σφριγάω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφρῐγάω:''' ([[σπαργάω]]), μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[σφριγηλός]], [[γεμάτος]] από ζωτικούς χυμούς και [[ενέργεια]], είμαι [[γεμάτος]] [[ζωή]], [[ακμάζω]]· λέγεται για νεαρούς ανθρώπους και καλοαναθρεμμένα άλογα, [[εύσαρκος]], θρεμμένος, αυτός που σφύζει από [[υγεία]] και [[ζωντάνια]], [[ακμαίος]], Λατ. vigere, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., σφριγῶν [[μῦθος]], [[ζωηρός]], [[γεμάτος]] [[έξαψη]], [[σφοδρός]] [[λόγος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σφρῐγάω:''' ([[σπαργάω]]), μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[σφριγηλός]], [[γεμάτος]] από ζωτικούς χυμούς και [[ενέργεια]], είμαι [[γεμάτος]] [[ζωή]], [[ακμάζω]]· λέγεται για νεαρούς ανθρώπους και καλοαναθρεμμένα άλογα, [[εύσαρκος]], θρεμμένος, αυτός που σφύζει από [[υγεία]] και [[ζωντάνια]], [[ακμαίος]], Λατ. vigere, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., σφριγῶν [[μῦθος]], [[ζωηρός]], [[γεμάτος]] [[έξαψη]], [[σφοδρός]] [[λόγος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφρῐγάω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> досл. быть набухшим, пышным, перен. быть крепким, цветущим (εὐσωματεῖν καὶ σ. Arph.): σφριγῶν [[σῶμα]] Eur., Arph., Plat. свежее тело, расцвет физических сил; σφριγῶντα νέοις κλωσὶν (δένδρα) Luc. деревья, цветущие молодыми побегами;<br /><b class="num">2)</b> быть раздраженным (σφριγῶν [[θυμός]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> быть заносчивым, гордым, резким (σφριγῶν [[μῦθος]] Eur.).
}}
}}