στονόεις: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(38) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[στενόεις]] -εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[κλάμα]] με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» <b>Σοφ.</b><br />β. «στονόεσσα [[πλαγά]]», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «βέλεα στονόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] στεναγμούς, [[θλιβερός]], [[θρηνώδης]] (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε [[γῆρυς]] [[ὅμαυλος]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀοιδοὺς οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν οἱ μὲν ἄρ' ἐθρήνεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>στονόεν</i><br />με θρήνους, με στεναγμούς («πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε [[χώρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «στονόεσσα [[ὄρνις]]» — το [[αηδόνι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[στονόεις]] [[πορθμός]]» — [[θορυβώδης]] [[πορθμός]], [[εκεί]] όπου βουίζει η [[θάλασσα]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | |mltxt=και [[στενόεις]] -εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[κλάμα]] με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» <b>Σοφ.</b><br />β. «στονόεσσα [[πλαγά]]», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «βέλεα στονόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] στεναγμούς, [[θλιβερός]], [[θρηνώδης]] (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε [[γῆρυς]] [[ὅμαυλος]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀοιδοὺς οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν οἱ μὲν ἄρ' ἐθρήνεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>στονόεν</i><br />με θρήνους, με στεναγμούς («πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε [[χώρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «στονόεσσα [[ὄρνις]]» — το [[αηδόνι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[στονόεις]] [[πορθμός]]» — [[θορυβώδης]] [[πορθμός]], [[εκεί]] όπου βουίζει η [[θάλασσα]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στονόεις:''' -εσσα, -εν ([[στόνος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προκαλεί γογγυσμούς ή στεναγμούς, [[λυπηρός]], σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]], εξαθλιωμένος, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν, (στόνος)
A causing groans or sighs, βέλεα Il.8.159; στονόεσσαν ἀϋτήν (war-cry) Od.11.383; στονόϝεσσαν ἀϝυτάν IG9(1).868 (Corc., vi B.C.); ὅμαδος Pi.I.8(7).25; ὀϊστοί Od.21.60; κήδεα 9.12; εὐνή 17.102; ἄεθλοι Hes.Sc.127; πλαγά A.Pers.1053 (lyr.); σίδαρος S.Tr.886 (lyr.); ἄλγη Tim.Pers.199; τύμβος IG3.1354. 2 full of moaning, ἀοιδή Il.24.721; γῆρυς S.OT187 (lyr.); ἁ σ. ὄρνις, of the nightingale, Id.El.147 (lyr.); στονόεντα πορθμόν the moaning sea, Id.Ant.1145 (lyr.): neut. as Adv., στονόεν λέλακε χώρα A.Pr.407 (lyr.), cf. Opp.C.3.213.
German (Pape)
[Seite 948] εσσα, εν, seufzerreich, viel Seufzen und Stöhnen verursachend; βέλεα, Il. 8, 159. 15, 590 u. öfter; ὀϊστοί, Od. 21, 60, wie σίδηρος Soph. Trach. 882; ἀϋτή, Od. 11, 383; auch εὐνή, 17, 102, welches viele Seufzer vernimmt, wo viel geseufzt wird; ἀοιδή, traurig, klagend, Il. 24, 721; ὅμαδος, Pind. l. 7, 25; κήδεα, Archil. 48, wie Od. 9, 12; πλαγά, Aesch. Pers. 1010, klagend; auch πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, Prom. 405; γῆρυς, Soph. O. R. 187; ὄρνις, El. 144; vom Meere, brausend, Ant. 1131.
Greek (Liddell-Scott)
στονόεις: εσσα, εν, (στόνος) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· σίδαρος Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) καθόλου, τεθλιμμένος, μελαγχολικός, ἄθλιος, ἐλεεινός, ἀϋτή, εὐνή Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· ὅμαδος Πινδ. Ι. 8 (7). 55· γῆρυς Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. ὄρνις, ἡ ἀηδών, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε χώρα Αἰσχύλ. Πρ. 406.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 gémissant;
2 qui fait gémir, funeste.
Étymologie: στόνος.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: full of, or causing sighs and groans, mournful, grievous, ἀοιδή, βέλεα, Ω , Il. 8.159.
English (Slater)
στονόεις
1 dolorous ἀρίστευον παῖδες ἀνορέᾳ χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (στονόεντά τ codd.) (I. 8.25)
Greek Monolingual
και στενόεις -εσσα, -εν, Α
1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ.
β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ.
γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.)
2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε γῆρυς ὅμαυλος», Σοφ.
β. «ἀοιδοὺς οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν οἱ μὲν ἄρ' ἐθρήνεον», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) στονόεν
με θρήνους, με στεναγμούς («πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «στονόεσσα ὄρνις» — το αηδόνι (Σοφ.)
β) «στονόεις πορθμός» — θορυβώδης πορθμός, εκεί όπου βουίζει η θάλασσα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόνος + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
στονόεις: -εσσα, -εν (στόνος),
1. αυτός που προκαλεί γογγυσμούς ή στεναγμούς, λυπηρός, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. γενικά, θλιμμένος, λυπημένος, εξαθλιωμένος, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.