ἐκπνέω: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπνέω:''' Επικ. -[[πνείω]]· μέλ. <i>-πνεύσομαι</i> ή <i>-οῦμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεφυσώ]], [[βγάζω]] [[πνοή]] προς τα έξω, σε Πλάτ.· <i>κεραυνὸς ἐκπνέων [[φλόγα]]</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>βίον ἐκπν</i>., [[βγάζω]] την τελευταία μου [[πνοή]], [[εκπνέω]], [[ξεψυχώ]], [[πεθαίνω]], στον ίδ., σε Ευρ.· επίσης, <i>ἐκπν. θυμόν</i>, <i>ψυχήν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ.,<br /><b class="num">1.</b> [[σταματώ]] να [[φυσώ]], [[γαληνεύω]], [[ηρεμώ]], [[κοπάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πνέω]] προς τα έξω, λέγεται για άνεμο, σε Ηρόδ., Θουκ.· [[βγαίνω]] ορμητικά, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐκπνέω:''' Επικ. -[[πνείω]]· μέλ. <i>-πνεύσομαι</i> ή <i>-οῦμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεφυσώ]], [[βγάζω]] [[πνοή]] προς τα έξω, σε Πλάτ.· <i>κεραυνὸς ἐκπνέων [[φλόγα]]</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>βίον ἐκπν</i>., [[βγάζω]] την τελευταία μου [[πνοή]], [[εκπνέω]], [[ξεψυχώ]], [[πεθαίνω]], στον ίδ., σε Ευρ.· επίσης, <i>ἐκπν. θυμόν</i>, <i>ψυχήν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ.,<br /><b class="num">1.</b> [[σταματώ]] να [[φυσώ]], [[γαληνεύω]], [[ηρεμώ]], [[κοπάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πνέω]] προς τα έξω, λέγεται για άνεμο, σε Ηρόδ., Θουκ.· [[βγαίνω]] ορμητικά, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπνέω:''' ион. [[ἐκπνείω]]<br /><b class="num">1)</b> выдыхать (τῶν ἀναπνεόντων ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ τὸ [[πνεῦμα]] Plat.: μαλακὴν αὖραν Plut.; τὸ ἐκπνεόμενον [[θερμόν]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> веять, дуть (ἄνεμοι [[ἔσωθεν]] ἐκπνέοντες Her.; ἐκ τοῦ κόλπου Thuc.; [[βορέας]] τὰς νύκτας ἐκπνεῖ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> извергать, метать (φλόγα Aesch.; [[ἀράς]] τινι Eur.): ἐ. θυμόν Eur. клокотать от гнева; σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας [[μέγας]] [[χειμών]] Soph. сильная буря, разразившаяся из малой тучки;<br /><b class="num">4)</b> (тж. ἐ. βίον Aesch., Eur. и ἐ. ψυχήν Eur.) испускать дух, умирать Plut.; pass. быть убиваемым ([[ὑπό]] τινος Soph. и πρός τινος Eur.);<br /><b class="num">5)</b> задыхаться, тяжело дышать (ἐπὶ τοῖς καμπτῆρσιν ἐκπνέουσι, sc. οἱ δρομεῖς Arst.);<br /><b class="num">6)</b> досл. выдыхаться, перен. успокаиваться ([[ἴσως]] ἂν ἐκπνεύσειεν Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἐκ-πνείω Q.S.1.349, impf. -είεσκον Id.13.148 : fut. -πνεύσομαι or -οῦμαι:—
A breathe out or forth, κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα A.Pr. 361 ; ἐ. ἀράς τινι E.Ph.876 ; ἐ. θυμόν Id.Ba.620 : abs., Emp.100.1, Pl.Phd.112b, Arist.HA492b6. 2 βίον ἐ. breathe one's last, expire, A.Ag.1493 (lyr.), E.Hel.142 ; ἐ. ψυχήν Id.Or.1163 ; alone, ὑφ' οὗ φονέως ἄρ' ἐξέπνευσας S.Aj.1026 ; πρός τινος E.HF886 (anap.) : abs., Id.Hyps.Fr.60i38, Parth.4.6 : metaph., lose power, Gp.15.1.28; lose lustre, of pearls, PHolm.10.18. 3 lose breath, of a runner, Arist.Rh.1409a32. II abs., cease blowing, become calm, [ὁ δῆμος] ἴσως ἂν ἐκπνεύσειε E.Or.700 ; τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Sch.Ar.Pax942. 2 blow out or outwards, of a wind, ἔσωθεν ἐ. Hdt.7.36 ; ἐκ τοῦ κόλπου Th.2.84, cf. 6.104 ; burst out, σμικροῦ νέφους..ἐκπνεύσας μέγας χειμών S.Aj.1148 ; but simply, blow, of wind, Arist.Mete.365a4, Pr.947a31.
German (Pape)
[Seite 774] (s. πνέω), aushauchen, ausathmen; πνεῦμα, Medic.; Ggstz von ἀναπνέω, Plat. Phaed. 112 b; βίον, sterben, Aesch. Ag. 1471; κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα, flammenschnaubend, flammend, Prom. 359; Eur. öfter, ψυχήν Or. 1163; ohne Zusatz, ὑφ' οὗ ἐξέπνευσας Soph. Ai. 1005, getödtet werden, wie Eur. Herc. Fur. 885 u. öfter; θυμόν, ἀράς, ausstoßen, Bacch. 620 Phoen. 876. – Vom Winde: woher wehen, ἐκ τοῦ κόλπου Thuc. 2, 84; absol., 6, 104; vgl. σμικροῦ νέφους τις ἐκπνεύσας χειμών, aus kleiner Wolke hervorbrechend, Soph. Ai. 1127; ausdampfen, schwächer werden, καὶ ἐκλύονται Arist. rhet. 3, 9; ἴσως ἂν ἐκπνεύσειεν ὁ δῆμος, dürfte ruhiger werden, Eur. Or. 699.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπνέω: Ἐπ. -πνείω, μέλλ. -πνεύσομαι ἢ -οῦμαι· - ἐξάγω πνοήν, ἐκπέμπω, πνεῦμα ἐκπν., ἀντίθετον τῷ ἀναπνέω καὶ ὥσπερ τῶν ἀναπνεόντων ἀεὶ ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ ῥέον τὸ πνεῦμα, οὕτω κτλ., Πλάτ. Φαίδων 112Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 6, κ. ἀλλ.· κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα Αἰσχύλ. Πρ. 359· ἐκπν. ἀράς τινι Εὐρ. Φοίν. 876· ἐκπν., θυμὸν ὁ αὐτ. Βάκχ. 620, πρβλ. Ρήσ. 786. 2) βίον ἐκπν., πνεῖν τὸ ὕστατον, ἀποθνήσκειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1493, Εὐρ. Ἑλ. 142· ἐκπν. ψυχὴν Εὐρ. Ὀρ. 1163· καὶ μόνον, ὑφ’ οὗ φονέως ἄρ’ ἐξέπνευσας Σοφ. Αἴ. 1026· πρός τινος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 885· - ὡσαύτως, κόπτεται ἡ ἀναπνοή μου, ἐπὶ σταδιοδρομοῦντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2. ΙΙ. ἀπολ., παύομαι, φυσῶν, γίνομαι γαλήνιος, ὁ δῆμος ἴσως ἂν ἐκπνεύσειε Εὐρ. Ὀρ. 700· τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 942. 2) πνέω πρὸς τὰ ἔξω, ἐπὶ ἀνέμου, ἔσωθεν ἐκπν. Ἡρόδ. 7.36· ἐκ τοῦ κόλπου Θουκ. 2. 84, πρβλ. 6. 104· ἐκρήγνυμαι, ἐξορμῶ, ἐπέρχομαι, σμικροῦ… ἐκπνεύσας μέγας χειμὼν Σοφ. Αἴ. 1148.
French (Bailly abrégé)
1 exhaler un souffle, expirer ; ἐκπν. βίον exhaler sa vie, son souffle ; abs. expirer, mourir ; ἐκπν. ὑπό τινος SOPH rendre le souffle, càd mourir de la main de qqn;
2 en parl. du vent souffler de.
Étymologie: ἐκ, πνέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐκπνείω Q.S.1.349
• Morfología: [impf. iter. 3a plu. ἐκπνείεσκον Q.S.13.148]
A tr.
1 exhalar, dejar salir de sí, emitir c. suj. de pers. y dat. ἐκ δ' ἔπνευσ' αὐτοῖς ἀρὰς δεινάς Edipo contra sus hijos, E.Ph.876, c. ac. int. τὸ πνεῦμα ἐκπνεύσας Hp.Carn.18, en v. pas. τὸ μὲν γὰρ ἐκπνεόμενον εἶναι θερμόν Arist.Iuu.472b34
•ref. al fuego, llamas κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα del rayo de Zeus, A.Pr.359, πιλήματα ἀέρος ... ἀπὸ στομίων ἐκπνέοντα φλόγα Placit.2.13.7 (= Anaximandr.A 18).
2 c. ac. que expresa el aliento vital exhalar βίον ἐκπνέων A.A.1493, cf. E.Hel.142, Fr.370.67, Lyc.807, θυμὸν ἐκπνέων E.Ba.620, ψυχήν E.Or.1163, ἵπποι ... ὑστάτιον ... μένος ἐκπνείοντες Q.S.1.349.
B intr.
I c. suj. de pers.
1 espirar op. ἀναπνέω Arist.HA 492b6, ἀδύνατον γὰρ πτάρειν μὴ ἐκπνέοντα Arist.Pr.961b25.
2 perder el aliento, desfallecer ἐπὶ τοῖς καμπτῆρσιν ἐκπνεύουσι los corredores, Arist.Rh.1409a32, ἐξέπνει τῇ πείνῃ λιμῷ κατεχόμενος καὶ ψύχει πολλῷ Aesop.114.1b.
3 exhalar el último suspiro, expirar, morir op. ἀναπνέω Emp.B 100.1, E.Fr.757.38, ὑφ' οὗ φονέως ἄρ' ἐξέπνευσας S.Ai.1026, τοῖς ἐκπνεόντων ἄσθμασιν ὑποβαλόντος Ph.2.563, cf. Parth.4, Plu.2.597f, Eu.Marc.15.37, 39, Eu.Luc.23.46, I.AI 12.357, Q.S.13.148
•en v. med. πρὸς πατρὸς τέκν' ἐκπνεύσεται los hijos morirán a manos de su padre E.HF 885.
II c. suj. no de pers.
1 del viento soplar τῶν ἀνέμων εἵνεκεν τῶν ἔσωθεν ἐκπνεόντων Hdt.7.36, εἴ τ' ἐκπνεύσειεν ἐκ τοῦ κόλπου τὸ πνεῦμα Th.2.84, cf. 6.104, Xenoph.B 30.3, Arist.Mete.365a4, Pr.947a31
•de una tempestad levantarse σμικροῦ νέφους ... ἐκπνεύσας μέγας χειμών S.Ai.1148.
2 del aire en la respiración fluir hacia fuera, exhalarse, ser espirado ὥσπερ τῶν ἀναπνεόντων ἀεὶ ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ ῥέον τὸ πνεῦμα como en el acto de respirar el aire al fluir constantemente se espira y se inspira Pl.Phd.112b.
III fig.
1 encalmarse, calmarse ἴσως ἂν ἐκπνεύσειεν (ὁ δῆμος) E.Or.700, τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Sch.Ar.Pax 943c.
2 perder fuerza, aquietarse del imán Gp.15.1.28
•perder brillo por el uso, de la perla PHolm.10.18.
English (Strong)
from ἐκ and πνέω; to expire: give up the ghost.
English (Thayer)
1st aorist ἐξέπνευσα; to breathe out, breathe out one's life, breathe one's last, expire: Sophocles Aj. 1026) Euripides down), and with βίον or ψυχήν added (from Aeschylus down).
Greek Monolingual
(AM ἐκπνέω, Α και ἐκπνείω)
1. (για έμβια) βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα
2. παραδίδω το πνεύμα μου, πεθαίνω
νεοελλ.
(για χρόνο) εξαντλούμαι, τελειώνω
αρχ.
1. (για τον εισπνεόμενο αέρα) βγαίνω έξω πνέοντας
2. φυσώ σαν πνοή
3. εκστομίζω
4. (για δρομέα) μού κόβεται η ανάσα
5. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω
6. ηρεμώ, ξεθυμαίνω
7. (για άνεμο) πνέω από ένα σημείο
8. ξεσπώ με δύναμη.
Greek Monotonic
ἐκπνέω: Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι ή -οῦμαι·
I. 1. ξεφυσώ, βγάζω πνοή προς τα έξω, σε Πλάτ.· κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα, σε Αισχύλ.
2. βίον ἐκπν., βγάζω την τελευταία μου πνοή, εκπνέω, ξεψυχώ, πεθαίνω, στον ίδ., σε Ευρ.· επίσης, ἐκπν. θυμόν, ψυχήν, στον ίδ.
II. απόλ.,
1. σταματώ να φυσώ, γαληνεύω, ηρεμώ, κοπάζω, στον ίδ.
2. πνέω προς τα έξω, λέγεται για άνεμο, σε Ηρόδ., Θουκ.· βγαίνω ορμητικά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπνέω: ион. ἐκπνείω
1) выдыхать (τῶν ἀναπνεόντων ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ τὸ πνεῦμα Plat.: μαλακὴν αὖραν Plut.; τὸ ἐκπνεόμενον θερμόν Arst.);
2) веять, дуть (ἄνεμοι ἔσωθεν ἐκπνέοντες Her.; ἐκ τοῦ κόλπου Thuc.; βορέας τὰς νύκτας ἐκπνεῖ Arst.);
3) извергать, метать (φλόγα Aesch.; ἀράς τινι Eur.): ἐ. θυμόν Eur. клокотать от гнева; σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών Soph. сильная буря, разразившаяся из малой тучки;
4) (тж. ἐ. βίον Aesch., Eur. и ἐ. ψυχήν Eur.) испускать дух, умирать Plut.; pass. быть убиваемым (ὑπό τινος Soph. и πρός τινος Eur.);
5) задыхаться, тяжело дышать (ἐπὶ τοῖς καμπτῆρσιν ἐκπνέουσι, sc. οἱ δρομεῖς Arst.);
6) досл. выдыхаться, перен. успокаиваться (ἴσως ἂν ἐκπνεύσειεν Eur.).