νέω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(27)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[πλέω]], [[κολυμπώ]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[υπόδημα]]) [[είμαι]] δυσανάλογα [[μεγάλος]] («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>νέω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νέfω</i> συνδέεται με το ρ. [[νήχω]], [[αλλά]] εμφανίζει [[θέμα]] με -<i>ε</i>-, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πλέω]] / <i>ἔπλευσα</i>. Μερικοί συνέδεσαν το ρ. <i>νέω</i> με τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>νοά</i><br /> [[πηγή]]», με το όνομα ενός ποταμού της Αρκαδίας και της Μικράς Ασίας <i>Νοῡς</i> και με έναν παθ. αόρ. «[[ἔννυθεν]]<br /> <i>ἐκέχυντο</i>». Στην [[περίπτωση]] αυτή, όμως, το ρ. <i>νέω</i> θα συνδεόταν ετυμολογικά με το ρ. <i>νάω</i> «ρέω», [[υπόθεση]] που δεν φαίνεται πειστική, μια και η [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>sn</i><i>ā</i>- «ρέω, [[υγρασία]]» θα παρουσίαζε δύο διαφορετικές αρχικές σημασίες: α) «[[κολυμπώ]]» και β) «ρέω, [[γλιστρώ]]». Η [[σύνδεση]], εξάλλου, και των τ. [[νῆσος]] και [[νότος]] με το ρ. <i>νέω</i> θεωρείται αμφίβολη].———————— <b>(II)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[γνέθω]], [[κλώθω]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για τις Μοίρες) [[ορίζω]], [[μοιραίνω]] («ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε γιγνομένῳ νήσαντο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>νέω</i> ανάγεται σε Ι.Ε. [[ρίζα]] με μακρό φων. <i>sn</i><i>ē</i>- «[[συναρμόζω]] νήματα, [[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> και [[νεῦρον]]) και συνδέεται με: κελτ. <i>sn</i><i>ī</i><i>id</i> «[[στρέφω]] το [[νήμα]], [[γνέθω]]», αρχ. ινδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>yati</i> «[[περιτυλίγω]]», λατ. <i>nĕo</i> «[[κλώθω]]» και <i>n</i><i>ē</i><i>men</i> / <i>n</i><i>ē</i><i>ma</i> «[[νήμα]]» (<b>πρβλ.</b> [[νήμα]]). Επίσης το ρ. συνδέεται και με τ. που εμφανίζουν -<i>ō</i>-, δηλ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>sn</i><i>ō</i><i>d</i> «[[ταινία]], [[διάδημα]]»). Οι ελλ. όμως τ. που εμφανίζουν -<i>ω</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νῶσι</i>, <i>νῶντα</i>) θεωρούνται προϊόντα συναίρεσης από αμάρτυρους τ. με -<i>η</i>-: <i>νήουσι</i>, <i>νήοντα</i>. Στην [[κλίση]] του <i>νέω</i>, [[τέλος]], παρατηρείται εμφανώς η [[επίδραση]] της συζυγίας των σε -<i>ήω</i> ρημάτων (<b>πρβλ.</b> <i>ζήω</i>, <i>ζῆν</i>, <i>ζῇ</i>), ενώ οι τ. με -<i>ει</i>-, <i>νεῖ</i>, <i>νεῖν</i> θεωρούνται δευτερογενείς και μεταγενέστεροι (<b>βλ.</b> και λ. [[νήθω]])].———————— <b>(III)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[μαζεύω]], [[συσσωρεύω]], [[επισωρεύω]] («νήσαντες ξύλα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>νενημένος</i> και <i>νενησμένος</i><br /> ο υπερβολικά [[γεμάτος]], ο παραγεμισμένος («ἀμφορῆς νενησμένοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> (το παθ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νησόμεθα<br /> κορεσθησόμεθα».<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νηέω]].———————— <b>(IV)</b><br /> νέω (Α)<br /> (δωρ.τ.) <b>φρ.</b> «ἐς νέω» (= <i>εἰς [[νέωτα]])<br /> τον επόμενο χρόνο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νέωτα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[πλέω]], [[κολυμπώ]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[υπόδημα]]) [[είμαι]] δυσανάλογα [[μεγάλος]] («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>νέω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νέfω</i> συνδέεται με το ρ. [[νήχω]], [[αλλά]] εμφανίζει [[θέμα]] με -<i>ε</i>-, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πλέω]] / <i>ἔπλευσα</i>. Μερικοί συνέδεσαν το ρ. <i>νέω</i> με τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>νοά</i><br /> [[πηγή]]», με το όνομα ενός ποταμού της Αρκαδίας και της Μικράς Ασίας <i>Νοῡς</i> και με έναν παθ. αόρ. «[[ἔννυθεν]]<br /> <i>ἐκέχυντο</i>». Στην [[περίπτωση]] αυτή, όμως, το ρ. <i>νέω</i> θα συνδεόταν ετυμολογικά με το ρ. <i>νάω</i> «ρέω», [[υπόθεση]] που δεν φαίνεται πειστική, μια και η [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>sn</i><i>ā</i>- «ρέω, [[υγρασία]]» θα παρουσίαζε δύο διαφορετικές αρχικές σημασίες: α) «[[κολυμπώ]]» και β) «ρέω, [[γλιστρώ]]». Η [[σύνδεση]], εξάλλου, και των τ. [[νῆσος]] και [[νότος]] με το ρ. <i>νέω</i> θεωρείται αμφίβολη].———————— <b>(II)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[γνέθω]], [[κλώθω]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για τις Μοίρες) [[ορίζω]], [[μοιραίνω]] («ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε γιγνομένῳ νήσαντο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>νέω</i> ανάγεται σε Ι.Ε. [[ρίζα]] με μακρό φων. <i>sn</i><i>ē</i>- «[[συναρμόζω]] νήματα, [[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> και [[νεῦρον]]) και συνδέεται με: κελτ. <i>sn</i><i>ī</i><i>id</i> «[[στρέφω]] το [[νήμα]], [[γνέθω]]», αρχ. ινδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>yati</i> «[[περιτυλίγω]]», λατ. <i>nĕo</i> «[[κλώθω]]» και <i>n</i><i>ē</i><i>men</i> / <i>n</i><i>ē</i><i>ma</i> «[[νήμα]]» (<b>πρβλ.</b> [[νήμα]]). Επίσης το ρ. συνδέεται και με τ. που εμφανίζουν -<i>ō</i>-, δηλ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>sn</i><i>ō</i><i>d</i> «[[ταινία]], [[διάδημα]]»). Οι ελλ. όμως τ. που εμφανίζουν -<i>ω</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νῶσι</i>, <i>νῶντα</i>) θεωρούνται προϊόντα συναίρεσης από αμάρτυρους τ. με -<i>η</i>-: <i>νήουσι</i>, <i>νήοντα</i>. Στην [[κλίση]] του <i>νέω</i>, [[τέλος]], παρατηρείται εμφανώς η [[επίδραση]] της συζυγίας των σε -<i>ήω</i> ρημάτων (<b>πρβλ.</b> <i>ζήω</i>, <i>ζῆν</i>, <i>ζῇ</i>), ενώ οι τ. με -<i>ει</i>-, <i>νεῖ</i>, <i>νεῖν</i> θεωρούνται δευτερογενείς και μεταγενέστεροι (<b>βλ.</b> και λ. [[νήθω]])].———————— <b>(III)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[μαζεύω]], [[συσσωρεύω]], [[επισωρεύω]] («νήσαντες ξύλα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>νενημένος</i> και <i>νενησμένος</i><br /> ο υπερβολικά [[γεμάτος]], ο παραγεμισμένος («ἀμφορῆς νενησμένοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> (το παθ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νησόμεθα<br /> κορεσθησόμεθα».<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νηέω]].———————— <b>(IV)</b><br /> νέω (Α)<br /> (δωρ.τ.) <b>φρ.</b> «ἐς νέω» (= <i>εἰς [[νέωτα]])<br /> τον επόμενο χρόνο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νέωτα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νέω:''' (Α), [[πηγαίνω]], βλ. [[νέομαι]].<br /><b class="num">• [[νέω]]:</b> (Β), παρατ. <i>ἔνεον</i>, Επικ. [[ἔννεον]]· μέλ. [[νευσοῦμαι]]· αόρ. αʹ [[ἔνευσα]]· παρακ. <i>νένευκα</i>· [[κολυμπώ]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για παπούτσια δυσανάλογα [[μεγάλα]]· <i>ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν</i>, έπλεα μέσα στα παπούτσια μου, σαν να ήταν βάρκες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">• [[νέω]]:</b> (Γ), μέλ. <i>νήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔνησα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐνήθην</i>, παρακ. [[νένησμαι]]· [[κλώθω]], [[γνέθω]]· λέγεται για [[αράχνη]], [[νεῖ]] νήματα, σε Ησίοδ. — Μέσ., [[ἅσσα]] οἱ [[νήσαντο]], κλωστές με τις οποίες τον τύλιξαν (οι Μοίρες), σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>τὰ νηθέντα</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">• [[νέω]]:</b> (Δ), μέλ. <i>νήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔνησα]] — Παθ., παρακ. [[νένησμαι]] ή <i>-ημαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. [[νενέαται]]· [[σωρεύω]], [[στοιβάζω]], [[επισωρεύω]]· <i>πυρὰν νῆσαι</i>, [[σωρεύω]] ξύλα για νεκρική [[πυρά]], σε Ηρόδ.· <i>νήσαντες ξύλα</i>, σε Ευρ. — Παθ., <i>ἀμφορῆς νενησμένοι</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἄρτοι νενημένοι</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέω Medium diacritics: νέω Low diacritics: νέω Capitals: ΝΕΩ
Transliteration A: néō Transliteration B: neō Transliteration C: neo Beta Code: ne/w

English (LSJ)

(A),

   A νεῖ Pl.R.453d, νέομεν Pi.Fr.218 codd. Ath.; inf. νεῖν Epich.53, Th.7.30; part. νέων Od.5.344, Pl.R.529c: impf. ἔνεον Ar.Eq.321; Ep. ἔννεον Il.21.11; poet. νέον Alc.143: fut. νεύσομαι Hsch., νευσοῦμαι v.l. in X.An.4.3.12: aor. ἔνευσα (δι-) Pl.Prm.137a, (ἐξ-) E.Hipp.470, Th.2.90: pf. νένευκα (δια-) Pl.R.441c:—swim, χείρεσσι νέων Od.5.344; ἷξε νέων ib.442; νέειν οὐκ ἐπιστάμενοι Hdt. 8.89, cf. 6.44; οὔτε ἐπιστ. νεῖν Th.7.30; νεῖν οὐκ ἴσαντι Epich. l.c.    2 metaph., of shoes that are too large, ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν was floating in my shoes, as if they were boats, Ar.Eq.321; νεῖν ἐξ ὑπτίας, v. ὕπτιος 11. fin. (Prob. cogn. with νάω, Lat. nare.)
νέω (B), fut. νήσω: aor. 1 ἔνησα:—Pass., aor. ἐνήθην: pf. νένησμαι (ἐπι-) Ps.-Luc.Philopatr.14:—

   A spin, Hom. only aor. Med., ἅσσα οἱ κατὰ Κλῶθες νήσαντο the happenings which they spun out to him, Od. 7.198; of a spider, νῇ νήματα Hes.Op.777; στήμονα μακρὸν ἔνησα Batr.183; πέπλους τε νῆσαι S.Fr.439; στήμονα νήσω Ar.Lys.519; νῶσαι μαλθακωτάτην κρόκην Eup.319; τὰ νηθέντα Pl.Plt.282e: 3pl. νῶσι occurs in Ael.NA7.12 (as if from νάω), cf. Poll.7.32, 10.125, EM344.1; and Hsch. cites νῶντα· νήθοντα; in Eup.l.c. Meineke restores νῆσαι for νῶσαι. (Cf. Lat. neo 'spin', OHG. nāan 'sew', etc.)
νέω (C), fut.

   A νήσω Suid.: aor. ἔνησα (v. infr.):—Med., fut. (in pass. sense) νήσομαι Hsch. (v. infr.): aor. ἐνησάμην Polyaen.8.65:— Pass., aor. ἐνήσθην Arr.An.7.3.2, Porph.Abst.2.54, also ἐνήθην (ἐπ-) prob. in Hdn.4.2.10: pf. νένημαι IG22.1522.23 (iv B.C.), X. (v. infr.), perh. also νένησμαι (v. infr.); Ion. 3pl. νενέαται (συν-) Hdt.2.135; 3sg. plpf. ἐνένηστο Ael.VH5.6: pres. only in compds. ἐπι-, περινέω (qq.v.):—heap, pile up, πυρὴν νῆσαι pile a funeral pyre, Hdt. 1.50, cf. Ar.Lys.269, Th.2.52, Porph. l.c. (Pass.); νήσαντες ξύλα E. HF243; ἀμφορῆς νενησμένοι Ar.Nu.1203; ἄρτοι νενημένοι X.An.5.4.27; νῶντος, glossed σωρεύοντος, Phot.    II in Pass., to be stuffed, c. gen., νενημένην χοῖρον πολλῆς φορίνης Herod.4.15; cf. νησόμεθα· κορεσθησόμεθα, Hsch. (Contr. from νηέω, q.v.)
(D), Dor. Adv., in the phrase ἐς νέω,

   A = εἰς νέωτα, next year, Riv.Fil.56.266 (Cyrene, dub.), v.l. in Theoc.15.143 (cf. Riv.Fil.56.413); εἰς νέων dub. in BGU958c13 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 249] νήσω, anhäufen, auf einen Haufen zusammentragen, VLL. erkl. σωρεύω (vgl. νηέω u. νηνέω); so πυρὴν νῆσαι, Her. 1, 50, einen Scheiterhaufen aufschichten; θησαυροὺς ἄρτων νενημένων, Xen. An. 5, 4, 27; Sp. Bei Ar. Nubb. 1185 steht ἀμφορῆς νενησμένοι, wie Luc. Peregr. 35 u. Ael. V. H. 6, 12, u. bei Eust. νησθείς. gehen, s. νέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

νέω: (Α), ὑπάγω, ἴδε νέομαι ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

1d’ord. au Moy. νέομαι, aller.
Étymologie: R. Νες aller ; cf. νόστος.
2f. νεύσομαι et νευσοῦμαι, ao. ἔνευσα;
nager.
Étymologie: R. Νυ ou Σνυ, renforcée en νευ- > νε- ; cf. lat. nare, natare.
3f. νήσω, ao. ἔνησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐνήθην;
filer;
Moy. νέομαι (3ᵉ pl. ao. épq. νήσαντο) m. sign.
Étymologie: R. Νε filer ; cf. lat. neo.

English (Autenrieth)

(1) (σνέϝω), ipf. ἔννεον: swim.
(2) (cf. neo), mid. aor. νήσαντο: spin, Od. 7.198†.

English (Slater)

νέω
   1 swim met. πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν (a description of the effects of wine) fr. 124. 7.

Greek Monolingual

(I)
νέω (Α)
1. πλέω, κολυμπώ
2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω, αλλά εμφανίζει θέμα με -ε-, πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί συνέδεσαν το ρ. νέω με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «νοά
πηγή», με το όνομα ενός ποταμού της Αρκαδίας και της Μικράς Ασίας Νοῡς και με έναν παθ. αόρ. «ἔννυθεν
ἐκέχυντο». Στην περίπτωση αυτή, όμως, το ρ. νέω θα συνδεόταν ετυμολογικά με το ρ. νάω «ρέω», υπόθεση που δεν φαίνεται πειστική, μια και η ίδια ρίζα snā- «ρέω, υγρασία» θα παρουσίαζε δύο διαφορετικές αρχικές σημασίες: α) «κολυμπώ» και β) «ρέω, γλιστρώ». Η σύνδεση, εξάλλου, και των τ. νῆσος και νότος με το ρ. νέω θεωρείται αμφίβολη].———————— (II)
νέω (Α)
1. γνέθω, κλώθω
2. μτφ. (για τις Μοίρες) ορίζω, μοιραίνω («ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε γιγνομένῳ νήσαντο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω ανάγεται σε Ι.Ε. ρίζα με μακρό φων. snē- «συναρμόζω νήματα, γνέθω» (πρβλ. και νεῦρον) και συνδέεται με: κελτ. snīid «στρέφω το νήμα, γνέθω», αρχ. ινδ. snāyati «περιτυλίγω», λατ. nĕo «κλώθω» και nēmen / nēma «νήμα» (πρβλ. νήμα). Επίσης το ρ. συνδέεται και με τ. που εμφανίζουν -ō-, δηλ. την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. αγγλοσαξ. snōd «ταινία, διάδημα»). Οι ελλ. όμως τ. που εμφανίζουν -ω- (πρβλ. νῶσι, νῶντα) θεωρούνται προϊόντα συναίρεσης από αμάρτυρους τ. με -η-: νήουσι, νήοντα. Στην κλίση του νέω, τέλος, παρατηρείται εμφανώς η επίδραση της συζυγίας των σε -ήω ρημάτων (πρβλ. ζήω, ζῆν, ζῇ), ενώ οι τ. με -ει-, νεῖ, νεῖν θεωρούνται δευτερογενείς και μεταγενέστεροι (βλ. και λ. νήθω)].———————— (III)
νέω (Α)
1. μαζεύω, συσσωρεύω, επισωρεύω («νήσαντες ξύλα», Ηρόδ.)
2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) νενημένος και νενησμένος
ο υπερβολικά γεμάτος, ο παραγεμισμένος («ἀμφορῆς νενησμένοι», Αριστοφ.)
3. (το παθ.) (κατά τον Ησύχ.) «νησόμεθα
κορεσθησόμεθα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νηέω.———————— (IV)
νέω (Α)
(δωρ.τ.) φρ. «ἐς νέω» (= εἰς νέωτα)
τον επόμενο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νέωτα.

Greek Monotonic

νέω: (Α), πηγαίνω, βλ. νέομαι.
νέω: (Β), παρατ. ἔνεον, Επικ. ἔννεον· μέλ. νευσοῦμαι· αόρ. αʹ ἔνευσα· παρακ. νένευκα· κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για παπούτσια δυσανάλογα μεγάλα· ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν, έπλεα μέσα στα παπούτσια μου, σαν να ήταν βάρκες, σε Αριστοφ.
νέω: (Γ), μέλ. νήσω, αόρ. αʹ ἔνησα — Παθ., αόρ. αʹ ἐνήθην, παρακ. νένησμαι· κλώθω, γνέθω· λέγεται για αράχνη, νεῖ νήματα, σε Ησίοδ. — Μέσ., ἅσσα οἱ νήσαντο, κλωστές με τις οποίες τον τύλιξαν (οι Μοίρες), σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ νηθέντα, σε Πλάτ.
νέω: (Δ), μέλ. νήσω, αόρ. αʹ ἔνησα — Παθ., παρακ. νένησμαι ή -ημαι, Ιων. γʹ πληθ. νενέαται· σωρεύω, στοιβάζω, επισωρεύω· πυρὰν νῆσαι, σωρεύω ξύλα για νεκρική πυρά, σε Ηρόδ.· νήσαντες ξύλα, σε Ευρ. — Παθ., ἀμφορῆς νενησμένοι, σε Αριστοφ.· ἄρτοι νενημένοι, σε Ξεν.