υπογράφω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(43)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπογράφω]] ΝΜΑ [[γράφω]]<br /><b>1.</b> [[γράφω]] με το ίδιο μου το [[χέρι]] το όνομά μου στο [[τέλος]] κειμένου ή εγγράφου, [[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου (α. «[[πρέπει]] να υπογράψω όλα τα έγγραφα [[σήμερα]]» β. «Κύριλλος [[ἐπίσκοπος]] Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ.<br />γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα [[ὑπὲρ]] αὑτοῡ διὰ τὸ λέγειν αὐτὸν γράμματα μὴ [[εἰδέναι]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «[[μάλιστα]], το [[υπογράφω]]» β. «ὑπογράψαντες μὲν ἀνάστασιν σωμάτων νεκρῶν, οὐ λαμβάνοντες δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επικυρώνω]] [[συμφωνία]] με την [[υπογραφή]] μου (α. «υπέγραψαν [[συνθήκη]] ειρήνης» β. «θα υπογράψουν τα συμβόλαια [[αύριο]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ο [[υπογεγραμμένος]], <i>η υπογεγραμμένη</i><br />τυπική [[έκφραση]] [[πριν]] από το όνομα [[αυτού]] που υπογράφει<br /><b>3.</b> (το θηλ. παθ. μτχ. παρακμ.) <b>γραμμ.</b> [[σύμβολο]] της αρχαίας ελληνικής το οποίο δηλώνει το υποτακτικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i> τών μακρόφωνων διφθόγγων <i>αι</i>, <i>ηι</i> και <i>ωι</i><br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[υπογράφω]] και με τα δυο μου χέρια» — [[συμφωνώ]] απολύτως<br /><b>μσν.</b><br />τίθεμαι ως [[βάση]] («εἰς συμπλήρωσιν τῆς τὸ πᾱν ὑπογραφούσης ὁλότητος γινώσκεται πεποιημένη», Μαξ. Ομολ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]], [[κάνω]] προσθήκες σε γραπτό [[κείμενο]] (α. «τῇ στήλῆ ὑπέγραψαν ὄτι οὐκ ἔμειναν τοῑς ὅροις», <b>Θουκ.</b><br />β. «μετεμελήθησαν τῷ παρ' ἡμῶν ἐπιδοθέντι αὐτοῑς βιβλίῳ ὑπογράφοντες», Βασ.)<br /><b>2.</b> [[γράφω]] κατ' εντολήν ή καθ' [[υπαγόρευση]] («οὐκ ἔχων οὐδὲ τὸν ὑπογράφοντα», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> [[καταγράφω]] («[[ὑπογράφω]] [[ᾆσμα]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>4.</b> [[εκπροσωπώ]] («οἱ δύο λησταὶ τοὺς δύο ὑπέγραφον λαούς», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>5.</b> [[φαντάζομαι]], [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου («ὑπόγραψόν μοι τὸν Ἠλίαν τοῑς ὀφθαλμοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] πρόσθετη [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου («εἴ τι καινὸν ὑπογράφει τὠμῷ βίῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γράφω]] γραμμές ή σχέδια ως σχολικά υποδείγματα<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] ως [[υπόδειγμα]], ως οδηγό («ἡ [[πόλις]] νόμους ὑπογράφει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σχεδιάζω]] («οἱ γραφεῑς ὑπογράψαντες ταῑς γραμμαῑς [[οὕτως]] ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[σχεδιάζω]] αμυδρά, [[δίνω]] μια γενική [[εικόνα]] («ἡ [[φύσις]] τοῑς τιμιωτέροις ὑπογράφει τὴν βοήθειαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[περιγράφω]] σε γενικές γραμμές, [[δίνω]] τα κύρια μόνο [[σημεία]] («τύπῳ... ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σημειώνω]] [[πάνω]] στον [[χάρτη]] («πόλεις ὑπογράψας», Πτολ.)<br /><b>8.</b> [[υποθηκεύω]] («ὑπογράψονται τὼς χώρως», πάπ.)<br /><b>9.</b> (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) [[γυναίκα]] με βαμμένα τα μάτια<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑπογεγραμμένα</i>- <b>ιατρ.</b> τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα» — όπως έχει δηλωθεί ανωτέρω <b>(παπ.)</b><br />β) «[[ὑπογράφω]] τὰς καταβολάς» — [[υπογράφω]] κατοχυρώνοντας το [[δικαίωμα]] πληρωμής (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «τοὺς ἵππους ἰδίους [[ὑπογράφω]]» — [[γράφω]] το όνομά μου για να δηλώσω την [[κυριότητα]] (<b>Διόδ.</b>)<br />δ) «ὑπογράψας ἐπιβουλεῡσαι με» — κατηγορώντας με για [[συνωμοσία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ε) «[[ὑπογράφω]] κρίσεις τινί» — [[διατυπώνω]] κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πολ.</b>)<br />στ) «[[ὑπογράφω]] τὴν ἀντωμοσίαν τινί» — [[καταθέτω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου <b>(Θεμίστ.)</b><br />ζ) «ὑπογράφομαι ἐμαυτῷ εἰς μνήμην» — [[σημειώνω]] [[κάτι]] για να το θυμηθώ (<b>Αππ.</b>)<br />η) «[[ὑπογράφω]] [ή ὑπογράφομαι] τοὺς ὀφθαλμούς [ή τὰ βλέφαρα]» — [[βάφω]] τα μάτια μου, τα βλέφαρα.
|mltxt=[[ὑπογράφω]] ΝΜΑ [[γράφω]]<br /><b>1.</b> [[γράφω]] με το ίδιο μου το [[χέρι]] το όνομά μου στο [[τέλος]] κειμένου ή εγγράφου, [[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου (α. «[[πρέπει]] να υπογράψω όλα τα έγγραφα [[σήμερα]]» β. «Κύριλλος [[ἐπίσκοπος]] Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ.<br />γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα [[ὑπὲρ]] αὑτοῡ διὰ τὸ λέγειν αὐτὸν γράμματα μὴ [[εἰδέναι]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «[[μάλιστα]], το [[υπογράφω]]» β. «ὑπογράψαντες μὲν ἀνάστασιν σωμάτων νεκρῶν, οὐ λαμβάνοντες δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επικυρώνω]] [[συμφωνία]] με την [[υπογραφή]] μου (α. «υπέγραψαν [[συνθήκη]] ειρήνης» β. «θα υπογράψουν τα συμβόλαια [[αύριο]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο [[υπογεγραμμένος]], <i>η υπογεγραμμένη</i><br />τυπική [[έκφραση]] [[πριν]] από το όνομα [[αυτού]] που υπογράφει<br /><b>3.</b> (το θηλ. παθ. μτχ. παρακμ.) <b>γραμμ.</b> [[σύμβολο]] της αρχαίας ελληνικής το οποίο δηλώνει το υποτακτικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i> τών μακρόφωνων διφθόγγων <i>αι</i>, <i>ηι</i> και <i>ωι</i><br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[υπογράφω]] και με τα δυο μου χέρια» — [[συμφωνώ]] απολύτως<br /><b>μσν.</b><br />τίθεμαι ως [[βάση]] («εἰς συμπλήρωσιν τῆς τὸ πᾱν ὑπογραφούσης ὁλότητος γινώσκεται πεποιημένη», Μαξ. Ομολ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]], [[κάνω]] προσθήκες σε γραπτό [[κείμενο]] (α. «τῇ στήλῆ ὑπέγραψαν ὄτι οὐκ ἔμειναν τοῑς ὅροις», <b>Θουκ.</b><br />β. «μετεμελήθησαν τῷ παρ' ἡμῶν ἐπιδοθέντι αὐτοῑς βιβλίῳ ὑπογράφοντες», Βασ.)<br /><b>2.</b> [[γράφω]] κατ' εντολήν ή καθ' [[υπαγόρευση]] («οὐκ ἔχων οὐδὲ τὸν ὑπογράφοντα», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> [[καταγράφω]] («[[ὑπογράφω]] [[ᾆσμα]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>4.</b> [[εκπροσωπώ]] («οἱ δύο λησταὶ τοὺς δύο ὑπέγραφον λαούς», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>5.</b> [[φαντάζομαι]], [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου («ὑπόγραψόν μοι τὸν Ἠλίαν τοῑς ὀφθαλμοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] πρόσθετη [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου («εἴ τι καινὸν ὑπογράφει τὠμῷ βίῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γράφω]] γραμμές ή σχέδια ως σχολικά υποδείγματα<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] ως [[υπόδειγμα]], ως οδηγό («ἡ [[πόλις]] νόμους ὑπογράφει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σχεδιάζω]] («οἱ γραφεῑς ὑπογράψαντες ταῑς γραμμαῑς [[οὕτως]] ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[σχεδιάζω]] αμυδρά, [[δίνω]] μια γενική [[εικόνα]] («ἡ [[φύσις]] τοῑς τιμιωτέροις ὑπογράφει τὴν βοήθειαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[περιγράφω]] σε γενικές γραμμές, [[δίνω]] τα κύρια μόνο [[σημεία]] («τύπῳ... ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σημειώνω]] [[πάνω]] στον [[χάρτη]] («πόλεις ὑπογράψας», Πτολ.)<br /><b>8.</b> [[υποθηκεύω]] («ὑπογράψονται τὼς χώρως», πάπ.)<br /><b>9.</b> (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) [[γυναίκα]] με βαμμένα τα μάτια<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑπογεγραμμένα</i>- <b>ιατρ.</b> τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα» — όπως έχει δηλωθεί ανωτέρω <b>(παπ.)</b><br />β) «[[ὑπογράφω]] τὰς καταβολάς» — [[υπογράφω]] κατοχυρώνοντας το [[δικαίωμα]] πληρωμής (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «τοὺς ἵππους ἰδίους [[ὑπογράφω]]» — [[γράφω]] το όνομά μου για να δηλώσω την [[κυριότητα]] (<b>Διόδ.</b>)<br />δ) «ὑπογράψας ἐπιβουλεῡσαι με» — κατηγορώντας με για [[συνωμοσία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ε) «[[ὑπογράφω]] κρίσεις τινί» — [[διατυπώνω]] κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πολ.</b>)<br />στ) «[[ὑπογράφω]] τὴν ἀντωμοσίαν τινί» — [[καταθέτω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου <b>(Θεμίστ.)</b><br />ζ) «ὑπογράφομαι ἐμαυτῷ εἰς μνήμην» — [[σημειώνω]] [[κάτι]] για να το θυμηθώ (<b>Αππ.</b>)<br />η) «[[ὑπογράφω]] [ή ὑπογράφομαι] τοὺς ὀφθαλμούς [ή τὰ βλέφαρα]» — [[βάφω]] τα μάτια μου, τα βλέφαρα.
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

ὑπογράφω ΝΜΑ γράφω
1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ.
γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα ὑπὲρ αὑτοῡ διὰ τὸ λέγειν αὐτὸν γράμματα μὴ εἰδέναι», πάπ.)
2. εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «μάλιστα, το υπογράφω» β. «ὑπογράψαντες μὲν ἀνάστασιν σωμάτων νεκρῶν, οὐ λαμβάνοντες δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
1. επικυρώνω συμφωνία με την υπογραφή μου (α. «υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης» β. «θα υπογράψουν τα συμβόλαια αύριο»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο υπογεγραμμένος, η υπογεγραμμένη
τυπική έκφραση πριν από το όνομα αυτού που υπογράφει
3. (το θηλ. παθ. μτχ. παρακμ.) γραμμ. σύμβολο της αρχαίας ελληνικής το οποίο δηλώνει το υποτακτικό φωνήεν -ι τών μακρόφωνων διφθόγγων αι, ηι και ωι
4. φρ. «υπογράφω και με τα δυο μου χέρια» — συμφωνώ απολύτως
μσν.
τίθεμαι ως βάση («εἰς συμπλήρωσιν τῆς τὸ πᾱν ὑπογραφούσης ὁλότητος γινώσκεται πεποιημένη», Μαξ. Ομολ.)
μσν.-αρχ.
1. προσθέτω, κάνω προσθήκες σε γραπτό κείμενο (α. «τῇ στήλῆ ὑπέγραψαν ὄτι οὐκ ἔμειναν τοῑς ὅροις», Θουκ.
β. «μετεμελήθησαν τῷ παρ' ἡμῶν ἐπιδοθέντι αὐτοῑς βιβλίῳ ὑπογράφοντες», Βασ.)
2. γράφω κατ' εντολήν ή καθ' υπαγόρευση («οὐκ ἔχων οὐδὲ τὸν ὑπογράφοντα», Ιουλ.)
3. καταγράφωὑπογράφω ᾆσμα», Γρηγ. Νύσσ.)
4. εκπροσωπώ («οἱ δύο λησταὶ τοὺς δύο ὑπέγραφον λαούς», Ισίδ. Πηλ.)
5. φαντάζομαι, ανακαλώ στη μνήμη μου («ὑπόγραψόν μοι τὸν Ἠλίαν τοῑς ὀφθαλμοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. διατυπώνω πρόσθετη κατηγορία εναντίον κάποιου («εἴ τι καινὸν ὑπογράφει τὠμῷ βίῳ», Ευρ.)
2. γράφω γραμμές ή σχέδια ως σχολικά υποδείγματα
3. σχεδιάζω κάτι ως υπόδειγμα, ως οδηγό («ἡ πόλις νόμους ὑπογράφει», Πλάτ.)
4. σχεδιάζω («οἱ γραφεῑς ὑπογράψαντες ταῑς γραμμαῑς οὕτως ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.)
5. μτφ. σχεδιάζω αμυδρά, δίνω μια γενική εικόνα («ἡ φύσις τοῑς τιμιωτέροις ὑπογράφει τὴν βοήθειαν», Αριστοτ.)
6. περιγράφω σε γενικές γραμμές, δίνω τα κύρια μόνο σημεία («τύπῳ... ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς», Αριστοτ.)
7. σημειώνω πάνω στον χάρτη («πόλεις ὑπογράψας», Πτολ.)
8. υποθηκεύω («ὑπογράψονται τὼς χώρως», πάπ.)
9. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) γυναίκα με βαμμένα τα μάτια
10. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑπογεγραμμένα- ιατρ. τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί
11. φρ. α) «κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα» — όπως έχει δηλωθεί ανωτέρω (παπ.)
β) «ὑπογράφω τὰς καταβολάς» — υπογράφω κατοχυρώνοντας το δικαίωμα πληρωμής (Δημοσθ.)
γ) «τοὺς ἵππους ἰδίους ὑπογράφω» — γράφω το όνομά μου για να δηλώσω την κυριότητα (Διόδ.)
δ) «ὑπογράψας ἐπιβουλεῡσαι με» — κατηγορώντας με για συνωμοσία (Δημοσθ.)
ε) «ὑπογράφω κρίσεις τινί» — διατυπώνω κατηγορίες εναντίον κάποιου (Πολ.)
στ) «ὑπογράφω τὴν ἀντωμοσίαν τινί» — καταθέτω κατηγορία εναντίον κάποιου (Θεμίστ.)
ζ) «ὑπογράφομαι ἐμαυτῷ εἰς μνήμην» — σημειώνω κάτι για να το θυμηθώ (Αππ.)
η) «ὑπογράφω [ή ὑπογράφομαι] τοὺς ὀφθαλμούς [ή τὰ βλέφαρα]» — βάφω τα μάτια μου, τα βλέφαρα.