πανοπλία: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνοπλία:''' Ιων. -ίη, ἡ, ολόκληρη η [[πανοπλία]] του <i>ὁπλίτου</i>, δηλ. [[ασπίδα]], [[περικεφαλαία]], [[θώρακας]], κνημίδες, [[ξίφος]] και [[δόρυ]], ολόκληρη η αμυντική [[στολή]], [[πανοπλία]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>πανοπλίᾳ</i>, Ιων. —ίῃ, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, πανοπλίαν ἔχων [[στῆναι]], σε Αριστοφ.· τὴν πανοπλίαν [[λαβεῖν]], στον ίδ.· μεταφ., ἡ [[πανοπλία]] τοῦ θεοῦ, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πᾰνοπλία:''' Ιων. -ίη, ἡ, ολόκληρη η [[πανοπλία]] του <i>ὁπλίτου</i>, δηλ. [[ασπίδα]], [[περικεφαλαία]], [[θώρακας]], κνημίδες, [[ξίφος]] και [[δόρυ]], ολόκληρη η αμυντική [[στολή]], [[πανοπλία]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>πανοπλίᾳ</i>, Ιων. —ίῃ, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, πανοπλίαν ἔχων [[στῆναι]], σε Αριστοφ.· τὴν πανοπλίαν [[λαβεῖν]], στον ίδ.· μεταφ., ἡ [[πανοπλία]] τοῦ θεοῦ, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνοπλία:''' ион. πανοπλίη ἡ паноплия, полное вооружение (гоплита) (т. е. щит, шлем, броня, поножи, меч и копье): πανοπλίᾳ Plat., πανοπλίη Her. в полном вооружении, во всеоружии.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνοπλία Medium diacritics: πανοπλία Low diacritics: πανοπλία Capitals: ΠΑΝΟΠΛΙΑ
Transliteration A: panoplía Transliteration B: panoplia Transliteration C: panoplia Beta Code: panopli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A suit of armour of a ὁπλίτης, i.e. shield, helmet, breast plate, greaves, sword, and lance, IG12.45.11 (prob.), Th.3.114, Isoc.16.29, SIG421.39 (Thermae, iii B. C.), etc.; γυναῖκα σκευάσαντες πανοπλίῃ Hdt.1.60; πανοπλίᾳ παντελεῖ κοσμηθεῖσα Pl.Lg. 796c; κοσμήσαντες π. Ἑλληνικῇ Hdt.4.180; πανοπλίαν ἕστηκ' ἔχουσα Ar.Av.830; π. ἔχων βαδίζεις Id.Pl.951: in pl., π. ἐπάργυροι καὶ κατάχρυσοι Onos.1.20: metaph., ἐνδύσασθε τὴν π. τοῦ θεοῦ Ep.Eph.6.11.

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, die ganze, volle Rüstung der Schwerbewaffneten, Schild, Helm, Brustpanzer, Beinschienen, Schwert u. Lanze, die schwere Rüstung; Ar. Av. 434; πανοπλίαν λαβεῖν, Isocr. 16, 29; πανοπλίαι, Thuc. 3, 114; Pol. 3, 62, 5; bes. πανοπλίῃ σκευάζειν, Her. 1, 60; Ar. Plut. 951; πανοπλίᾳ κοσμηθεῖσα, Plat. Legg. VII, 796 b, vgl. Menex. 249 a.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνοπλία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, ὁ πλήρης ὁπλισμὸς τοῦ ὁπλίτου, δηλ. ἀσπίς, περικεφαλαία, θώραξ, κνημῖδες, ξίφος καὶ δόρυ, Θουκ. 3. 114, Ἰσοκρ. 352D, κτλ.· πανοπλίᾳ. Ἰων. -ίη, ἐν πλήρει ὁπλισμῷ, de pied en cap, Ἡρόδ. 1. 60, Πλάτ. Νόμ. 796Β· κοσμήσαντες π. Ἑλληνικῇ Ἡρόδ. 4. 180 οὕτω, πανοπλίαν ἔχων στῆναι, βαδίζειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 830, Πλ. 951· τὴν π. λαβεῖν ὁ αὐτ. Ὄρν. 434· - μεταφορ., ἐνδύσθασθε τὴν π. τοῦ θεοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
panoplie ou armure complète d’un hoplite (bouclier, casque, cuirasse, cuissards, épée et lance).
Étymologie: πάνοπλος.

English (Strong)

from a compound of πᾶς and ὅπλον; full armor ("panoply"): all (whole) armour.

English (Thayer)

πανοπλίας, ἡ (from πάνοπλος wholly armed, in full armor; and this from πᾶς and ὅπλον), full armor, complete armor (i. e. a shield, sword, lance, helmet, greaves, and breastplate, (cf. Polybius 6,28, 2ff)): Θεοῦ, which God supplies (Winer's Grammar, 189 (178)), Herodotus, Plato, Isocrates, Polybius, Josephus, the Sept.; tropically, of the various appliances at God's command for punishing, Wisdom of Solomon 5:18.)

Greek Monolingual

η / Α ιων. τ. πανοπλίη, ΝΜΑ πάνοπλος
1. το σύνολο τών αμυντικών και επιθετικών όπλων που φέρει επάνω του ένας πολεμιστής, ο πλήρης οπλισμός του: η ασπίδα, η περικεφαλαία, ο θώρακας, οι κνημίδες, το ξίφος και το δόρυ
2. μτφ. το σύνολο τών πνευματικών εφοδίων για την ευδοκίμηση κάποιου στη ζωή, για τη σταδιοδρομία του.

Greek Monotonic

πᾰνοπλία: Ιων. -ίη, ἡ, ολόκληρη η πανοπλία του ὁπλίτου, δηλ. ασπίδα, περικεφαλαία, θώρακας, κνημίδες, ξίφος και δόρυ, ολόκληρη η αμυντική στολή, πανοπλία, σε Θουκ. κ.λπ.· πανοπλίᾳ, Ιων. —ίῃ, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, πανοπλίαν ἔχων στῆναι, σε Αριστοφ.· τὴν πανοπλίαν λαβεῖν, στον ίδ.· μεταφ., ἡ πανοπλία τοῦ θεοῦ, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πᾰνοπλία: ион. πανοπλίη ἡ паноплия, полное вооружение (гоплита) (т. е. щит, шлем, броня, поножи, меч и копье): πανοπλίᾳ Plat., πανοπλίη Her. в полном вооружении, во всеоружии.