θρίαμβος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θρίαμβος]])<br /><b>1.</b> επινίκια [[γιορτή]]<br /><b>2.</b> επινίκια [[πομπή]] από Ρωμαίο στρατηγό [[μετά]] από περιφανή στρατιωτική [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> [[περιφανής]] [[νίκη]]<br /><b>4.</b> [[υπερπήδηση]] μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> [[επευφημία]], [[ζητωκραυγή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοσίευση]], [[κοινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσμα]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[σκάνδαλο]], [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στην Αρχαία η λ. [[θρίαμβος]] ήταν η [[ονομασία]] ενός άσματος [[προς]] τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως [[προσωνυμία]] του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>triumphus</i> «επινίκια και τροπαιοφόρα [[πομπή]]») με [[αποτέλεσμα]] και το ελλ. [[θρίαμβος]] από τους αλεξανδρινούς χρόνους να αρχίσει να χρησιμοποιείται με τη λατ. σημ. «[[γιορτή]] για τη [[νίκη]], [[επιτυχία]]». Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Υπάρχει, βέβαια, [[ομοιότητα]] στον σχηματισμό με τα συνώνυμα [[διθύραμβος]], [[ίαμβος]], [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θριαμβεύω]], [[θριαμβικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θριαμβοδιθύραμβος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[θρίαμβος]])<br /><b>1.</b> επινίκια [[γιορτή]]<br /><b>2.</b> επινίκια [[πομπή]] από Ρωμαίο στρατηγό [[μετά]] από περιφανή στρατιωτική [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> [[περιφανής]] [[νίκη]]<br /><b>4.</b> [[υπερπήδηση]] μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> [[επευφημία]], [[ζητωκραυγή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοσίευση]], [[κοινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσμα]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[σκάνδαλο]], [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στην Αρχαία η λ. [[θρίαμβος]] ήταν η [[ονομασία]] ενός άσματος [[προς]] τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως [[προσωνυμία]] του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>triumphus</i> «επινίκια και τροπαιοφόρα [[πομπή]]») με [[αποτέλεσμα]] και το ελλ. [[θρίαμβος]] από τους αλεξανδρινούς χρόνους να αρχίσει να χρησιμοποιείται με τη λατ. σημ. «[[γιορτή]] για τη [[νίκη]], [[επιτυχία]]». Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Υπάρχει, βέβαια, [[ομοιότητα]] στον σχηματισμό με τα συνώνυμα [[διθύραμβος]], [[ίαμβος]], [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θριαμβεύω]], [[θριαμβικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θριαμβοδιθύραμβος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρίαμβος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύμνος προς τιμήν του Βάκχου, σε Κρατίν.· επίσης, όνομα του Βάκχου, σε Πλούτ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον Ρωμαϊκό θρίαμβο, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρίαμβος Medium diacritics: θρίαμβος Low diacritics: θρίαμβος Capitals: ΘΡΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: thríambos Transliteration B: thriambos Transliteration C: thriamvos Beta Code: qri/ambos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A hymn to Dionysus, sung in festal processions to his honour, Cratin.36.    2 epith. of Dionysus, Trag.Adesp.140, D.S. 4.5, Ath.1.30b, Plu.Marc.22, Arr.An.6.28.2.    3 metaph., scandal, δεδιὼς τὸν ἐκ λόγων θ. Conon 31.1.    II = Lat. triumphus (which is borrowed fr. θ. through Etruscan), Plb.6.15.8, D.S.12.64, Mon. Anc.Gr.2.20, SIG804.9 (Cos, i A.D.), Plu.Publ.20, etc.; ὁ μέγας θ. the triumph, opp. ὁ ἐλάττων θ. ovatio, Id.Marc.22, cf. D.H.8.67; ὁ πεζὸς θ.,= ovatio, Id.9.36. (For the termination perh. cf. ἴαμβος, διθύραμβος, but the origin of θρι- is unknown.)

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ, 1) ursprünglich Beiname des Dionysus, D. Sic. 4, 5 Plut. Marcell, 22 Ath. I, 30 b, bei Suid. aus θηρίαμβος erkl., διότι ἐπὶ θηρῶν, τουτέστιν ἐπὶ λεόντων βέβηκε; nach Andern von θρῖον abzuleiten, weil die Knaben bei den Festaufzügen des Dionysus Feigenblätter hielten; gewiß mit διθύραμβος verwandt; – Festlied u. Festzug zu Ehren des Bacchus, vgl. Cratin. bei Suid. v. ἀναρύτειν. – 2) bei den röm. Historikern = Triumph; θρίαμβον ἄγειν, einen Tr. halten, Plut. Popl. 23, εἰσάγειν, Marcell. 92, κατάγειν, Caes. 55, ἐκ πολέμων κατάγειν, Fab. M. 24; διὰ θριάμβων εἰσελαύνειν Cic. 22; κατά τινος, über Jem., Ant.84.

Greek (Liddell-Scott)

θρίαμβος: ὁ, ὕμνος εἰς τὸν Βάκχον, ᾀδόμενος ἐν ἑορταστικαῖς πομπαῖς εἰς τιμὴν αὐτοῦ, Κρατῖν. «Διδύμ.» 1. 2) ὡς ὄνομα τοῦ Βάκχου, Διόδ. 4. 5, Ἀθήν. 30Β, Πλούτ. ἐν Μαρκέλλ. 22, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 28 ἴδε τὸ προηγ. ΙΙ. ἐν χρήσει πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ triumphus, ὅπερ φαίνεται νὰ εἶναι γλωσσικῶς συγγενές, Πολύβ. 6. 15, 8, Μνημ. Ἀγκύρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 11. 18, Πλούτ. Ποπλικ. 20, κτλ.· ὁ μέγας θρ., ἀντίθετον τῷ ὁ ἐλάττων θρ., ovatio, Διον. Ἁλ. 8. 67, Πλούτ. Μαρκ. 22. (Ὁ τύπος τῆς λέξεως μᾶς ὑπομιμνήσκει τὸ ἴαμβος (ἰάπτω), ἴδε ἐν λ.· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς πρώτης συλλ. εἶναι ἄγνωστος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 hymne chanté aux fêtes de Bacchus ; surn. de Bacchus;
2 chez les Romains, cérémonie du triomphe ; ὁ μέγας θρίαμβος PLUT le grand triomphe, p. opp. àἐλάττων θρίαμβος le petit triomphe, lat. ovatio.
Étymologie: cf. θόρυβος ; sel. d’autres, apparenté à διθύραμβος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θρίαμβος)
1. επινίκια γιορτή
2. επινίκια πομπή από Ρωμαίο στρατηγό μετά από περιφανή στρατιωτική επιτυχία
3. περιφανής νίκη
4. υπερπήδηση μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων
νεοελλ.
1. μεγάλη επιτυχία
2. επευφημία, ζητωκραυγή
μσν.
δημοσίευση, κοινοποίηση
αρχ.
1. άσμα προς τιμήν του Διονύσου
2. σκάνδαλο, διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία η λ. θρίαμβος ήταν η ονομασία ενός άσματος προς τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως προσωνυμία του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. (πρβλ. triumphus «επινίκια και τροπαιοφόρα πομπή») με αποτέλεσμα και το ελλ. θρίαμβος από τους αλεξανδρινούς χρόνους να αρχίσει να χρησιμοποιείται με τη λατ. σημ. «γιορτή για τη νίκη, επιτυχία». Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. Υπάρχει, βέβαια, ομοιότητα στον σχηματισμό με τα συνώνυμα διθύραμβος, ίαμβος, πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θριαμβεύω, θριαμβικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. θριαμβοδιθύραμβος.

Greek Monotonic

θρίαμβος: ὁ,
I. ύμνος προς τιμήν του Βάκχου, σε Κρατίν.· επίσης, όνομα του Βάκχου, σε Πλούτ., κ.λπ.
II. χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον Ρωμαϊκό θρίαμβο, στον ίδ. (άγν. προέλ.).