διπλός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(4)
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM διπλοῡς, -ῆ, -οῡν και [[διπλός]], -ή, -όν<br />Α και [[διπλόος]], -η, -ον<br />θηλ. και διπλέη)<br /><b>1.</b> [[διπλάσιος]], αυτός που [[είναι]] δύο φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]], δύο φορές [[ίδιος]] («διπλό [[κρεβάτι]], [[μεροκάματο]]»)<br /><b>2.</b> ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («[[διπλή]] [[χλαίνα]], [[κουβέρτα]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από δύο [[ίδια]] μέρη («παίει... μάστιγι [[διπλῇ]]», «[[διπλή]] σιδηροδρομική [[γραμμή]]»)<br /><b>4.</b> διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές<br /><b>5.</b> το συγκριτικό <i>διπλότερος</i> (με γεν.)<br />α) [[διπλάσιος]] από άλλον στον χώρο, το [[βάρος]], την [[έκταση]] ή [[ένταση]]<br />β) μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῡσιν»)<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται δύο φορές («[[συμβόλαιο]] εις διπλούν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]], [[εξαιρετικός]] («[[διπλός]] [[καημός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διπλό [[κρεβάτι]], [[σεντόνι]], [[κουβέρτα]] κ.λπ.» — για δύο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διπλό</i><br />α) (για [[νόμισμα]]) δίδραχμο<br />β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά βλέπει [[διπλά]]» — [[είναι]] εντελώς μεθυσμένος<br />β) «και του χρόνου [[διπλός]]» — [[ευχή]] σε άγαμο να παντρευτεί [[γρήγορα]]<br />γ) «έγινε [[διπλός]]» — πάχυνε υπερβολικά<br />δ) «[[διπλά]] και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά<br /><b>μσν.</b><br />«[[διπλῆ]] [[γνώμη]]» — [[διγνωμία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διπλή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτωμένος, καμπουριασμένος<br /><b>2.</b> αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>5.</b> αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα<br /><b>6.</b> (για [[σπίτι]]) διώροφο<br /><b>7.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — [[διπλά]], δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη<br /><b>8.</b> για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) <i>η [[διπλή]]<br />[[διπροσωπία]], [[δολιότητα]]<br />β) [[σημάδι]] στο [[περιθώριο]] χειρογράφων (&GT; - &GT; <span style="color: red;"><</span> - <span style="color: red;"><</span>) για να δηλωθεί διάφορη [[γραφή]], [[αθέτηση]] στίχου κ.λπ. και στα δραματικά [[κείμενα]] [[αλλαγή]] προσώπου<br />γ) [[είδος]] χορού<br />δ) [[διπλοΐς]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ διπλοῡν</i><br />[[δοχείο]] όπου ψήνουν φάρμακα<br /><b>11.</b> (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[απλός]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM διπλοῡς, -ῆ, -οῡν και [[διπλός]], -ή, -όν<br />Α και [[διπλόος]], -η, -ον<br />θηλ. και διπλέη)<br /><b>1.</b> [[διπλάσιος]], αυτός που [[είναι]] δύο φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]], δύο φορές [[ίδιος]] («διπλό [[κρεβάτι]], [[μεροκάματο]]»)<br /><b>2.</b> ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («[[διπλή]] [[χλαίνα]], [[κουβέρτα]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από δύο [[ίδια]] μέρη («παίει... μάστιγι [[διπλῇ]]», «[[διπλή]] σιδηροδρομική [[γραμμή]]»)<br /><b>4.</b> διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές<br /><b>5.</b> το συγκριτικό <i>διπλότερος</i> (με γεν.)<br />α) [[διπλάσιος]] από άλλον στον χώρο, το [[βάρος]], την [[έκταση]] ή [[ένταση]]<br />β) μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῡσιν»)<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται δύο φορές («[[συμβόλαιο]] εις διπλούν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]], [[εξαιρετικός]] («[[διπλός]] [[καημός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διπλό [[κρεβάτι]], [[σεντόνι]], [[κουβέρτα]] κ.λπ.» — για δύο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διπλό</i><br />α) (για [[νόμισμα]]) δίδραχμο<br />β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά βλέπει [[διπλά]]» — [[είναι]] εντελώς μεθυσμένος<br />β) «και του χρόνου [[διπλός]]» — [[ευχή]] σε άγαμο να παντρευτεί [[γρήγορα]]<br />γ) «έγινε [[διπλός]]» — πάχυνε υπερβολικά<br />δ) «[[διπλά]] και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά<br /><b>μσν.</b><br />«[[διπλῆ]] [[γνώμη]]» — [[διγνωμία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διπλή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτωμένος, καμπουριασμένος<br /><b>2.</b> αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>5.</b> αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα<br /><b>6.</b> (για [[σπίτι]]) διώροφο<br /><b>7.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — [[διπλά]], δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη<br /><b>8.</b> για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[διπλή]]<br />[[διπροσωπία]], [[δολιότητα]]<br />β) [[σημάδι]] στο [[περιθώριο]] χειρογράφων (&GT; - &GT; <span style="color: red;"><</span> - <span style="color: red;"><</span>) για να δηλωθεί διάφορη [[γραφή]], [[αθέτηση]] στίχου κ.λπ. και στα δραματικά [[κείμενα]] [[αλλαγή]] προσώπου<br />γ) [[είδος]] χορού<br />δ) [[διπλοΐς]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ διπλοῡν</i><br />[[δοχείο]] όπου ψήνουν φάρμακα<br /><b>11.</b> (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[απλός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διπλός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[διπλόος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
|lsmtext='''διπλός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[διπλόος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλός Medium diacritics: διπλός Low diacritics: διπλός Capitals: ΔΙΠΛΟΣ
Transliteration A: diplós Transliteration B: diplos Transliteration C: diplos Beta Code: diplo/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for διπλόος (cf. ἁπλός), Opp.C.2.449, AP10.101 (Bianor): Comp. διπλότερος,

   A = διπλάσιος, App.Praef.10, Ev.Matt.23.15.

Greek (Liddell-Scott)

διπλός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ διπλόος (πρβλ. ἁπλός), Ὀππ. Κ. 2. 449, Ἀνθ. Π. 10. 101· συγκρ. διπλότερος = διπλάσιος, Ἀππ. προοίμ. 10, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15.

Spanish (DGE)

v. διπλόος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διπλοῡς, -ῆ, -οῡν και διπλός, -ή, -όν
Α και διπλόος, -η, -ον
θηλ. και διπλέη)
1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο»)
2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή χλαίνα, κουβέρτα»)
3. αυτός που αποτελείται από δύο ίδια μέρη («παίει... μάστιγι διπλῇ», «διπλή σιδηροδρομική γραμμή»)
4. διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές
5. το συγκριτικό διπλότερος (με γεν.)
α) διπλάσιος από άλλον στον χώρο, το βάρος, την έκταση ή ένταση
β) μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῡσιν»)
6. αυτός που γίνεται δύο φορές («συμβόλαιο εις διπλούν»)
νεοελλ.
1. έντονος, ισχυρός, εξαιρετικόςδιπλός καημός»)
2. φρ. «διπλό κρεβάτι, σεντόνι, κουβέρτα κ.λπ.» — για δύο
3. το ουδ. ως ουσ. το διπλό
α) (για νόμισμα) δίδραχμο
β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο
4. φρ. α) «τά βλέπει διπλά» — είναι εντελώς μεθυσμένος
β) «και του χρόνου διπλός» — ευχή σε άγαμο να παντρευτεί γρήγορα
γ) «έγινε διπλός» — πάχυνε υπερβολικά
δ) «διπλά και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά
μσν.
«διπλῆ γνώμη» — διγνωμία
αρχ.-μσν.
διπλή
αρχ.
1. κυρτωμένος, καμπουριασμένος
2. αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές
3. αμοιβαίος
4. στον πληθ. δύο
5. αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα
6. (για σπίτι) διώροφο
7. (ως επίρρ.) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — διπλά, δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη
8. για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο
9. το θηλ. ως ουσ. α) η διπλή
διπροσωπία, δολιότητα
β) σημάδι στο περιθώριο χειρογράφων (> - > < - <) για να δηλωθεί διάφορη γραφή, αθέτηση στίχου κ.λπ. και στα δραματικά κείμενα αλλαγή προσώπου
γ) είδος χορού
δ) διπλοΐς
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ διπλοῡν
δοχείο όπου ψήνουν φάρμακα
11. (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. απλός].

Greek Monotonic

διπλός: -ή, -όν, ποιητ. αντί διπλόος, σε Ανθ., Κ.Δ.