πειθαρχέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πειθαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπακούω]] σε κάποια [[αρχή]], με δοτ., [[πειθαρχέω]] πατρί, σε Σοφ.· <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπάκουος]], σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πειθαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπακούω]] σε κάποια [[αρχή]], με δοτ., [[πειθαρχέω]] πατρί, σε Σοφ.· <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπάκουος]], σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πειθαρχέω:''' тж. med. слушаться, повиноваться, подчиняться (πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Arph.; ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις NT; ἀσθενὴς καὶ πειθαρχέεσθαι [[ἑτοῖμος]] Her.).
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθαρχέω Medium diacritics: πειθαρχέω Low diacritics: πειθαρχέω Capitals: ΠΕΙΘΑΡΧΕΩ
Transliteration A: peitharchéō Transliteration B: peitharcheō Transliteration C: peitharcheo Beta Code: peiqarxe/w

English (LSJ)

   A obey one in authority, abs., πειθαρχεῖ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Eup.232, cf.Arist.Pol.1262b3 : mostly c. dat., π. πατρί S.Tr.1178 ; τοῖς νόμοισι Ar.Ec.762 ; τοῖς ἐφεστῶσι X.Mem.3.5.19, cf. Pl.R.538d; ὡς ἂν . . τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς π. Cratin.139 ; τοῖς προσταχθεῖσιν Isoc.3.13 ; τῷ λόγῳ Arist.Pol.1295b6 : c. gen. (cf. πείθω B. 1.3), ἐπιταγμάτων Epist. Darei in SIG22.7 (v B. C.) ; στρατηγοῦ OGI12.11 (Priene, iii B. C.), cf. 244.38 (Syria, ii B. C.) ; τινος PGiss.2.16 (ii B. C.) :—Med., ἔθνος . . πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον Hdt.5.91.

German (Pape)

[Seite 543] dem Vorgesetzten gehorchen oder folgen, übh. gehorsam sein, τινί; Soph. Tr. 1168; Eur. I. A. 1120; τοῖς νόμοις, Ar. Eccl. 762; Plat. Rep. VII, 538 d; Isocr. 3, 12. 4, 103; Pol. 3, 4, 3 u. öfter, u. Sp. – Her. braucht in demselben Sinne das med, ἔθνος ἀσθενὲς καὶ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον, 5, 91.

Greek (Liddell-Scott)

πειθαρχέω: μέλλ. -ήσω, πείθομαι τῷ ἄρχοντι, τῷ προϊσταμένῳ, εἶμαι εὐπειθής, ὑπακούω, ἀπολ., καὶ τἆλλα πειθαρχεῖ καλῶς ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 2, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 14· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., π. πατρὶ Σοφ. Τρ. 1178· τοῖς νόμοις Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 762· τοῖς ἐφεστῶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 19, πρβλ. Πλάτ. 538D· ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς ἡμῶν πειθαρχῇ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 2· τοῖς προσταχθεῖσιν Ἰσοκρ. 29C· τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 4.— Τὸ μέσον κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρ’ Ἡροδ., ἔθνος ... πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον 5. 91.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
obéir aux magistrats ou aux lois ; en gén. obéir à, τινι.
Étymologie: πείθαρχος.

English (Strong)

from a compound of πείθω and ἄρχω; to be persuaded by a ruler, i.e. (genitive case) to submit to authority; by analogy, to conform to advice: hearken, obey (magistrates).

English (Thayer)

πειθάρχω; 1st aorist participle πειθαρχησας; (πείθαρχος; and this from πείθομαι and ἀρχή); to obey (a ruler or a superior): Θεῷ, to be obedient); τῷ λόγῳ τῆς δικαιοσύνης, Polycarp, ad Philippians 9,1 [ET]; (A. V. to hearken to) one advising something, Sophocles, Xenophon, Polybius, Diodorus, Josephus, Plutarch, others; on the very frequent use of the verb by Philo see Siegfried, Philo von Alex. as above with, p. 43 (especially, p. 108).)

Greek Monotonic

πειθαρχέω: μέλ. -ήσω, υπακούω σε κάποια αρχή, με δοτ., πειθαρχέω πατρί, σε Σοφ.· τοῖς νόμοις, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι υπάκουος, σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πειθαρχέω: тж. med. слушаться, повиноваться, подчиняться (πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Arph.; ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις NT; ἀσθενὴς καὶ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμος Her.).