πεισμονή: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείσμα]], [[επιμονή]], [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πιθανότητα]] («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να πείθει [[κανείς]], η [[πειστικότητα]] («ἡ [[πεισμονή]] οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]] («ἡ ἐξ [[ἀλλήλων]] πρὸς ἀλλήλους γινομένη [[πεισμονή]]», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεῖσμα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μονή]] (<b>πρβλ.</b> [[πλῆσμα]]: [[πλησμονή]], [[φλέγμα]]: [[φλεγμονή]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείσμα]], [[επιμονή]], [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πιθανότητα]] («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να πείθει [[κανείς]], η [[πειστικότητα]] («ἡ [[πεισμονή]] οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]] («ἡ ἐξ [[ἀλλήλων]] πρὸς ἀλλήλους γινομένη [[πεισμονή]]», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεῖσμα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μονή]] (<b>πρβλ.</b> [[πλῆσμα]]: [[πλησμονή]], [[φλέγμα]]: [[φλεγμονή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεισμονή:''' ἡ, = [[πειθώ]], [[πίστη]], [[πειθώ]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισμονή Medium diacritics: πεισμονή Low diacritics: πεισμονή Capitals: ΠΕΙΣΜΟΝΗ
Transliteration A: peismonḗ Transliteration B: peismonē Transliteration C: peismoni Beta Code: peismonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A persuasion, Ep.Gal.5.7, cf. PMag.Par.2.274, PLond.5.1674.36 (vi A. D.).    2 confidence, ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη π. A.D.Synt.299.17.    II quality of a cable, pertinacity, Eust.28.24, 741.8, etc.

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, = πεῖσμα 3, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πεισμονή: ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, κατάπεισις, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ ἰδιότης καλῳδίου, ἐπιμονή, ἐμμονή, Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = πεισματικός, ἤ, ὅν, = πεισματικός, Πονημάτ. 24. 66, 25. 28.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
persuasion ; confiance.
Étymologie: πείθω.

English (Strong)

from a presumed derivative of πείθω; persuadableness, i.e. credulity: persuasion.

English (Thayer)

πεισμονης, ἡ (πείθω, which see; like πλησμονή), persuasion: in an active sense (yet cf. Lightfoot on Gal. as below) and contextually, treacherous or deceptive persuasion, Winer s Grammar, § 68,1at the end). (Found besides in Ignat. ad Romans 3,3 [ET] longer recens.; Justin Martyr, Apology 1,53at the beginning; (Irenaeus 4,33, 7); Epiphanius 30,21; Chrysostom on Apollonius Dyscolus, syntax, p. 195,10 (299,17); Eustathius on Homer, Iliad a., p. 21,46, verse 22; 99,45, verse 442; i, p. 637,5, verse 131; and Odyssey, chapter, p. 185,22, verse 285.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη
μσν.
πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.)
αρχ.
1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς», ΚΔ)
2. εμπιστοσύνη, πεποίθηση («ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη πεισμονή», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖσμα (Ι) + κατάλ. -μονή (πρβλ. πλῆσμα: πλησμονή, φλέγμα: φλεγμονή)].

Greek Monotonic

πεισμονή: ἡ, = πειθώ, πίστη, πειθώ, σε Καινή Διαθήκη