νῆστις: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(27) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆστις]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νήστιδα]].———————— <b>(II)</b><br />ο, η (Α [[νῆστις]], γεν. -ιος και -ιδος)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν τρώει, [[νηστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[νηστεία]] («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (με σκωπτική σημ.) [[είδος]] λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] το [[στομάχι]] του ήταν [[πάντοτε]] άδειο (α. «διὰ τί [[νῆστις]] [[μόνος]] τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῑται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἆρ' [[ἔνδον]] ἀνδρῶν κεστρέων [[ἀποικία]]; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι της νηστείας<br />β) «[[νῆστις]] [[νόσος]]» ή «[[νῆστις]] [[λιμός]]» — ο [[λιμός]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. ([[νῆστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>-<i>εδ</i>-<i>τις</i>) με α' συνθετικό το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>εδ</i>- του ρ. <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]» με συριστικοποίηση ([[τροπή]] σε -<i>σ</i>-) του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὠμ</i>-<i>ηστής</i>, [[ἐσθίω]]). Σχετικά με την κατάλ. -<i>τι</i>-<i>ς</i> έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[νῆστις]] [[είναι]] ουσιαστικοποιημένος τ. του γ' εν. προσώπου <i>νῆστι</i> «δεν τρώει» (<span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔδμι</i> «[[τρώω]]»). Κατ' άλλους, το [[επίθημα]] της λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών <i>μάρπ</i>-<i>τις</i>, <i>μάν</i>-<i>τις</i> [[εξίσου]] αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, [[τέλος]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο <i>ἔδτις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]»), όν. δηλωτικό του δράστη ενέργειας του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[νήστης]] [Ι])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆστις]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νήστιδα]].———————— <b>(II)</b><br />ο, η (Α [[νῆστις]], γεν. -ιος και -ιδος)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν τρώει, [[νηστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[νηστεία]] («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (με σκωπτική σημ.) [[είδος]] λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] το [[στομάχι]] του ήταν [[πάντοτε]] άδειο (α. «διὰ τί [[νῆστις]] [[μόνος]] τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῑται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἆρ' [[ἔνδον]] ἀνδρῶν κεστρέων [[ἀποικία]]; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι της νηστείας<br />β) «[[νῆστις]] [[νόσος]]» ή «[[νῆστις]] [[λιμός]]» — ο [[λιμός]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. ([[νῆστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>-<i>εδ</i>-<i>τις</i>) με α' συνθετικό το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>εδ</i>- του ρ. <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]» με συριστικοποίηση ([[τροπή]] σε -<i>σ</i>-) του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὠμ</i>-<i>ηστής</i>, [[ἐσθίω]]). Σχετικά με την κατάλ. -<i>τι</i>-<i>ς</i> έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[νῆστις]] [[είναι]] ουσιαστικοποιημένος τ. του γ' εν. προσώπου <i>νῆστι</i> «δεν τρώει» (<span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔδμι</i> «[[τρώω]]»). Κατ' άλλους, το [[επίθημα]] της λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών <i>μάρπ</i>-<i>τις</i>, <i>μάν</i>-<i>τις</i> [[εξίσου]] αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, [[τέλος]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο <i>ἔδτις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]»), όν. δηλωτικό του δράστη ενέργειας του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[νήστης]] [Ι])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νῆστις:''' -ιος, ὁ και ἡ (νη-, [[ἐσθίω]]), γεν. <i>-ιος</i> ή <i>-ιδος</i>, πληθ. <i>νήστιες</i> ή <i>νήστεις</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το [[φαγητό]]· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., [[νῆστις]] βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν</i>, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νῆστις]] [[νόσος]], [[λιμός]], φοβερή [[πείνα]], [[λιμός]], στον ίδ.· <i>νήστισιν αἰκίαις</i>, με πόνους από την [[πείνα]], σε Αισχύλ.· <i>νήστιδες δύαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[πείνα]], που οδηγεί στη [[λιμοκτονία]]· <i>πνοαὶ νήστιδες</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 30 December 2018
English (LSJ)
gen. ιος or ιδος, ὁ and ἡ (v. infr.); also dat.
A νήστει Hp. Acut.60: pl. νήστεις Antiph.138, D.H.Rh.9.16: (νη-, ἔδω):—not eating, fasting, of persons, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Il.19.207; νήστιες ἄχρι . . κνέφαος Od.18.370, cf. Diocl.Fr.43, Ev.Matt.15.32, etc.; νήστισιν ἐπιθέντες οἱ πολέμιοι Onos.12.1: c. gen., νῆστις βορᾶς E.IT973: metaph., νῆστιν ἀνὰ . . ψάμμαν over the hungry sand, A.Pr.573 (lyr.). 2 with an abstract Subst., freq. in A., νῆστιν νόσον famine, Ag. 1016 (lyr.); ν. λιμός Ch.250; νήστισιν αἰκίαις the pains of hunger, Pr.599 (lyr.); νήστιδες δύαι Ag.1621; also νῆστις ὀσμή the bad breath of one fasting, Phryn.PSp.91 B. 3 Act., causing hunger, starving, πνοαὶ νήστιδες A.Ag.193 (lyr.). II as Subst., νῆστις, ἡ, acc. νῆστιν Ar.Fr.318.3, 506.4, Eub.110. 1 the intestinum jejunum, from its always being found empty, Hp.Carn. 19, Ar.Fr.506.4, Eub.63.5 (anap.), cf. Arist.PA675b33. 2 ν. κεστρεύς, fish so called because its stomach was always found empty, Ar.Fr.156, etc.: hence in Com., of 'empty bellies', ἐγὼ δὲ κεστρεὺς νῆστις οἴκαδ' ἀποτρέχω Alex.256, etc., cf. Ath.7.307d. 3 Νῆστις, ἡ, = ὕδωρ, Emp.6.3, cf. Alex.322.
German (Pape)
[Seite 254] ιος u. ιδος (νη – ἐσθίω), nicht essend, fastend, u. nicht gegessen habend, nüchtern; Il. 19, 207; νήστιες, Od. 18, 370; νῆστιν, Aesch. Prom. 573; νῆστις βορᾶς, Eur. I. T. 973; Theopomp. bei Ath. VII, 308 a, wo der κεστρεύς νῆστις heißt u. der Grund dieses Namens angegeben wird; auch akt., Hunger erregend, πνοαὶ νήστιδες, Ag. 186, πόνος, 322, νῆστιν ὤλεσεν νόσον, 989, αἱ νή. στιδες δύαι, 1604, λιμός, Ch. 248. Es findet sich auch der gen. νήστεως u. plur. νήστεις, vgl. Lob. zu Phryn. 326. – Ἡ νῆστις ist auch der Leerdarm, intestinum jejunum, weil er immer leer gefunden wird. – Empedocl. bei Arist. de anim. 1, 5 nannte so das Element des Wassers u. der Luft. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
νῆστις: ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· ὡσαύτως δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες ἄχρι... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· ὡσαύτως μετὰ γεν., νῆστις βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. συχνάκις μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· πόνος ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι αὐτόθι 1622· ὡσαύτως, νῆστις ὀσμή, ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. νηστεύω), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. νῆστις, ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. νῆστις Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν ἔντερον, intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις θεότης παριστάνουσα τὸ στοιχεῖον τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, διότι ὁ στόμαχος αὐτοῦ εὑρίσκεται ἀείποτε κενός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - ἐντεῦθεν καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
French (Bailly abrégé)
ιος ou ιδος (ὁ, ἡ)
1 qui est à jeun ou qui jeûne;
2 qui excite la faim.
Étymologie: νη-, ἔδω.
English (Autenrieth)
ιος (νη-, ἔδω): not eating, without food, fasting.
English (Strong)
from the inseparable negative particle ne- (not) and ἐσθίω; not eating, i.e. abstinent from food (religiously): fasting.
English (Thayer)
accusative plural νήστεις and (so Tdf. (cf. Proleg., p. 1183) νῆστις (see Lob. ad Phryn., p. 326; Fritzsche, Commentary on Mark , p. 796f; cf. (WH s Appendix, p. 157b); Buttmann, 26 (23)), ὁ, ἡ (from νή and ἐσθίω, see νήπιος), fasting, not having eaten: Homer, Aeschylus, Hippocrates (430 B.C.>), Aristophanes, others.)
Greek Monolingual
(I)
νῆστις, ἡ (Α)
βλ. νήστιδα.———————— (II)
ο, η (Α νῆστις, γεν. -ιος και -ιδος)
(για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (με σκωπτική σημ.) είδος λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε έτσι επειδή το στομάχι του ήταν πάντοτε άδειο (α. «διὰ τί νῆστις μόνος τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῑται», Αριστοφ.
β. «ἆρ' ἔνδον ἀνδρῶν κεστρέων ἀποικία; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», Αριστοφ.)
3. φρ. α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι της νηστείας
β) «νῆστις νόσος» ή «νῆστις λιμός» — ο λιμός (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (νῆστις < νη-εδ-τις) με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νη- και β' συνθετικό το θ. εδ- του ρ. ἔδω «τρώω» με συριστικοποίηση (τροπή σε -σ-) του -δ- προ του -τ- (πρβλ. ὠμ-ηστής, ἐσθίω). Σχετικά με την κατάλ. -τι-ς έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία άποψη, ο τ. νῆστις είναι ουσιαστικοποιημένος τ. του γ' εν. προσώπου νῆστι «δεν τρώει» (< στερ. πρόθημα νη- + ἔδμι «τρώω»). Κατ' άλλους, το επίθημα της λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών μάρπ-τις, μάν-τις εξίσου αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, τέλος, θεωρείται η άποψη ότι το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο ἔδτις (< ἔδω «τρώω»), όν. δηλωτικό του δράστη ενέργειας του ρ. (πρβλ. νήστης [Ι])].
Greek Monotonic
νῆστις: -ιος, ὁ και ἡ (νη-, ἐσθίω), γεν. -ιος ή -ιδος, πληθ. νήστιες ή νήστεις·
1. αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το φαγητό· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., νῆστις βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.
2. νῆστις νόσος, λιμός, φοβερή πείνα, λιμός, στον ίδ.· νήστισιν αἰκίαις, με πόνους από την πείνα, σε Αισχύλ.· νήστιδες δύαι, στον ίδ.
3. Ενεργ., αυτός που προκαλεί πείνα, που οδηγεί στη λιμοκτονία· πνοαὶ νήστιδες, στον ίδ.