ἀνοπαῖα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(2)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anopaia
|Transliteration C=anopaia
|Beta Code=a)nopai=a
|Beta Code=a)nopai=a
|Definition=only in <span class="bibl">Od.1.320</span> <b class="b3">ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο</b>, where it is variously written and explained: <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">2.133</span>, it is an Adv. (compd. of <b class="b3">ἀνά, Οπτομαι</b>), she flew away <b class="b2">unseen, unnoticed;</b> or, acc. to Eust., = [[ἄνω]], [[ἀνωφερές]], <b class="b2">up into the air</b>, cf. καρπαλίμως ἀνόπαιον <span class="bibl">Emp.51</span>, and <b class="b3">Ἀνόπαια</b>, the name of the pass above Thermopylae (<span class="bibl">Hdt.7.216</span>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> acc. to Aristarch., <b class="b3">ἀνόπαια</b> or <b class="b3">πανόπαια</b>, a kind of <b class="b2">eagle</b>, cf. Hebr. <b class="b3">ᾰνᾱπηᾱ</b> 'heron'. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> acc. to Gramm. in <span class="title">An.Ox.</span>1.83, <b class="b3">ἀν' ὀπαῖα</b> ( ἀνὰ ὀπήν) <b class="b2">up by the hoie in the roof, up the smoke-vent</b>.</span>
|Definition=only in Od.1.320 ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο, where it is variously written and explained:<br><span class="bld">1</span> acc. to Hdn.Gr.2.133, it is an Adv. (compd. of [[ἀνά]], [[ὄπτομαι]]), she flew away [[unseen]], [[unnoticed]]; or, acc. to Eust., = [[ἄνω]], [[ἀνωφερές]], [[up into the air]], cf. [[καρπαλίμως]] ἀνόπαιον Emp.51, and [[Ἀνόπαια]], the name of the pass above Thermopylae ([[Herodotus|Hdt.]]7.216).<br><span class="bld">2</span> acc. to Aristarch., [[ἀνόπαια]] or [[πανόπαια]], a kind of [[eagle]], cf. Hebr. ᾰνᾱπηᾱ '[[heron]]'.<br><span class="bld">3</span> acc. to Gramm. in ''An.Ox.''1.83, ἀν' ὀπαῖα (ἀνὰ ὀπήν) [[up by the hoie in the roof]], [[up the smoke-vent]].
}}
{{DGE
|dgtxt=• Diccionario Micénico: <i>a-no-qa-si-ja</i>.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[à perte de vue]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Ὀπ, cf. [[ὄψομαι]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀνοπαῖα''': μόνον ἐν Ὀδ. Α. 320· [[ὄρνις]] δ’ ὥς [[ἀνοπαῖα]] [[διέπτατο]], [[ἔνθα]] [[διαφόρως]] γράφεται καὶ ἑρμηνεύεται. 1) κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. παρ’ Εὐστ. [[εἶναι]] ἐπίρρ. (σύνθετον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ *ὄπτομαι) ἀπέπτη [[ἀπαρατήρητος]], [[ἀόρατος]]· ἢ κατὰ τὸν Εὐστ., ἄνω, ἀνωφερές, [[ἐπάνω]] εἰς τὸν ἀέρα, πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἐμπεδ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, καρπαλίως ἀνόπαιον· πρβλ. Ἀνόπαια, [[ὄνομα]] τῆς διόδου τῆς [[ὑπεράνω]] τῶν Θερμοπυλῶν (Ἡρόδ. 7. 216). 2) κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., ἀνόπαια ἢ πανόπαια, [[εἶδος]] ἀετοῦ, πρβλ. Ὀδ. Γ. 371. 3) κατὰ τοὺς γραμμ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 1. 83, ἀν’ ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπὴν) ἄνω διὰ τῆς ὀπῆς τῆς στέγης ([[ὅθεν]] ὁ καπνὸς ἐξήρχετο), «ὀπή, ὀπαία καὶ ἀνόπαια ἡ καπνοδόχη· [[οὕτως]] Ἀριστοφάνης».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνόπαια]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[προς]] τα [[επάνω]], [[προς]] τον ουρανό, [[ψηλά]] στον αέρα (δίνονται όμως και άλλες ερμηνείες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά [[άπαξ]] στον Όμηρο. Προβληματικός [[τύπος]], που είχε ήδη απασχολήσει τους αρχαίους γραμματικούς. Ο Ηρωδιανός γράφει <i>ανοπαία</i> και αποδίδει στη λ. τη [[σημασία]] «αόρατα» ([[επίρρημα]] συνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όπτομαι</i>, [[οπτός]]), η οποία όμως θεωρείται ότι προέκυψε από [[παρετυμολογία]]. Ασαφής φαίνεται [[επίσης]] η [[ερμηνεία]] του Ευσταθίου «στον αέρα» και η [[σύνδεση]] με τα τοπ. «άνω, ανωφερές». Κατά τον Αρίσταρχο [[ανόπαια]] ή <i>πανόπαια</i> «[[είδος]] αετού» ([[πρβλ]]. εβραϊκό <i>ăn</i><i>ā</i><i>ph</i><i>ā</i> «[[ερωδιός]]». Επικρατέστερη θεωρείται η [[άποψη]] του Worner, που θεωρεί τη λ. ως σύνθετο εκ συναρπαγής [[ανόπαια]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀνὰ τῇ ὀπῇ</i>) «[[ψηλά]] [[μέσα]] απ' την [[καμινάδα]]», συνδέοντας το με το επίθ. της φωτιάς <i>ανόπαιος</i> (Εμπεδοκλής), [[ερμηνεία]] που συμφωνεί με [[εκείνη]] άγνωστου αρχαίου γραμματικού [[κατά]] την οποία [[ανόπαια]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>'<i>οπαία</i> (<i>ανά οπήν</i>). Τέλος, εξαιτίας του τελικού <i>ᾰ</i> (κατάλ. πληθ. ουδ.) ο τ. χαρακτηρίζεται ως [[επίρρημα]] και όχι ως [[επίθετο]] θηλ. γένους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοπαῖα:''' επίρρ. [[είτε]] (από το <i>ἀν- στερητικό</i> και <i>*ὄπτομαι</i>), πέταξε [[μακριά]] αόρατη· [[είτε]] = [[ἄνω]], [[ψηλά]] στον αέρα· ή <i>ἀν' ὀπαῖα</i> (= <i>ἀνὰ ὀπήν</i>), πάνω μέσω της τρύπας της στέγης, σε Ομήρ. Οδ.· άλλοι γράφουν [[ἀνόπαια]], <i>ἡ</i>, είδος αετού.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[either]] from ἀν-priv., * ὄπτομαι she flew [[away]] [[unseen]]; or = ἄνω, up [[into]] the air; or ἀν' ὀπαῖα ( = ἀνὰ ὀπήν) up by the [[smoke]]-[[vent]], Od.:—others [[write]] [[ἀνόπαια]], ἡ, a [[kind]] of [[eagle]].
}}
{{pape
|ptext=Adv., s. [[ἀνόπαια]].
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοπαῖα Medium diacritics: ἀνοπαῖα Low diacritics: ανοπαία Capitals: ΑΝΟΠΑΙΑ
Transliteration A: anopaîa Transliteration B: anopaia Transliteration C: anopaia Beta Code: a)nopai=a

English (LSJ)

only in Od.1.320 ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο, where it is variously written and explained:
1 acc. to Hdn.Gr.2.133, it is an Adv. (compd. of ἀνά, ὄπτομαι), she flew away unseen, unnoticed; or, acc. to Eust., = ἄνω, ἀνωφερές, up into the air, cf. καρπαλίμως ἀνόπαιον Emp.51, and Ἀνόπαια, the name of the pass above Thermopylae (Hdt.7.216).
2 acc. to Aristarch., ἀνόπαια or πανόπαια, a kind of eagle, cf. Hebr. ᾰνᾱπηᾱ 'heron'.
3 acc. to Gramm. in An.Ox.1.83, ἀν' ὀπαῖα (ἀνὰ ὀπήν) up by the hoie in the roof, up the smoke-vent.

Spanish (DGE)

• Diccionario Micénico: a-no-qa-si-ja.

French (Bailly abrégé)

adv.
à perte de vue.
Étymologie: ἀνά, R. Ὀπ, cf. ὄψομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοπαῖα: μόνον ἐν Ὀδ. Α. 320· ὄρνις δ’ ὥς ἀνοπαῖα διέπτατο, ἔνθα διαφόρως γράφεται καὶ ἑρμηνεύεται. 1) κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. παρ’ Εὐστ. εἶναι ἐπίρρ. (σύνθετον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ *ὄπτομαι) ἀπέπτη ἀπαρατήρητος, ἀόρατος· ἢ κατὰ τὸν Εὐστ., ἄνω, ἀνωφερές, ἐπάνω εἰς τὸν ἀέρα, πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἐμπεδ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, καρπαλίως ἀνόπαιον· πρβλ. Ἀνόπαια, ὄνομα τῆς διόδου τῆς ὑπεράνω τῶν Θερμοπυλῶν (Ἡρόδ. 7. 216). 2) κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., ἀνόπαια ἢ πανόπαια, εἶδος ἀετοῦ, πρβλ. Ὀδ. Γ. 371. 3) κατὰ τοὺς γραμμ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 1. 83, ἀν’ ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπὴν) ἄνω διὰ τῆς ὀπῆς τῆς στέγης (ὅθεν ὁ καπνὸς ἐξήρχετο), «ὀπή, ὀπαία καὶ ἀνόπαια ἡ καπνοδόχη· οὕτως Ἀριστοφάνης».

Greek Monolingual

ἀνόπαια επίρρ. (Α)
προς τα επάνω, προς τον ουρανό, ψηλά στον αέρα (δίνονται όμως και άλλες ερμηνείες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ στον Όμηρο. Προβληματικός τύπος, που είχε ήδη απασχολήσει τους αρχαίους γραμματικούς. Ο Ηρωδιανός γράφει ανοπαία και αποδίδει στη λ. τη σημασία «αόρατα» (επίρρημα συνθ. < ανα + όπτομαι, οπτός), η οποία όμως θεωρείται ότι προέκυψε από παρετυμολογία. Ασαφής φαίνεται επίσης η ερμηνεία του Ευσταθίου «στον αέρα» και η σύνδεση με τα τοπ. «άνω, ανωφερές». Κατά τον Αρίσταρχο ανόπαια ή πανόπαια «είδος αετού» (πρβλ. εβραϊκό ănāphā «ερωδιός». Επικρατέστερη θεωρείται η άποψη του Worner, που θεωρεί τη λ. ως σύνθετο εκ συναρπαγής ανόπαια (< ἀνὰ τῇ ὀπῇ) «ψηλά μέσα απ' την καμινάδα», συνδέοντας το με το επίθ. της φωτιάς ανόπαιος (Εμπεδοκλής), ερμηνεία που συμφωνεί με εκείνη άγνωστου αρχαίου γραμματικού κατά την οποία ανόπαια < αν'οπαία (ανά οπήν). Τέλος, εξαιτίας του τελικού (κατάλ. πληθ. ουδ.) ο τ. χαρακτηρίζεται ως επίρρημα και όχι ως επίθετο θηλ. γένους].

Greek Monotonic

ἀνοπαῖα: επίρρ. είτε (από το ἀν- στερητικό και *ὄπτομαι), πέταξε μακριά αόρατη· είτε = ἄνω, ψηλά στον αέρα· ή ἀν' ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπήν), πάνω μέσω της τρύπας της στέγης, σε Ομήρ. Οδ.· άλλοι γράφουν ἀνόπαια, , είδος αετού.

Middle Liddell

either from ἀν-priv., * ὄπτομαι she flew away unseen; or = ἄνω, up into the air; or ἀν' ὀπαῖα ( = ἀνὰ ὀπήν) up by the smoke-vent, Od.:—others write ἀνόπαια, ἡ, a kind of eagle.

German (Pape)

Adv., s. ἀνόπαια.