τορός: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ά, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[οξύς]], [[διαπεραστικός]] («φωνὴ λαμπρὰ καὶ [[φθέγμα]] τορόν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τορόν</i><br />η [[ηχηρότητα]], το να [[είναι]] ο [[ήχος]] [[διαπεραστικός]] («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[αφτί]]) [[οξύς]], αυτός που [[γρήγορα]] και σωστά αντιλαμβάνεται τους ήχους<br /><b>2.</b> (για οφθαλμό) [[διαπεραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σαφής]], [[καθαρός]], [[ευνόητος]] («τίς [[τόδε]] τορὸν [[ἄγαν]] [[ἔπος]] ἐφημίσω;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πρόθυμος]], γρήγορος, [[ταχύς]] («ἔθηκε τῆς ἴλης ἑκάστης τὸν τορώτατον τῶν ἀρρένων ἄρχειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) <i>τορόν</i><br />[[τορώς]], [[σαφώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τορῶς</i> Α<br /><b>1.</b> (για ήχο) [[δυνατά]], διαπεραστικά<br /><b>2.</b> [[πρόθυμα]]<br /><b>3.</b> [[σαφώς]], ξεκάθαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[τορός]] έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]» και μπορεί πιθ. να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. <i>t</i><i>ā</i><i>ra</i>- «[[διατρητικός]], [[διαπεραστικός]], [[ηχηρός]]». Η σημ. «[[δυνατός]], [[βροντώδης]], [[ηχηρός]]» του επιθ. έχει οδηγήσει στην [[αναγωγή]] του στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[μιλώ]] [[καθαρά]], [[εξηγώ]]» (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>tar</i>- «[[μιλώ]], [[ονομάζω]], [[δηλώνω]]»), η οποία, όμως, προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές δυσχέρειες όσο και στο [[γεγονός]] ότι η ΙΕ [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[μιλώ]], [[εξηγώ]]» δεν έχει χρησιμοποιηθεί [[καθόλου]] στην Ελληνική].———————— <b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>βλ.</b> [[ντορός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ά, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[οξύς]], [[διαπεραστικός]] («φωνὴ λαμπρὰ καὶ [[φθέγμα]] τορόν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τορόν</i><br />η [[ηχηρότητα]], το να [[είναι]] ο [[ήχος]] [[διαπεραστικός]] («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[αφτί]]) [[οξύς]], αυτός που [[γρήγορα]] και σωστά αντιλαμβάνεται τους ήχους<br /><b>2.</b> (για οφθαλμό) [[διαπεραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σαφής]], [[καθαρός]], [[ευνόητος]] («τίς [[τόδε]] τορὸν [[ἄγαν]] [[ἔπος]] ἐφημίσω;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πρόθυμος]], γρήγορος, [[ταχύς]] («ἔθηκε τῆς ἴλης ἑκάστης τὸν τορώτατον τῶν ἀρρένων ἄρχειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) <i>τορόν</i><br />[[τορώς]], [[σαφώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τορῶς</i> Α<br /><b>1.</b> (για ήχο) [[δυνατά]], διαπεραστικά<br /><b>2.</b> [[πρόθυμα]]<br /><b>3.</b> [[σαφώς]], ξεκάθαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[τορός]] έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]» και μπορεί πιθ. να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. <i>t</i><i>ā</i><i>ra</i>- «[[διατρητικός]], [[διαπεραστικός]], [[ηχηρός]]». Η σημ. «[[δυνατός]], [[βροντώδης]], [[ηχηρός]]» του επιθ. έχει οδηγήσει στην [[αναγωγή]] του στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[μιλώ]] [[καθαρά]], [[εξηγώ]]» (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>tar</i>- «[[μιλώ]], [[ονομάζω]], [[δηλώνω]]»), η οποία, όμως, προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές δυσχέρειες όσο και στο [[γεγονός]] ότι η ΙΕ [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[μιλώ]], [[εξηγώ]]» δεν έχει χρησιμοποιηθεί [[καθόλου]] στην Ελληνική].———————— <b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>βλ.</b> [[ντορός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τορός:''' -ά, -όν ([[τείρω]]), [[διαπεραστικός]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για τη [[φωνή]], [[διαπεραστικός]], [[οξύς]], σε Λουκ.· ομοίως στο επίρρ., [[τορῶς]] γεγωνεῖν, σε Ευρ.· μεταφ., τορὸς [[φόβος]], [[τρομερός]] [[φόβος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. [[καθαρός]], [[σαφής]], [[απλός]], στον ίδ.· ομοίως στο επίρρ., [[τορῶς]] τεκμαίρειν, <i>λέγειν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[οξύς]], [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]], σε Ξεν.· ομοίως στο επίρρ., ἐπερείδεσθαι [[τορῶς]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ά, όν, (cf. τέρε-τρον, τετραίνω)
A piercing: I of the voice, piercing, thrilling, Luc.Bacch.7, Alciphr.3.48; τὸ τ. τῆς φωνῆς Porph. Plot.2: metaph., τ. φόβος thrilling fear, A.Ch.32 (lyr.). Adv., τορῶς γεγωνεῖν E.lon696 (lyr.): neut. as Adv., τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν, Philostr. VS1.25.10, Her.19.12. b of the ear, acute, fine, AP7.409 (Antip. Thess.). c of the eye, piercing, Opp.C.1.181. 2 metaph., clear, distinct, plain, ἑρμηνεύς A.Ag.1062, cf. 616; ἔπος, μῦθος, ib. 1162(lyr.), Supp.274; τορὸν γὰρ ἥξει Id.Ag.254 (lyr.); τ. ὕμνοι dub. cj. in AP4.1.7 (Mel.); ἐρέω τι τορώτερον (cj. for τομώτερον) Call.Del. 94. Adv., ἀλλὰ τορῶς ταῦτ' ἴσθι Emp.23.11; τ. τέκμηρον, λέξω, A. Pr.604 (lyr.), 609, etc.; προυζεπίστασθαι ib.699; ἐπεξελθεῖν ib.870; ἀπαγγεῖλαι, φράσαι, Id.Ag.632, 1584; οὐκ ἴσμεν τ. E.Rh.77; ἀκούσας οὐ τ. ib.656. II of persons, sharp, ready, smart, X.Lac.2.11 (Sup.), D.H.Rh.11.5, cj. in Call.Fr.78 (Sup.). Adv., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.Ra.1102 (troch.); τ. τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Pl.Tht.175e, Luc. Anach.21, Merc.Cond.35: Sup. -ώτατα Ael.NA1.43.
German (Pape)
[Seite 1130] durchdringend, durchbohrend, a) vom Auge, scharf, Opp. Cyn. 1, 183; auch durchbohrend, wild. – b) vom Ohre, scharf, seinhörend, Antp. Th. 24 (VII, 409). – c) von der Stimme, durchdringend, laut, Luc. Bacch. 7. – d) von der Rede, deutlich, verständlich, ἔπος Aesch. Ag. 1134; auch ἑρμηνεύς, 602. 1032; βραχὺς τορός θ' ὁ μῦθος, Suppl. 271; und adv., λέξω τορῶς σοι πᾶν Prom. 612, u. öfter, u. Sp.; τορῶς ἴσθι, genau, Empedocl. 92; οὐκ ἴσμεν τορῶς, Eur. Rhes. 77; τορῶς ἐς οὖς γεγωνήσομεν, Ion 695. – Uebh. stark, kräftig, rasch, Xen. Lac. 2, 12; τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν, Plat. Theaet. 175 e.
Greek (Liddell-Scott)
τορός: -ά, -όν, (ΤΕΡ, τείρω) διαπεραστικός: 1) ἐπὶ τῆς φωνῆς, διαπεραστικός, ὀξύς, Λουκ. Διόνυσος 7, Ἀλκίφρων 3. 48· τὸ τ. τῆς φωνῆς Πορφ. Βίος Πλωτίν. σ. 94· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., τορῶς γεγωνεῖν Εὐρ. Ἴων 696· «τορῶς: ἰσχυρῶς· τρανῶς· μεγαλοφώνως» Φώτ.· τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν Φιλόστρ. 542, 738· - οὕτω, τ. φόβος, τρομερός, Αἰσχύλ. Χο. 32. β) ἐπὶ τοῦ ὠτός, τὸ ἔχον λεπτήν, ὀξεῖαν αἴσθησιν, ἐς τορὸν οὖας ἔλλαχες Ἀνθ. Π. 7. 409. γ) ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, διαπεραστικός, ὀξύς, Ὀππ. Κυν. 1. 183. 2) μεταφορ., ὡς τὸ τρανής, καθαρός, σαφής, ἑρμηνεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, 1062· ἔπος, μῦθος αὐτόθι 1162, Ἱκέτ. 274· τορὸν γὰρ ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 253· τ. ὕμνοι πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 4, 1, 7· ἐρέω τι τορώτερον (κοινῶς τομώτερον) Καλλ. εἰς Δῆλ. 94 - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀλλὰ τορῶς τοῦτ’ ἴσθι Ἐμπεδ. 144· τ. τεκμαίρειν, λέγειν Αἰσχύλ. Πρ. 604, 609, κλπ.· προὐξεπίστασθαι αὐτόθι 699· ἐπεξελθεῖν αὐτόθι 870· ἀπαγγέλλειν, φράζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 632, 1584· οὐ τ. ἴσμεν Εὐρ. Ρῆσ. 77· ἀκούσας οὐ τ. αὐτόθι 656. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὀξύς, ἕτοιμος, πρόθυμος, Ξεν. Λακ. 2, 11, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συγκρ. τορώτερον, Εὐστ. Πονημάτ. 199. 53· ὑπερθετ. -τατα, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 43.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
perçant, pénétrant ; fig. τορὸν ἔπος ESCHL parole pénétrante, càd claire, facile à comprendre ; τορὸς ἑρμηνεύς ESCHL interprète qui s’explique clairement;
Sp. τορώτατος.
Étymologie: τείρω.
Greek Monolingual
(I)
-ά, -όν, ΜΑ
1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν
η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.)
αρχ.
1. (για το αφτί) οξύς, αυτός που γρήγορα και σωστά αντιλαμβάνεται τους ήχους
2. (για οφθαλμό) διαπεραστικός
3. μτφ. σαφής, καθαρός, ευνόητος («τίς τόδε τορὸν ἄγαν ἔπος ἐφημίσω;», Αισχύλ.)
4. (για πρόσ.) πρόθυμος, γρήγορος, ταχύς («ἔθηκε τῆς ἴλης ἑκάστης τὸν τορώτατον τῶν ἀρρένων ἄρχειν», Ξεν.)
5. (το ουδ. χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) τορόν
τορώς, σαφώς.
επίρρ...
τορῶς Α
1. (για ήχο) δυνατά, διαπεραστικά
2. πρόθυμα
3. σαφώς, ξεκάθαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τορός έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. τείρω «διατρυπώ» και μπορεί πιθ. να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. tāra- «διατρητικός, διαπεραστικός, ηχηρός». Η σημ. «δυνατός, βροντώδης, ηχηρός» του επιθ. έχει οδηγήσει στην αναγωγή του στην ΙΕ ρίζα ter- «μιλώ καθαρά, εξηγώ» (πρβλ. χεττιτ. tar- «μιλώ, ονομάζω, δηλώνω»), η οποία, όμως, προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές δυσχέρειες όσο και στο γεγονός ότι η ΙΕ ρίζα ter- «μιλώ, εξηγώ» δεν έχει χρησιμοποιηθεί καθόλου στην Ελληνική].———————— (II)
ο, Ν
βλ. ντορός.
Greek Monotonic
τορός: -ά, -όν (τείρω), διαπεραστικός·
I. 1. λέγεται για τη φωνή, διαπεραστικός, οξύς, σε Λουκ.· ομοίως στο επίρρ., τορῶς γεγωνεῖν, σε Ευρ.· μεταφ., τορὸς φόβος, τρομερός φόβος, σε Αισχύλ.
2. μεταφ. καθαρός, σαφής, απλός, στον ίδ.· ομοίως στο επίρρ., τορῶς τεκμαίρειν, λέγειν, στον ίδ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, οξύς, έτοιμος, πρόθυμος, σε Ξεν.· ομοίως στο επίρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς, σε Αριστοφ.