λαμπάς: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(3) |
(1ba) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λαμπάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> факел, светоч (πευκίνη Soph.): λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]] Aesch. сигнальный огонь;<br /><b class="num">2)</b> (= [[λαμπαδηδρομία]]): λαμπάδα τρέχειν Arph. совершать факельный пробег; λ. ἀφ᾽ ἵππων τῇ θεῷ Plat. конный пробег с факелами в честь богини;<br /><b class="num">3)</b> дневное светило, солнце: τὸ λαμπάδος [[ὄμμα]] Soph. солнечный диск;<br /><b class="num">4)</b> солнечный свет, день: ἡ [[ἐπιοῦσα]] λ. Eur. наступающий (следующий) день;<br /><b class="num">5)</b> молния: δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις Eur. пораженный ударами молнии;<br /><b class="num">6)</b> огненный метеор Arst., Diod.;<br /><b class="num">7)</b> лампада, светильник NT.<br />άδος adj. f озаренная светом факелов (ἀκταί Soph.). | |elrutext='''λαμπάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> факел, светоч (πευκίνη Soph.): λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]] Aesch. сигнальный огонь;<br /><b class="num">2)</b> (= [[λαμπαδηδρομία]]): λαμπάδα τρέχειν Arph. совершать факельный пробег; λ. ἀφ᾽ ἵππων τῇ θεῷ Plat. конный пробег с факелами в честь богини;<br /><b class="num">3)</b> дневное светило, солнце: τὸ λαμπάδος [[ὄμμα]] Soph. солнечный диск;<br /><b class="num">4)</b> солнечный свет, день: ἡ [[ἐπιοῦσα]] λ. Eur. наступающий (следующий) день;<br /><b class="num">5)</b> молния: δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις Eur. пораженный ударами молнии;<br /><b class="num">6)</b> огненный метеор Arst., Diod.;<br /><b class="num">7)</b> лампада, светильник NT.<br />άδος adj. f озаренная светом факелов (ἀκταί Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λαμπάς]], άδος, [[λάμπω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[torch]], Aesch., Soph., etc.: a [[beacon]]-[[light]], Aesch.:—[[later]], an oil-[[lamp]], NTest., Anth.<br /><b class="num">2.</b> metaph. of the sun, Soph., Eur., etc.; ἡ [[ἐπιοῦσα]] λ. the [[coming]] [[light]], i. e. the [[next]] day, Eur.<br /><b class="num">II.</b> the [[torch]]-[[race]], like [[λαμπαδηδρομία]], Hdt.; λαμπάδα [[δραμεῖν]] to run the [[race]], Ar. <br />2 [adj., poet. fem. of [[λαμπρός]]<br />[[gleaming]] with torches, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 9 January 2019
English (LSJ)
(A), άδος, ἡ,
A torch, A.Th.433, Th.3.24, etc.; πευκίνη λ. S. Tr.1198; beacon-light, A.Ag.8, 28, etc.; λαμπάδας ἅψασθαι light torches, Ar.Th.655; λαμπάδας τινάσσων, in Bacchic ceremonies, Id.Ra.340 (lyr.); used in festal processions, φαίνετε τούτῳ (sc. τῷ Αἰσχύλῳ) λαμπάδας ἱεράς ib.1525 (anap.), cf. Th.102 (lyr.). 2 faggot, Plb.3.93.4; any light, lamp, λαμπάδες ἀργυραῖ LXX Ju.10.22; wax-light, Plu.2.263f; λ. κηροχίτων AP6.249 (Antip.); later of oillamps, Ev.Matt.25.3. 3 metaph., of the sun, Parm.10.3, S. Ant.879 (lyr.), etc.; ἡ 'πιοῦσα λ. the coming light, i.e. the next day, E.Med.352; of lightning, δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις Id.Supp. 1011, cf. Ba.244, 594 (lyr.); of the Cyclops' eye, Cratin.459. 4 meteor, Arist.Mu.395b11, D.S.16.66, D.C.37.25. II torch-race, = λαμπαδηδρομία, Hdt.6.105, X.Vect.4.52; λαμπάδα δραμεῖν, τρέχειν, run the race, Ar.V.1203, Thphr.Char.27.4; τὰς λ. δραμεῖν IG22.1030.9; ἐν ταῖς λ. διηγωνίσθαι ib.1039.20; λαμπάδα φέρειν Ar.Ra.1087 (anap.); ἀφιεμένην τὴν λ. θεῶ see the start, ib.131; τὰς λ. συντελεῖν IG 22.1011.9; λ. ἔσται . . ἀφ' ἵππων τῇ θεῷ Pl.R.328a; λαμπάδι νικᾶν win in it, And.4.42, cf. IG22.957, al.; λαμπάδα ν. win it, ib.3.106, al.; οἱ νικήσαντες τὴν λ. ib.122, cf. Milet.1(7).203a14 (ii B. C.). 2 metaph., of life, λαμπάδα γὰρ ζωᾶς με δραμεῖν . . ἤθελε δαίμων Epigr.Gr. 231 (Chios); καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντας ἄλλοις ἐξ ἄλλων Pl.Lg.776b. III = λυχνὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.3.101.
λαμπάς (B), άδος, poet. Adj.,
A torch-lit, λ. ἀκταί, of Eleusis, S.OC 1049 (lyr.); ἑορταὶ λ. Lys.Fr.105 S.
German (Pape)
[Seite 12] άδος, ἡ, 1) die Fachel, Leuchte, φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη Aesch. Spt. 433; αἴθουσι πᾶσαν νύκτα λαμπάδας πυρός Eur. Rhes. 95; λαμπάδος σέλας Soph. Tr. 1198; Her. u. Folgende, wie Thuc. 3, 24. Bes. ein mit der Fackel gegebenes Feuerzeichen, φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον Aesch. Ag. 8, öfter; Ar. Ran. 340. – 2) der Fackellauf, wie λαμπαδηδρομία, Her. 6, 105; so λαμπάδας ἄγουσιν Ἀθηναῖοι Παναθηναίοις, Ἡφαιστείοις, Προμηθείοις, B. A. 277; λαμπάδα τρέχειν, Ar. Vesp. 1202; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων τῇ θεῷ Plat. Rep. I, 328 a; darauf bezieht sich Legg. VI, 776 b καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντες ἄλλοις ἐξ ἄλλων. Vgl. Xen. Vectig. 4, 52. So auch γεγυμνησιάρχηκε λαμπάδι, Is.; u. λαμπάδι νενικηκώς, Andoc. 4, 42; vgl. Ep. ad. 122 (App. 230). – 3) übertr. von der Sonne, οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν ὄμμα θέμις ὁρᾶν Soph. Ant. 870; vgl. Eur. Suppl. 991; dah. ἡ 'πιοῦσα, d. i. der Tag, Eur. Med. 352; vom Blitz, λαμπάσι κεραυνίοις δαμασθείς Suppl. 1011, öfter. – Auch ein fackelähnliches Feuerzeichen am Himmel, Arist. mund. 4; λαμπὰς καιομένη κατὰ τὸν οὐρανόν D. gie. 16, 66. – Von der Oellampe, N. T. – Soph. braucht es auch adjectivisch, λαμπάσιν ἀκταῖς, fackelhell, O. C. 1052.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπάς: -άδος, ἡ, (λάμπω) δᾴς, πυρσός, Αἰσχύλ. Θήβ. 433· πευκίνη λ. Σοφ. Τρ. 1198, Θουκ. 3.24, κτλ.· πυρσὸς χρησιμεύων ὡς σημεῖον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 8, 28, κτλ.· λ. ἅψασθαι, ἀνάψαι τὴν λαμπάδα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 655· λαμπάδας τινάσσων, ἐν Βακχικαῖς τελεταῖς, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 340· ἐν χρήσει κατὰ πᾶσαν πανηγυρικὴν πομπήν, φαίνετε τούτῳ (δηλ. τῷ Αἰσχύλῳ) λαμπάδας ἱερὰς αὐτόθι 1524, πρβλ. Θεσμ. 102, καὶ ἴδε δίπυρος ΙΙ· -δᾴς, «δᾳδί», Πολύβ. 3. 93, 4· πᾶν εἶδος φωτός, λύχνος, λαμπάδες ἀργυραῖ Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄, 22)· κηρίον, «λαμπάδα», Πλούτ. 2. 263F· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ τῶν δι’ ἐλαίου λύχνων, κ. Ματθ. Εὐαγγ. κε΄, 3, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 249, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σοφ. Ἀντ. 879, Εὐρ., (ἴδε ἐν λ. ἱππεύω)· ἡ ’πιοῦσα λ., τὸ ἐρχόμενον φῶς, δηλ. ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα, Εὐρ. Μήδ. 352· ἐπὶ ἀστραπῆς, δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1011, πρβλ. Βάκχ. 244, 594. 3) μετέωρον, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 24, Διόδ. 16. 66. ΙΙ. ὁ ἀγὼν τῆς λαμπαδηφορίας, ὡς τὸ λαμπαδηδρομία, Ἡρόδ. 6. 105, Schneid. εἰς Ξεν. Πόρ. 4, 52· λαμπάδα δραμεῖν, λαμβάνω μέρος εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς λαμπαδηφορίας, Ἀριστοφ. Σφ. 1203, Θεοφρ. Χαρακτ. 27· λ. φέρειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1087· ἀφιεμένην τὴν λ. θεῶ, ἴδε, «κύτταξε» τὴν ἀρχὴν τοῦ ἀγῶνος, αὐτόθι 131· λ. ἔσται... ἀφ’ ἵππων τῷ θεῷ Πλάτ. Πολ. 328Α· λαμπάδι νικᾶν, εἶμαι νικητὴς ἐν τῇ λαμπαδηδρομίᾳ, Ἀνδοκ. 34. 29· κοινότερον, λαμπάδα ν., εἶμαι νικητής, Συλλ. Ἐπιγραφ. 243, 257· οἱ νικήσαντες τὴν λαμπάδα αὐτόθι 244, πρβλ. 287· λαμπάδων ἀγῶνες Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 84. 3 (ἔκδ. Blass), πρβλ. γυμνασιαρχέω. 2) μεταφ. ἐπὶ τῆς ζωῆς, λαμπάδα γὰς ζωᾶς με δραμεῖν... ἤθελε δαίμων Ἀνθ. ΙΙ. παράρτ. 148· καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντες ἄλλοις ἐξ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 776Β, ἴδε λαμπάδιον Ι, καὶ πρβλ. Lucret. 2.78, Pers. 6. 61. ΙΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ κνίδη (τσουκνίδα), Διοσκ. ἐν Νόθ. 3. 115.
French (Bailly abrégé)
1άδος (ἡ) :
I. flambeau, particul. flambeau que les coureurs se passaient les uns aux autres ; course aux flambeaux : λαμπάδα δραμεῖν AR courir la course aux flambeaux;
II. p. ext. 1 fagot allumé;
2 flambeau de cire;
3 lampe;
III. p. anal. 1 flambeau du soleil ; αἱ λαμπάδες rayons du soleil;
2 lumière du jour;
3 au pl. lueurs des éclairs;
4 météore igné;
5 autre nom de la plante λυχνὶς ἀγρία.
Étymologie: R. Λαμπ, briller ; cf. λάμπω.
2άδος
adj. f.
éclairée, brillante de la lueur des flambeaux.
Étym. v. λαμπάς¹.
Spanish
English (Strong)
from λάμπω; a "lamp" or flambeau: lamp, light, torch.
English (Thayer)
λαμπάδος, ἡ (λάμπω, cf. our lamp) (from Aeschylus and Thucydides down), the Sept. for לַפִּיד;
1. a torch: A. V. lamps); a lamp, the flame of which is fed with oil: Trench, Synonyms, § xlvi.; Edersheim, Jesus the Messiah, ii. 455ff; Becker, Charicles, Sc. ix. (English translation, p. 163).)
Greek Monolingual
λαμπάς, -άδος, ἡ (AM) βλ. λαμπάδα.
Greek Monotonic
λαμπάς: -άδος, ἡ (λάμπω),
I. 1. πυρσός, δάδα, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.· πυρσός σηματοδοσίας που χρησιμεύει σαν φάρος, σε Αισχύλ.· μεταγεν., λάμπα, λύχνος ελαίου, σε Καινή Διαθήκη, Ανθ.
2. μεταφ., λέγεται για τον ήλιο, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· ἡ ἐπιοῦσα λαμπάς, το φως που έρχεται, δηλ. η επόμενη μέρα, σε Ευρ.
II. ο αγώνας της λαμπαδηδρομίας, όπως λαμπαδηδρομία, σε Ηρόδ.· λαμπάδα δραμεῖν, παίρνω μέρος στον αγώνα της λαμπαδηδρομίας, σε Αριστοφ.
• λαμπάς: ποιητ. επίθ., θηλ. του λαμπρός, αυτή που λάμπει από τις λαμπάδες, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λαμπάς: άδος (ᾰδ) ἡ
1) факел, светоч (πευκίνη Soph.): λαμπάδος τὸ σύμβολον Aesch. сигнальный огонь;
2) (= λαμπαδηδρομία): λαμπάδα τρέχειν Arph. совершать факельный пробег; λ. ἀφ᾽ ἵππων τῇ θεῷ Plat. конный пробег с факелами в честь богини;
3) дневное светило, солнце: τὸ λαμπάδος ὄμμα Soph. солнечный диск;
4) солнечный свет, день: ἡ ἐπιοῦσα λ. Eur. наступающий (следующий) день;
5) молния: δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις Eur. пораженный ударами молнии;
6) огненный метеор Arst., Diod.;
7) лампада, светильник NT.
άδος adj. f озаренная светом факелов (ἀκταί Soph.).
Middle Liddell
λαμπάς, άδος, λάμπω
I. a torch, Aesch., Soph., etc.: a beacon-light, Aesch.:—later, an oil-lamp, NTest., Anth.
2. metaph. of the sun, Soph., Eur., etc.; ἡ ἐπιοῦσα λ. the coming light, i. e. the next day, Eur.
II. the torch-race, like λαμπαδηδρομία, Hdt.; λαμπάδα δραμεῖν to run the race, Ar.
2 [adj., poet. fem. of λαμπρός
gleaming with torches, Soph.