Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔζωνος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔζωνος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζώνη]]),·<br /><b class="num">1.</b> καλοζωσμένος, λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνδρες, ζωσμένος για [[άσκηση]], ντυμένος για [[περπάτημα]], [[πορεία]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], το [[alte]] [[praecinctus]] του Ορατ., σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για [[ελαφρά]] οπλισμένα στρατιωτικά σώματα, μη φορτωμένος, «[[ψιλός]]», Λατ. [[expeditus]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ευβάστακτος]], [[πενία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὔζωνος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζώνη]]),·<br /><b class="num">1.</b> καλοζωσμένος, λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνδρες, ζωσμένος για [[άσκηση]], ντυμένος για [[περπάτημα]], [[πορεία]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], το [[alte]] [[praecinctus]] του Ορατ., σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για [[ελαφρά]] οπλισμένα στρατιωτικά σώματα, μη φορτωμένος, «[[ψιλός]]», Λατ. [[expeditus]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ευβάστακτος]], [[πενία]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔζωνος:''' эп. ἐΰ-ζωνος 2<br /><b class="num">1)</b> красиво подпоясанный, изящно стянутый поясом ([[γυνή]] Hom., Hes.);<br /><b class="num">2)</b> (о поясе или перевязи) хорошо надетый, красиво облегающий ([[ἐπιζώστρα]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> хорошо подпоясавшийся (лат. [[alte]] [[praecinctus]]), т. е. приготовившийся в путь или путешествующий налегке, т. е. неутомленный, свежий ([[ἀνήρ]] Her., Thuc., Luc.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. εὔ. πρὸς τὴν μάχην Plut.) готовый к бою ([[στρατιά]] Polyb.; sc. στρατιῶται Plut.);<br /><b class="num">5)</b> легкий в движениях, подвижной, проворный (ἱππεῖς καὶ τοξόται Xen.);<br /><b class="num">6)</b> (о гоплитах) в облегченных доспехах, т. е. без щита Xen., Plut.;<br /><b class="num">7)</b> легко переносимый, не обременительный ([[πενία]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔζωνος Medium diacritics: εὔζωνος Low diacritics: εύζωνος Capitals: ΕΥΖΩΝΟΣ
Transliteration A: eúzōnos Transliteration B: euzōnos Transliteration C: eyzonos Beta Code: eu)/zwnos

English (LSJ)

Ep. ἐΰζ-, ον, (ζώνη)

   A well-girdled, Hom. (only in Il. and h.Cer.), as epith. of women, Il.1.429, h.Cer.255,al.    2 later, of men, girt up for exercise, active, μῆκος δ' ὁδοῦ εὐζώνῳ ἀνδρὶ πέντε ἡμέραι ἀναισιμοῦνται Hdt.1.72; τριήκοντα ἡμερέων εὐζώνῳ ὁδός ib. 104, cf. 2.34, Th.2.97; of light troops, X.An.5.4.23, Plb.3.35.7, Plu.Demetr. 9; of ὁπλῖται without their heavy shields, X.An.7.3.46: generally, well-equipped, LXX Jo.4.13; also εὔ. τῇ κεφαλῇ πυκτεύειν Philostr.Im. 2.19; later, of ships, Max.Tyr.1.3. Adv. -νως Alciphr.3.55.    3 of a garment, well-girded, dub. in S.Fr.342.    4 metaph., unencumbered, πενία Plu.Pel.3; εὔ. καὶ ἐλεύθερος βίος D.C.56.6.    5 in Lit. Crit., work-a-day, unpretending; in depreciatory sense, cheap, τὸ εὔ. καὶ οἷον εὐτελὲς εἶδος τοῦ λόγου Hermog.Id.2.10; τὸ εὔ. χωρὶς εὐτελείας ib.1.11; ἐκπίπτειν τὸν λόγον εἰς τὸ -ότερον ib. 1.5.

German (Pape)

[Seite 1066] ep. ἐΰζωνος, wohl gegürtet (ζώνη), Hom. Il. u. H. Cer. öfters, wie bei Hes. Beiwort der Frauen, von dem das Obergewand in schöne Falten zusammenhaltenden Gürtel; Soph. frg. 216 εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας. – Von Männern, wohlgegürtet, die den χιτών höher als gewöhnlich hinaufgegürtet haben, um sich leichter bewegen zu können, dah. rüstig, flink, bes. von Soldaten. Her. 1, 72. 104, Thuc. 2, 07; Xen. Cyr. 4, 2, 15, oft in der An., gew. von leichten Truppen; 7, 3, 46 von Schwerbewaffneten, die den schweren Schild zurückließen; στρατιά Pol. 3, 35, 7; Plut. Demetr. 9 u. a. gp.; πενία εὔζ. καὶ κούφη Plut. Pelop. 3; – reisefertig, Luc. Catapl. 15. – Adv., Alciphr. 3, 55.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωνος: Ἐπικ. ἐΰζωνος, ον, (ζώνη) καλῶς ἐζωσμένος, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ. Α. 429, Ψ. 261, 760, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 212), ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τῶν γυναικῶν (αἵτινες ὡσαύτως καλοῦνται βαθύζωνοι. καλλίζωνοι, βαθύκολποι), ἐκ τοῦ ζώνη (ἴδε τὴν λέξ.)· πρβλ. Μüller Archäol. d. Kunst. § 339. 3. - Kαθ’ Ἡσύχ. «εὔζωνος· εὔτοκος. καλή». 2) ἀκολούθως καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐζωσμένος πρὸς γύμνασιν, ἐζωσμένος ἢ ἐνδεδυμένος ἐλαφρῶς πρὸς πορείαν, δραστήριος, ἐνεργητικός, τὸ τοῦ Ὁρατίου alte praecinctus, μῆκος δ’ ὁδοῦ εὐζώνῳ ἀνδρὶ πέντε ἡμέραι ἀναισιμοῦνται Ἡρόδ. 1. 72· τριήκοντα ἡμερέων εὐζώνῳ ἀνδρὶ αὐτόθι 104, πρβλ. 2. 34, Θουκ. 2. 97· ἰδίως ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, Λατ. expeditus, ἦσαν γὰρ τῶν πολεμίων οἳ εὔζωνοι κατατρέχοντες τοῖς λίθοις ἔβαλλον Ξεν. Ἀν. 5. 4. 23· ἢ ἐπὶ ὁπλιτῶν μὴ φερόντων τὰς βαρείας αὑτῶν ἀσπίδας, αὐτόθι 7. 3. 46· μεταγεν. ἐπὶ πλοίων, Μάξ. Τύρ. 1. 210: - Ἐπιρρ. -νως, Ἀλκίφρων 3. 55: Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐζώνως· εὐστόλως· μὴ ἔχων φορτίον». 3) ἐπὶ ἐνδύματος, καλῶς ἐζωσμένον, Σοφ. Ἀποσπ. 314b. 4) μεταφ., εὐβάστακτος, πενία Πλουτ. Πελοπίδ. 3· βίος Δίων Κ. 56. 6.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰζωνος;
ος, ον :
I. à la belle ceinture en parl. de femmes;
II. postér., en parl. d’hommes à la tunique bien retroussée à la ceinture (cf. lat. alte praecinctus), d’où
1 agile, alerte, dispos;
2 léger, facile à supporter (pauvreté, vie);
Sp. εὐζωνότατος.
Étymologie: εὖ, ζώνη.

Greek Monolingual

και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, -ον
Α και επικ. τ. ἐύζωνος, -ον)
νεοελλ.
ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς
μσν.-αρχ.
1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή
2. ντυμένος ελαφρά, ζωσμένος, έτοιμος για αγώνα ή πορεία
3. δραστήριος, ενεργητικός
4. ευκίνητος, ταχύς
αρχ.
1. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης (κυρίως χωρίς τη βαριά ασπίδα)
2. καλά οπλισμένος, με πλήρη εξάρτυση
3. καλά περιζωσμένος (α. «εὐζώνῳ τῇ κεφαλῇ» β. «εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας»)
4. αυτός που υποφέρεται εύκολα («εὔζωνος πενία»)
5. φτηνός («εὔζωνον καὶ οἷον εὐτελές»)
6. (για γυναίκα) εύτοκη, που έχει εύκολο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζώνη.

Greek Monotonic

εὔζωνος: Επικ. ἐΰζ-, -ον (ζώνη),·
1. καλοζωσμένος, λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για άνδρες, ζωσμένος για άσκηση, ντυμένος για περπάτημα, πορεία, δραστήριος, ενεργητικός, το alte praecinctus του Ορατ., σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ελαφρά οπλισμένα στρατιωτικά σώματα, μη φορτωμένος, «ψιλός», Λατ. expeditus, σε Ξεν.
3. μεταφ., ευβάστακτος, πενία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔζωνος: эп. ἐΰ-ζωνος 2
1) красиво подпоясанный, изящно стянутый поясом (γυνή Hom., Hes.);
2) (о поясе или перевязи) хорошо надетый, красиво облегающий (ἐπιζώστρα Soph.);
3) хорошо подпоясавшийся (лат. alte praecinctus), т. е. приготовившийся в путь или путешествующий налегке, т. е. неутомленный, свежий (ἀνήρ Her., Thuc., Luc.);
4) (тж. εὔ. πρὸς τὴν μάχην Plut.) готовый к бою (στρατιά Polyb.; sc. στρατιῶται Plut.);
5) легкий в движениях, подвижной, проворный (ἱππεῖς καὶ τοξόται Xen.);
6) (о гоплитах) в облегченных доспехах, т. е. без щита Xen., Plut.;
7) легко переносимый, не обременительный (πενία Plut.).