ἀρτίστομος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτίστομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει σε καλό [[ιδίωμα]], με [[ακρίβεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλό [[στόμα]] ή [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> (για βέλη) ομοιόμορφα [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιολόστομος]], [[αμφίστομος]])]. | |mltxt=[[ἀρτίστομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει σε καλό [[ιδίωμα]], με [[ακρίβεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλό [[στόμα]] ή [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> (για βέλη) ομοιόμορφα [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιολόστομος]], [[αμφίστομος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρτίστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που μιλά σε καλό [[ιδίωμα]] ή με [[ακρίβεια]], με [[σαφήνεια]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A speaking in good idiom, or with precision, Plu.Cor.38, Suid. Adv. -μως Poll.6.150. II with a good mouth or opening, κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6. III ἀ. βέλεα evenly tipped, i. e. not sharp or jagged (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.VC11; so ἀ. ξὸΐς plain chisel (not toothed), IG7.3073.148 (Lebad.).
German (Pape)
[Seite 362] 1) deutlich, fertig redend, Plut. Coriol. 38. – 2) mit guter Mündung, κόλπος Strab. 5, 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίστομος: -ον, ὁμιλῶν εἰς καλὸν ἰδίωμα ἢ μετὰ σαφηνείας ἤτοι ὀρθῶς, ἀκριβῶς, Πλουτ. Κορ. 38· «σαφὴς καὶ ὁ ἡδὺ φθεγγόμενος· οὕτω Διονύσιος» Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -μως Πολυδ. Ϛ΄, 150. ΙΙ. ὁ ἔχων καλὸν στόμιον, εἴσοδον, κόλπος ἀγχιβαθὴς καὶ ἀρτίστομος Στράβ. 244· ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ ἀμφίστομος. ΙΙΙ. ἐν Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 903, ἐπὶ βελῶν λεγόμενον φαίνεται νὰ σημαίνῃ βέλος ἄνευ ὀξείας αἰχμῆς, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀμβλείας, τῶν βελέων ῥήγνυσι μάλιστα τὸ ὀστέον... τὰ στρογγύλα τε καὶ τὰ περιφερέα καὶ ἀρτίστομα (κατὰ τὸν Γαληνὸν ἀρτίστομα πανταχόθεν ὁμαλά), Γλωσσ. Γαλην. 442.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prononce bien, qui articule nettement.
Étymologie: ἄρτι, στόμα.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. de recta pronunciación, a quien no se le traba la lengua Plu.Cor.38, Ael.Fr.315, cf. Dionysius (?) en Sud.
2 náut. de buena boca o entrada λιμήν Str.17.1.6, κόλπος Str.5.4.5.
3 de punta o filo limpio e.d. sin hendiduras o mellas βέλεα Hp.VC 11, cf. Gal.19.86.
II adv. -ως con correcta pronunciación Poll.6.150.
Greek Monolingual
ἀρτίστομος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια
2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα
3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)].
Greek Monotonic
ἀρτίστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλά σε καλό ιδίωμα ή με ακρίβεια, με σαφήνεια, σε Πλούτ.