στεῖρος: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(T22) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=steiros | |Transliteration C=steiros | ||
|Beta Code=stei=ros | |Beta Code=stei=ros | ||
|Definition= | |Definition=στεῖρον [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''711, [[barren]], of females, <b class="b3">ἣ στεῖρος</b> ([[varia lectio|v.l.]] for [[στερρὸς]] (B)) οὖσα μόσχος E. [[l.c.]]; εὐνούχους στείρους Man.1.125. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] ([[στεῤῥός]], eigtl. starr, steif, vgl. [[στέριφος]]), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] ([[στεῤῥός]], eigtl. starr, steif, vgl. [[στέριφος]]), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Tieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ, ἡ)<br /><i>adj. f. c.</i> [[στεῖρα]];<br /><i>adj. m.</i> eunuque.<br />'''Étymologie:''' p. *στέρjος, cf. <i>lat.</i> [[sterilis]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στεῖρος, -α, -ον onvruchtbaar, steriel:. ἦν ἡ Ἐλισάβετ στεῖρα Elizabeth was onvruchtbaar NT Luc. 1.7. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεῖρος:''' [[яловый]], [[бесплодный]] (ἡ [[μόσχος]] Eur.; [[δένδρον]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεῖρος''': ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ [[στέριφος]] ΙΙ, [[στεῖρος]], [[ἄγονος]], Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ [[στεῖρος]] οὖσα [[μόσχος]] Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. [[στεῖρα]], ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453. | |lstext='''στεῖρος''': ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ [[στέριφος]] ΙΙ, [[στεῖρος]], [[ἄγονος]], Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ [[στεῖρος]] οὖσα [[μόσχος]] Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. [[στεῖρα]], ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[στεῖρα]], στειρον (equivalent to [[στερρός]], [[στερεός]] [[which]] [[see]]; [[whence]] German starr, Latin sterilis), [[hard]], [[stiff]]; of men and animals, [[barren]]: of a [[woman]] [[who]] does [[not]] [[conceive]], [[Homer]], Theocritus, the Orphica, Anthol.; the Sept. for עָקָר עֲקָרָה.) | |txtha=[[στεῖρα]], στειρον (equivalent to [[στερρός]], [[στερεός]] [[which]] [[see]]; [[whence]] German starr, Latin sterilis), [[hard]], [[stiff]]; of men and animals, [[barren]]: of a [[woman]] [[who]] does [[not]] [[conceive]], [[Homer]], Theocritus, the Orphica, Anthol.; the Sept. for עָקָר עֲקָרָה.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / στεῖρος, -α, -ον, ΝΜΑ, και [[στερρός]], -όν, Α<br />αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει [[ικανότητα]] για [[αναπαραγωγή]], [[στέρφος]] (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν.<br />β. «καὶ ἦν Σάρα στεῖρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σκέψη]], τον νου, την [[ψυχή]]) [[άγονος]], [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[ατελέσφορος]] («[[στείρα]] [[αντιπαράθεση]]»)<br /><b>2.</b> μη [[παραγωγικός]], [[άκαρπος]] («στείρο [[έδαφος]]»)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που δεν περιέχει μικροβιακά [[σπόρια]] ή τοξικά προϊόντα μικροβιακής ή μυκητιακής προέλευσης<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[στείρα]]<br />[[ονομασία]] του ψαριού [[πολυπρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[στεῖρος]] σχηματίστηκε μτγν. υποχωρητικά από το θηλ. [[στεῖρα]] «[[γυναίκα]] που δεν έχει αποκτήσει [[ακόμα]] [[παιδιά]], [[παρθένα]]» και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του άγονου, [[αυτού]] που δεν μπορεί να τεκτοποιήσει]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στεῖρος:''' -ον, = [[στερρός]] II, [[στείρος]], αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, [[άγονος]], [[στέρφος]], Λατ. [[sterilis]], σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στεῖρος]], ον, = [[στερρός]] II]<br />[[barren]], Lat. [[sterilis]], Eur. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἄγονος]], [[ἀνίκανος]] νά γεννᾶ). Σχετίζεται μέ τό στέρεος. Θέμα στερ + jος = [[στεῖρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:33, 19 October 2024
English (LSJ)
στεῖρον E.Andr.711, barren, of females, ἣ στεῖρος (v.l. for στερρὸς (B)) οὖσα μόσχος E. l.c.; εὐνούχους στείρους Man.1.125.
German (Pape)
[Seite 933] (στεῤῥός, eigtl. starr, steif, vgl. στέριφος), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Tieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
adj. f. c. στεῖρα;
adj. m. eunuque.
Étymologie: p. *στέρjος, cf. lat. sterilis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεῖρος, -α, -ον onvruchtbaar, steriel:. ἦν ἡ Ἐλισάβετ στεῖρα Elizabeth was onvruchtbaar NT Luc. 1.7.
Russian (Dvoretsky)
στεῖρος: яловый, бесплодный (ἡ μόσχος Eur.; δένδρον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στεῖρος: ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ στέριφος ΙΙ, στεῖρος, ἄγονος, Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ στεῖρος οὖσα μόσχος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. στεῖρα, ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453.
English (Thayer)
στεῖρα, στειρον (equivalent to στερρός, στερεός which see; whence German starr, Latin sterilis), hard, stiff; of men and animals, barren: of a woman who does not conceive, Homer, Theocritus, the Orphica, Anthol.; the Sept. for עָקָר עֲקָרָה.)
Greek Monolingual
-α, -ο / στεῖρος, -α, -ον, ΝΜΑ, και στερρός, -όν, Α
αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν.
β. «καὶ ἦν Σάρα στεῖρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ)
νεοελλ.
1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή) άγονος, χωρίς αποτέλεσμα, ατελέσφορος («στείρα αντιπαράθεση»)
2. μη παραγωγικός, άκαρπος («στείρο έδαφος»)
3. καθετί που δεν περιέχει μικροβιακά σπόρια ή τοξικά προϊόντα μικροβιακής ή μυκητιακής προέλευσης
4. το θηλ. ως ουσ. η στείρα
ονομασία του ψαριού πολυπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στεῖρος σχηματίστηκε μτγν. υποχωρητικά από το θηλ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, παρθένα» και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του άγονου, αυτού που δεν μπορεί να τεκτοποιήσει].
Greek Monotonic
στεῖρος: -ον, = στερρός II, στείρος, αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, άγονος, στέρφος, Λατ. sterilis, σε Ευρ.
Middle Liddell
στεῖρος, ον, = στερρός II]
barren, Lat. sterilis, Eur.
Mantoulidis Etymological
(=ἄγονος, ἀνίκανος νά γεννᾶ). Σχετίζεται μέ τό στέρεος. Θέμα στερ + jος = στεῖρος.