">6.337</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>131</span> (lyr.) ; <b class="b3">εἰ . . θυμὸν ὀρίναις παρειπών</b> <b class="b2">by thy persuasions</b>, <span class="bibl">Il.11.793</span>, cf. <span class="bibl">15.404</span> : c. acc. cogn., <b class="b2">give</b> such and such <b class="b2">advice</b>, αἴσιμα παρειπών <span class="bibl">6.62</span>, <span class="bibl">7.121</span>. [In Il. <b class="b3">πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα</b>, i.e. <b class="b3">παρϝειπών, -οῦσα</b> ; but μή σε πᾰρείπῃ <span class="bibl">1.555</span>.]</span>
|Definition=aor. 2 with no pres, in use, [[παράφημι]] being used, [[talk over]], [[win over]], Il.1.555, 6.337, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''131 (lyr.); <b class="b3">εἰ… θυμὸν ὀρίναις παρειπών</b> [[by thy persuasions]], Il.11.793, cf. 15.404: c. acc. cogn., [[give]] such and such [[advice]], αἴσιμα παρειπών 6.62, 7.121. [In Il. [[παρειπών]], [[παρειποῦσα]], i.e. <b class="b3">παρϝειπών, -οῦσα</b>; but μή σε πᾰρείπῃ 1.555.]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0512.png Seite 512]] aor. II. zu [[παράφημι]], bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας [[μόγις]] παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0512.png Seite 512]] aor. II. zu [[παράφημι]], bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας [[μόγις]] παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]
}}
{{bailly
|btext=<i>sbj. 3ᵉ sg.</i> παρείπῃ, <i>part.</i> παρειπών;<br /><i>ao.2 d'un verbe sans autre temps et de même sign. que</i> [[παράφημι]] : parler d'une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εἶπον]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εῖπον, ep. aor. soms πᾱρειπ- < παρϜειπ-, aanraden:; αἴσιμα π. een juist advies geven Il. 6.62; overreden:. μή σε παρείπῃ... Θέτις dat Thetis je heeft omgepraat Il. 1.555.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεῖπον:''' aor. 2 к [[παράφημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεῖπον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ [[παράφημι]] ἢ παραγορεύω, [[καταπείθω]] διὰ πλαγίων μέσων, [[φέρω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, ὡς τὸ [[παραπείθω]], Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· [[ἐντεῦθεν]], ἐξαπατῶ, [[δολιεύομαι]], Valck. Adon. σ. 356· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[παρέχω]] συμβουλήν, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, [[ἐπειδὴ]] ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι».
|lstext='''παρεῖπον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ [[παράφημι]] ἢ παραγορεύω, [[καταπείθω]] διὰ πλαγίων μέσων, [[φέρω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, ὡς τὸ [[παραπείθω]], Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· [[ἐντεῦθεν]], ἐξαπατῶ, [[δολιεύομαι]], Valck. Adon. σ. 356· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[παρέχω]] συμβουλήν, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, [[ἐπειδὴ]] ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι».
}}
{{bailly
|btext=<i>sbj. 3ᵉ sg.</i> παρείπῃ, <i>part.</i> παρειπών;<br /><i>ao.2 d’un verbe sans autre temps et de même sign. que</i> [[παράφημι]] : parler d’une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εἶπον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=def. aor. 2, subj. παρείπῃ, [[part]]. πᾶρειπών, -οῦσα: [[persuade]], [[win]] [[over]].
|auten=def. aor. 2, subj. παρείπῃ, [[part]]. πᾶρειπών, -οῦσα: [[persuade]], [[win]] [[over]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], το [[παρά]]-φημι ή το <i>παρ-[[αγορεύω]]</i>, χρησιμ. στη [[θέση]] του ενεστ.· [[πείθω]] με πλάγια μέσα, [[αλλάζω]] σε κάποιον [[γνώμη]], τον [[κατανικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>παρειπών</i>, με την δική [[σου]] [[πειθώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., [[δίνω]] [[συμβουλή]], <i>αἴσιμα παρειπών</i>, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι [[μακρά]], <i>πᾱρειπών</i>, <i>πᾱρειποῦσα</i>, ο [[αρχικός]] [[τύπος]] είναι <i>παρϜειπών</i>).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2, with no pres. in use, [[παρά]]-φημι or παρ-αγορεύω [[being]] used [[instead]]<br />to [[persuade]] by [[indirect]] [[means]], to [[talk]] [[over]], win [[over]], Il., Aesch.; παρειπών by thy persuasions, Il.:—c. acc. cogn. to [[give]] [[such]] and [[such]] [[advice]], αἴσιμα παρειπών Il. [In Il. the [[first]] [[syllable]] is [[long]], πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, the orig. [[form]] having been παρϝειπών.]
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεῖπον Medium diacritics: παρεῖπον Low diacritics: παρείπον Capitals: ΠΑΡΕΙΠΟΝ
Transliteration A: pareîpon Transliteration B: pareipon Transliteration C: pareipon Beta Code: parei=pon

English (LSJ)

aor. 2 with no pres, in use, παράφημι being used, talk over, win over, Il.1.555, 6.337, A.Pr.131 (lyr.); εἰ… θυμὸν ὀρίναις παρειπών by thy persuasions, Il.11.793, cf. 15.404: c. acc. cogn., give such and such advice, αἴσιμα παρειπών 6.62, 7.121. [In Il. παρειπών, παρειποῦσα, i.e. παρϝειπών, -οῦσα; but μή σε πᾰρείπῃ 1.555.]

German (Pape)

[Seite 512] aor. II. zu παράφημι, bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας μόγις παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]

French (Bailly abrégé)

sbj. 3ᵉ sg. παρείπῃ, part. παρειπών;
ao.2 d'un verbe sans autre temps et de même sign. que παράφημι : parler d'une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.
Étymologie: παρά, εἶπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εῖπον, ep. aor. soms πᾱρειπ- < παρϜειπ-, aanraden:; αἴσιμα π. een juist advies geven Il. 6.62; overreden:. μή σε παρείπῃ... Θέτις dat Thetis je heeft omgepraat Il. 1.555.

Russian (Dvoretsky)

παρεῖπον: aor. 2 к παράφημι.

Greek (Liddell-Scott)

παρεῖπον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ παράφημι ἢ παραγορεύω, καταπείθω διὰ πλαγίων μέσων, φέρω πρὸς τὸ μέρος μου, ὡς τὸ παραπείθω, Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· ἐντεῦθεν, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, Valck. Adon. σ. 356· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., παρέχω συμβουλήν, παραινῶ, συμβουλεύω, αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, ἐπειδὴ ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι».

English (Autenrieth)

def. aor. 2, subj. παρείπῃ, part. πᾶρειπών, -οῦσα: persuade, win over.

Greek Monotonic

παρεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, το παρά-φημι ή το παρ-αγορεύω, χρησιμ. στη θέση του ενεστ.· πείθω με πλάγια μέσα, αλλάζω σε κάποιον γνώμη, τον κατανικώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· παρειπών, με την δική σου πειθώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., δίνω συμβουλή, αἴσιμα παρειπών, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, ο αρχικός τύπος είναι παρϜειπών).

Middle Liddell

[aor2, with no pres. in use, παρά-φημι or παρ-αγορεύω being used instead
to persuade by indirect means, to talk over, win over, Il., Aesch.; παρειπών by thy persuasions, Il.:—c. acc. cogn. to give such and such advice, αἴσιμα παρειπών Il. [In Il. the first syllable is long, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, the orig. form having been παρϝειπών.]