προσεγγίζω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(nl)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-εγγίζω doen naderen, met acc. en dat.:; χείλη προσεγγίσας χείλεσιν lippen tegen lippen aan brengend [Luc.] 49.53; naderen, met dat.. AP 7.422.6.
|elnltext=προσ-εγγίζω doen naderen, met acc. en dat.:; χείλη προσεγγίσας χείλεσιν lippen tegen lippen aan brengend [Luc.] 49.53; naderen, met dat.. AP 7.422.6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[approach]], τινί Anth.
}}
}}

Revision as of 00:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγγίζω Medium diacritics: προσεγγίζω Low diacritics: προσεγγίζω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΩ
Transliteration A: prosengízō Transliteration B: prosengizō Transliteration C: proseggizo Beta Code: proseggi/zw

English (LSJ)

   A bring near, Luc.Am.53.    II intr., approach, AP 7.422 (Leon.), Philum.Ven.12.1; τοῖς τόποις D.S.3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.E.Hec.585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.Exag.96:—Med., Sch.E.Hec.439; πρός c.acc., Cat.Cod.Astr.1.157.

German (Pape)

[Seite 756] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσεγγίζω: φέρω πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., πλησιάζω, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

1 tr. approcher;
2 intr. s’approcher de.
Étymologie: πρός, ἐγγίζω.

English (Strong)

from πρός and ἐγγίζω; to approach near: come nigh.

English (Thayer)

1st aorist infinitive προσεγγίσαι; to approach unto (πρός, IV:1): with the dative of a person (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), T Tr marginal reading WH προσενέγκαι). (The Sept.; Polybius, Diodorus, Lucian).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α
1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)
2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το διαστημόπλοιο θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «ὥστε μηδένα δύνασθαι τοῑς τόποις προσεγγίζειν», Διόδ.)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) εισέρχομαι σε λιμάνι, σταθμεύω («το πλοίο θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)
2. (για χρόνο) δεν απέχω πολύ, επίκειμαι, κοντεύω («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετωπίζω, εξετάζω, πραγματεύομαι («ο συγγραφέας προσεγγίζει την περίπτωση αυτή με ευρύ πνεύμα»)
αρχ.
έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.

Greek Monotonic

προσεγγίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλησιάζω, τινί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

προσεγγίζω: 1) приближать, сближать (χείλη χείλεσι Luc.);
2) приближаться, подходить (τινί Diod., NT, Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εγγίζω doen naderen, met acc. en dat.:; χείλη προσεγγίσας χείλεσιν lippen tegen lippen aan brengend [Luc.] 49.53; naderen, met dat.. AP 7.422.6.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to approach, τινί Anth.