ὄρος: Difference between revisions
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
(5) |
(3b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρος:''' Ιων. [[οὖρος]], -εος, τό, γεν. πληθ. <i>ὀρέων</i>, [[ὀρῶν]], [[βουνό]], [[λόφος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· πληθ. [[οὔρεα]], στον ίδ. | |lsmtext='''ὄρος:''' Ιων. [[οὖρος]], -εος, τό, γεν. πληθ. <i>ὀρέων</i>, [[ὀρῶν]], [[βουνό]], [[λόφος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· πληθ. [[οὔρεα]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρος:''' ион. [[οὖρος]], εος τό гора, возвышенность Hom., Xen., Plat. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
εος, τό: gen. pl. ὀρέων (the form proper to Ion. and other dialects) is required by the metre in E.Ba.719 (iamb.) and freq. in lyr. verse, as S.OT1106, and is alone used in LXX, Ge.8.5, al., cf. IG7.2225.18 (ii B. C.), Apoc.6.15; but ὀρῶν (the Att. form) is required in A. Pr.719,811, Fr.342, E.Ba.791, and occurs in Th.3.24, Pl.Criti.111c, SIG888.120 (Scaptopara, iii A. D.), etc.: the Ep. and Lyr.forms οὔρεος, οὔρεϊ, οὔρεα, οὔρεσι prob. have οὐρ- metri gr. for ὀρ- (so ὤρεα, ὤρεος metri gr. in Dor., Theoc.1.77,115,4.35, Hymn.Is.162): the Ion. form is ὀρ-, Od.9.21, al., Anacr.2.5,
A v. ὄρειος (οὔρεσιν is an Epicism in Semon.14.1, cf. οὔρη at end of a hexam., IG12(8).445.6 (Thasos)); ὄρος is found in codd. of Hdt.1.43, 2.8,12, 7.176 and should perh. be restd. elsewh.:—mountain, hill, ὄρεος κορυφῇσι Il.3.10, al.; οὔρεος ἐν βήσσῃσιν 11.87 ; ἐν ὄρεσσι 1.235, al.; ἐν οὔρεσιν 24.614, al.; τρέμε δ' οὔρεα μακρά 13.18, etc.; Γαῖα . . γείνατο δ' Οὔρεα μακρά, θεῶν χαρίεντας ἐναύλους Hes.Th.129. 2 canton, parish, ὄ. Ἀργειατᾶν, ὄ. Ὀγχνιάἱον, etc., Mnemos.42.332 (Argos, iv B.C.). 3 in Egypt, desert, PTeb. 383.61 (i A. D.); as place of burial, POxy.274.27 (i A. D.), PRyl.153.5 (ii A. D.), PGrenf.2.77.22 (iii/iv A. D.). 4 part of the foot, = τὸ ἄνω πρὸ τῶν δακτύλων, Poll.2.197. 5 = ἀμίς, Sch.Ar.Ach.82.
German (Pape)
[Seite 385] ὁ, das breite Holz, unter dem die auszupressenden Weintrauben oder Oliven liegen, die Presse; Aesch. frg. 93; Poll. 7, 150. 10, 130 u. VLL. – Nach Schol. Ar. Ach. 82 läge in den Worten des Dichters, κἄχεζεν ὀκτὼ μῆνας ἐπὶ χρυσῶν ὀρῶν, eine Zweideutigkeit und Anspielung auf ὄρων, von ὄρος, = ἀμίς, οὐροδόχον ἀγγεῖον. – S. auch ὄῤῥος. τό, ion. u. ep. οὖρος (eigtl. das Emporsteigende), der Berg, das Gebirge; αἰπύ, Il. 2, 603 u. öfter, u. mit ähnlichen Bezeichnungen der Höhe, auch μακρόν, νιφόεν u. ä.; daneben braucht Hom. auch die ion. Form οὖρος, bes. in den Formen οὔρεος u. οὔρεα; auch Pind. hat beide Formen, οὔρεϊ ἶσος, I. 5, 30, ἐν οὔρεσι, P. 6, 21; Hes. nennt die Berge personificirt Kinder der Gäa, Theog. 129; Tragg.; u. in Prosa, πεδίων τε καὶ ὀρῶν, Plat. Legg. IX, 704 c; Xen. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρος: Ἰων. οὖρος, εος, τό· γεν. πληθ. ὀρέων ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Εὐρ. Βάκχ. 718 καὶ σπανίως ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν πεζογράφων· ἀλλὰ τὸ συνῃρημ. ὀρῶν ἀπαιτεῖται ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 719, 811, Ἀποσπ. 379, καὶ ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτ. Κριτ. 111C, κ. ἀλλ.: οἱ γραμματ. διαφωνοῦσι περὶ τοῦ τίς ὁ ἀληθῶς Ἀττ. τύπος: - ὄρος, κοινῶς βουνόν, Ὅμ., κλ., ἔχει ἀμφοτέρους τοὺς ἀριθμ. ἑνικόν τε καὶ πληθυντ., ἔν τε τῷ κοινῷ καὶ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ, οὔρεα μακρά, νιφόεντα κτλ.· οὕτω καὶ ὁ Ἡσιόδ., ὅστις (Θεογ. 129) καλεῖ τὰ ὄρη τέκνα τῆς Γαίας, - γείνατο δ’ Οὔρεα μακρά, θεῶν χαρίεντας ἐναύλους· - ὁ Ἡρόδ. προτιμᾷ τὸν Ἰων. τύπον, ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς Ἀντιγράφοις εὑρίσκεται ἐνίοτε ὁ κοινός, οἷον 1. 43., 2. 8. (Ἐντεῦθεν ὄρειος, ὀρεινός, ὀρείτης, ὀρεύς, Ὀρέστης· πρβλ. gir-is, Ζενδ. gair-is, Σλαυ. gor-a, ἅπαντα τῆς αὐτῆς σημασ., πρβλ. αἶα, γαῖα· ἴσως καὶ τὸ Βορέας ἐσήμαινε τὸν ὀρεινὸν ἄνεμον καὶ τὸ ὄν. Ὑπερβόρειοι τοὺς κατοικοῦντας πέραν τῶν Ριπαίων ὀρέων, ἅπερ ὑπονοοῦσι ῥίζαν ΓΟΡ ἢ ϜΟΡ· ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 474.)
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
montagne, colline, hauteur.
Étymologie: DELG ὄρνυμι.
English (Autenrieth)
εος, pl. dat. ὄρεσφι: mountain.
English (Slater)
ὄρος, οὖρος (ὄρος, ὄρει, ὄρος; ὀρέων, ὄρεσιν: οὔρεϊ, οὔρεσι.)
1 mountain ὑπὸ Κυλλάνας ὄρο̄ς (Π, Snell, cf. Σ: ὅροις codd.) (O. 6.77) Ζεῦ ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος (Etna) (P. 1.30) πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν (P. 3.36) μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν (P. 3.90) ἐν οὔρεσι (P. 6.21) “ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων” (P. 9.34) δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν at Nemea (N. 6.44) τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Ἀλκυονῆ (I. 6.32) καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα fr. 51a. 3. ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός (Wil.: μαλέγορος codd.) fr. 156.
English (Strong)
probably from an obsolete oro (to rise or "rear"; perhaps akin to αἴρω; compare ὄρνις); a mountain (as lifting itself above the plain): hill, mount(-ain).
English (Thayer)
ὄρους, τό (ὈΡΩ, ὄρνυμι (i. e. a rising; see orthroi])) (from Homer down), the Sept. for הַר, a mountain: τό ὄρος, the mountain nearest the place spoken of, the mountain near by (but see ὁ, II:1b.), ὄρη, ὀρέων (on this uncontracted form, used also in Attic, cf. Alexander Buttmann (1873) Gram. § 49 note 3; Winer s Grammar, § 9,2c.; (Buttmann, 14 (13); Dindorf in Fleckeisen's Jahrb. for 1869, p. 83)), ὄρη μεθιστάνειν a proverb. phrase, used also by rabbinical writings, to remove mountains, i. e. to accomplish most difficult, stupendous, incredible things: Mark 11:23.
Greek Monotonic
ὄρος: Ιων. οὖρος, -εος, τό, γεν. πληθ. ὀρέων, ὀρῶν, βουνό, λόφος, σε Όμηρ. κ.λπ.· πληθ. οὔρεα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὄρος: ион. οὖρος, εος τό гора, возвышенность Hom., Xen., Plat. etc.