κατόψιος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατόψιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορατός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ</i>' <i>ὄψιν</i>]. | |mltxt=[[κατόψιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορατός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ</i>' <i>ὄψιν</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατόψιος:''' -ον ([[ὄψις]]), [[ορατός]], αντικρυνός, <i>τινος</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ὄψις)
A visible, A.R.2.543. II in sight of, opposite, γῆς τῆσδε E.Hipp.30.
German (Pape)
[Seite 1406] vor Augen liegend, sichtbar, Ap. Rh. 2, 543. Aber γῆς τῆσδε κατόψιον πέτραν ist = vor Augen, gegenüberliegend, Eur. Hipp. 30.
Greek (Liddell-Scott)
κατόψιος: -ον, (ὄψις) ὁρατός, πᾶσαι αἱ κέλευθοι κατόψιοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 545. ΙΙ. ἐνώπιον, ἀπέναντι, τίνος Εὐρ. Ἱππ. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a vue sur, qui est en face de, gén..
Étymologie: κατόψομαι.
Greek Monolingual
κατόψιος, -ον (Α)
1. ορατός
2. φρ. «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ' ὄψιν].