συμμιγής: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αναμεμιγμένος, [[σύμμικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συμμιγής]] [[αριθμός]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] που δεν ανήκει στο δεκαδικό [[σύστημα]] και ο [[οποίος]] αποτελείται από περισσότερα του ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο [[φυσικό]] [[μέγεθος]] [[αλλά]] έχουν διαφορετικές μονάδες μέτρησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκεχυμένος («ἠχὴ [[ἄκριτος]] καὶ [[συμμιγής]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκιά]]) [[πυκνός]]<br /><b>3.</b> (για δρυμό) [[σύσκιος]]<br /><b>4.</b> (για [[νερό]]) [[πυκνόρρευστος]]<br /><b>5.</b> [[κοινός]] σε δύο ή περισσότερα άτομα («ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ [[κακά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ονομασία]] είδους επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μίγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-[[μιγής]].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αναμεμιγμένος, [[σύμμικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συμμιγής]] [[αριθμός]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] που δεν ανήκει στο δεκαδικό [[σύστημα]] και ο [[οποίος]] αποτελείται από περισσότερα του ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο [[φυσικό]] [[μέγεθος]] [[αλλά]] έχουν διαφορετικές μονάδες μέτρησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκεχυμένος («ἠχὴ [[ἄκριτος]] καὶ [[συμμιγής]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκιά]]) [[πυκνός]]<br /><b>3.</b> (για δρυμό) [[σύσκιος]]<br /><b>4.</b> (για [[νερό]]) [[πυκνόρρευστος]]<br /><b>5.</b> [[κοινός]] σε δύο ή περισσότερα άτομα («ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ [[κακά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ονομασία]] είδους επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μίγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-[[μιγής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμῐγής:''' -ές ([[μίγνυμι]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει αναμειχθεί με κάποιον [[άλλο]], [[ανάμεικτος]], [[σύμμεικτος]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., αναμεμειγμένος, ανακατωμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμῐγής Medium diacritics: συμμιγής Low diacritics: συμμιγής Capitals: ΣΥΜΜΙΓΗΣ
Transliteration A: symmigḗs Transliteration B: symmigēs Transliteration C: symmigis Beta Code: summigh/s

English (LSJ)

ές,

   A mixed up together, commingled, promiscuous, βοσκήματα S.Tr.762; φόνος E.Rh.431; τεύχη Id.Cyc.226; βοή Tim.Pers. 35, Ar.Av.771 (lyr.); ἠχὴ ἄκριτος καὶ σ. Plu.Tim.27; ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ in a dense shade, opp. ἐν ἡλίῳ καθαρῷ, Pl.Phdr.239c; σ. δρυμοί Plu.Caes.20; of water, σ. καὶ θολερός Id.2.725e.    2 c. dat., commingled with, μελίσσης νάμασιν . . συμμιγῆ . . θρόμβον milk mixed with honey, Antiph.52.7, cf. Gal.6.45, 160; πόνοι . . νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς A.Th.741 (lyr.), cf.S.Fr.398; ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ σ. κακά common to both, Id.OT1281.    3 name of a bandage, Sor.Fasc.19.

German (Pape)

[Seite 982] ές, gemischt, vermischt, verbunden; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς, Aesch. Spt. 723; ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ κακά, Soph. O. R. 1281; Eur. Rhes. 431; Ggstz κεχωρισμένος, Plat. Legg. X, 895 c; ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ, dem ἐν ἡλίῳ καθαρῷ entgeggstzt, dumpfig, Phaedr. 239 c.

Greek (Liddell-Scott)

συμμῐγής: -ές, μεμιγμένος ὁμοῦ, συμμεμιγμένος, σύμμικτος, τὰ πάνθ’ ὁμοῦ ἑκατὸν προσῆγε συμμιγῆ βοσκήματα Σοφ. Τρ. 762˙ ἔνθ’ αἱματηρὸς πέλανος ἐς γαῖαν Σκύθης ἠντλεῖτο λόγχῃ, Θρῄξ τε συμμιγὴς φόνος Εὐρ. Ρῆσ. 431˙ τεύχη τε τυρῶν συμμιγῆ ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 226˙ συμμιγῆ βοὴν πτεροῖς κρέκοντες Ἀριστοφ. Ὄρν. 771˙ ἠχὴ ἄκριτος καὶ σ. Πλουτ. Τιμολ. 27˙ ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ, ἐν συμμίκτῳ σκιᾷ σχηματιζομένῃ ὑπὸ δένδρων φυομένων πλησίον ἀλλήλων, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 20˙ ἐπὶ ὕδατος, σ. καὶ θολερὸς ὁ αὐτ. 2. 725Ε. 2) μετὰ δοτ., ἀνάμικτος μετά τινος, μελίσσης νάμασιν... συμμιγῆ μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον, γάλα ἀναμεμιγμένον μετὰ μέλιτος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 7 πόνοι... νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 741, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 464˙ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ σ. κακά, κοινὰ εἰς ἀμφοτέρους, Σοφ. Ο. Τ. 1281.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 mêlé avec, càd qui s’ajoute à, τινι;
2 commun;
3 confus ; épais, profond en parl. d’ombre ; trouble en parl. d’eau.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αναμεμιγμένος, σύμμικτος
νεοελλ.
φρ. «συμμιγής αριθμός»
μαθημ. αριθμός που δεν ανήκει στο δεκαδικό σύστημα και ο οποίος αποτελείται από περισσότερα του ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο φυσικό μέγεθος αλλά έχουν διαφορετικές μονάδες μέτρησης
αρχ.
1. συγκεχυμένος («ἠχὴ ἄκριτος καὶ συμμιγής», Πλούτ.)
2. (για σκιά) πυκνός
3. (για δρυμό) σύσκιος
4. (για νερό) πυκνόρρευστος
5. κοινός σε δύο ή περισσότερα άτομα («ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ κακά», Σοφ.)
6. ονομασία είδους επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. -μιγής.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αναμεμιγμένος, σύμμικτος
νεοελλ.
φρ. «συμμιγής αριθμός»
μαθημ. αριθμός που δεν ανήκει στο δεκαδικό σύστημα και ο οποίος αποτελείται από περισσότερα του ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο φυσικό μέγεθος αλλά έχουν διαφορετικές μονάδες μέτρησης
αρχ.
1. συγκεχυμένος («ἠχὴ ἄκριτος καὶ συμμιγής», Πλούτ.)
2. (για σκιά) πυκνός
3. (για δρυμό) σύσκιος
4. (για νερό) πυκνόρρευστος
5. κοινός σε δύο ή περισσότερα άτομα («ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ κακά», Σοφ.)
6. ονομασία είδους επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. -μιγής.

Greek Monotonic

συμμῐγής: -ές (μίγνυμι),
1. αυτός που έχει αναμειχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, σύμμεικτος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. με δοτ., αναμεμειγμένος, ανακατωμένος, σε Αισχύλ.