συλλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συλλογιέμαι]] και [[συλλογιούμαι]] Ν, και σπαν. ενεργ. τ. [[συλλογίζω]] Α [[σύλλογος]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το [[ταξίδι]]» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με συλλογισμό, [[συμπεραίνω]] λογικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[διανοούμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>συλλογισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />βυθισμένος στις σκέψεις, [[σκεπτικός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]], [[αναπολώ]] (α. «[[τώρα]] δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῡν μου [[λέγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] με τον νου μου και [[συνεξετάζω]], [[συνυπολογίζω]] («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακεφαλαιώνω]] («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ [[κεφάλαιον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]] («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῑν ἕως», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], [[συνάγω]] («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ [[τέχνη]] τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ συλλελογισμένα</i><br />αυτά τα οποία συμπεραίνει [[κάποιος]] με [[λογικό]] τρόπο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ασυλλόγιστα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο [[λόγος]] δεν [[είναι]] [[συλλογιστικός]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συλλογιέμαι]] και [[συλλογιούμαι]] Ν, και σπαν. ενεργ. τ. [[συλλογίζω]] Α [[σύλλογος]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το [[ταξίδι]]» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με συλλογισμό, [[συμπεραίνω]] λογικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[διανοούμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>συλλογισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />βυθισμένος στις σκέψεις, [[σκεπτικός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]], [[αναπολώ]] (α. «[[τώρα]] δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῡν μου [[λέγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] με τον νου μου και [[συνεξετάζω]], [[συνυπολογίζω]] («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακεφαλαιώνω]] («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ [[κεφάλαιον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]] («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῑν ἕως», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], [[συνάγω]] («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ [[τέχνη]] τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ συλλελογισμένα</i><br />αυτά τα οποία συμπεραίνει [[κάποιος]] με [[λογικό]] τρόπο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ασυλλόγιστα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο [[λόγος]] δεν [[είναι]] [[συλλογιστικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συλλογίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>συνελογισάμην</i> και <i>-ελογίσθην</i>, παρακ. <i>-λελόγισμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[συλλέγω]] και [[φέρνω]] συγχρόνως στο [[μυαλό]] μου, [[στοχάζομαι]], [[σκέφτομαι]], [[υπολογίζω]] πλήρως, [[ανακεφαλαιώνω]], [[συγκεφαλαιώνω]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] από τα προηγούμενα, Λατ. colligere, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπεραίνω]] μέσω λογικού συλλογισμού, [[τεκμαίρομαι]], σε Αριστ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>συλλελογισμένα</i>, αυτά τα οποία έχει συμπεράνει [[κάποιος]] βάσει λογικής, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογίζομαι Medium diacritics: συλλογίζομαι Low diacritics: συλλογίζομαι Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: syllogízomai Transliteration B: syllogizomai Transliteration C: syllogizomai Beta Code: sullogi/zomai

English (LSJ)

Med., aor.

   A -ελογισάμην Pl.R.618d, al.; rarely -ελογίσθην ib.531d: pf. -λελόγισμαι (v. infr.):—compute, reckon up, τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Hdt.2.148; ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys.32.22; τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.Lg.799a; ταῦτα πάντα σ. Id.Chrm.160d; τὰ κατηγορημένα ἀπ' ἀρχῆς σ. recapitulate, D.19.177; τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις, ib.47; ἐκ τῶν εἰρημένων σ. καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον Arist.Metaph.1042a3; μανθάνειν καὶ σ. τί ἕκαστον Id.Po.1448b16; τὰς χρείας Plb.1.44.1; τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Plu.Pomp. 60; σ. ὅτι . . Pl.Lg.670c.    II conclude from premisses, infer, τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Id.Grg.479c, al.; σ. τί συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων ib.498e; σ. περί τινος, ὅτι . . Id.R.516b; σ. περὶ [τῆς μήτρας], ὡς . . διαστελλομένης Gal.15.694; σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις . . Pl. R.365a; σ. ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ἔπραττε D.18.172; τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου Epicur.Nat.14.4, cf. Phld.Rh.2.40S.: c. acc. et inf., -σάμενος τὸ ἄλειμμα οὐκ ἄξιον ἔσεσθαι Inscr.Prien.112.57 (i B.C.); τὴν νόσον ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥξειν Sor.Vit.Hippocr.7; τὸ . . αἷμα μὴ σεσῆφθαι Gal. 18(2).108.    2 in the Logic of Aristotle, infer by way of syllogism, infer syllogistically, σ. τὸ A κατὰ τοῦ B, A of B, APr.40b30; τὸ . . ἄκρον τῷ μέσῳ σ. ib.68b16; τινὰ ἔκ τινων Rh.1357a8; σ. ὑπάρχειν τὸ Α τῷ B APo.79b30: pf. in pass. sense, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται is not syllogistic, APr.42a39; συλλελογισμένα syllogistically concluded, opp. ἀσυλλόγιστα, Rh.1357a8.    3 συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως . .he had planned not to... Plb.14.4.4.

French (Bailly abrégé)

f. συλλογίσομαι, ao. συνελογισάμην, rar. συνελογίσθην, pf. συλλελόγισμαι;
assembler par la pensée, d’où
1 faire le compte de, acc.;
2 se rendre compte de, acc.;
3 faire un raisonnement, particul. conclure de prémisses, acc. ; Pass. être déduit selon un raisonnement régulier;
4 calculer, supposer, conjecturer : τι ἔκ τινος une ch. d’après une autre.
Étymologie: σύν, λογίζομαι.

English (Strong)

from σύν and λογίζομαι; to reckon together (with oneself), i.e. deliberate: reason with.

English (Thayer)

(imperfect συνελογιζομην Lachmann) 1st aorist συνελογισαμην;
a. to bring together accounts, reckon up, compute, (Herodotus and following).
b. to reckon with oneself, to reason (Plato, Demosthenes, Polybius, others): Luke 20:5.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α σύλλογος
1. λαμβάνω υπ' όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)
2. συμπεραίνω με συλλογισμό, συμπεραίνω λογικά
νεοελλ.
1. σκέπτομαι, διανοούμαι
2. (η μτχ. παρακμ.) συλλογισμένος, -η, -ο
βυθισμένος στις σκέψεις, σκεπτικός
νεοελλ.-μσν.
φέρνω στη μνήμη μου, σκέπτομαι, αναπολώ (α. «τώρα δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῡν μου λέγω», Πρόδρ.)
αρχ.
1. συλλαμβάνω με τον νου μου και συνεξετάζω, συνυπολογίζω («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», Ηρόδ.)
2. ανακεφαλαιώνω («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον», Αριστοτ.)
3. αποφασίζω («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῑν ἕως», Πολ.)
4. ενεργ. συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ τέχνη τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)
5. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ συλλελογισμένα
αυτά τα οποία συμπεραίνει κάποιος με λογικό τρόπο, σε αντιδιαστολή προς τα ασυλλόγιστα
6. φρ. «οὗτοςλόγος οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο λόγος δεν είναι συλλογιστικός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α σύλλογος
1. λαμβάνω υπ' όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)
2. συμπεραίνω με συλλογισμό, συμπεραίνω λογικά
νεοελλ.
1. σκέπτομαι, διανοούμαι
2. (η μτχ. παρακμ.) συλλογισμένος, -η, -ο
βυθισμένος στις σκέψεις, σκεπτικός
νεοελλ.-μσν.
φέρνω στη μνήμη μου, σκέπτομαι, αναπολώ (α. «τώρα δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῡν μου λέγω», Πρόδρ.)
αρχ.
1. συλλαμβάνω με τον νου μου και συνεξετάζω, συνυπολογίζω («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», Ηρόδ.)
2. ανακεφαλαιώνω («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον», Αριστοτ.)
3. αποφασίζω («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῑν ἕως», Πολ.)
4. ενεργ. συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ τέχνη τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)
5. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ συλλελογισμένα
αυτά τα οποία συμπεραίνει κάποιος με λογικό τρόπο, σε αντιδιαστολή προς τα ασυλλόγιστα
6. φρ. «οὗτοςλόγος οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο λόγος δεν είναι συλλογιστικός.

Greek Monotonic

συλλογίζομαι: αόρ. αʹ συνελογισάμην και -ελογίσθην, παρακ. -λελόγισμαι· αποθ.·
I. συλλέγω και φέρνω συγχρόνως στο μυαλό μου, στοχάζομαι, σκέφτομαι, υπολογίζω πλήρως, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω, σε Ηρόδ., Δημ.
II. 1. συνάγω, συμπεραίνω από τα προηγούμενα, Λατ. colligere, σε Πλάτ., Δημ.
2. συμπεραίνω μέσω λογικού συλλογισμού, τεκμαίρομαι, σε Αριστ.· παρακ. με Παθ. σημασία, συλλελογισμένα, αυτά τα οποία έχει συμπεράνει κάποιος βάσει λογικής, στον ίδ.