ἔνδειξις: Difference between revisions
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔνδειξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> показывание: κατὰ τὴν ἔνδειξιν ὑποδεικνύμενος Polyb. наглядно показанный;<br /><b class="num">2)</b> доказательство, довод (τὴν ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἐνδείκνυσθαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> предание (суду), выдача (τινος πρὸς τοὺς θεσμοθέτας Dem.);<br /><b class="num">4)</b> заискивание, угодничество (εἰς - v. l. πρός - τινα Aeschin.). | |elrutext='''ἔνδειξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> показывание: κατὰ τὴν ἔνδειξιν ὑποδεικνύμενος Polyb. наглядно показанный;<br /><b class="num">2)</b> доказательство, довод (τὴν ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἐνδείκνυσθαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> предание (суду), выдача (τινος πρὸς τοὺς θεσμοθέτας Dem.);<br /><b class="num">4)</b> заискивание, угодничество (εἰς - v. l. πρός - τινα Aeschin.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἔνδειξις]], εως <i>n</i><br /><b class="num">I.</b> a pointing out as Attic law-[[term]], a laying [[information]] [[against]] one who [[discharged]] [[public]] functions for [[which]] he was [[legally]] [[disqualified]], Dem., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[display]] of [[good]] [[will]], Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A indication, ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἐνδείκνυσθαι, opp. ἐννοεῖν, Pl.Lg.966b, cf. Plb.3.38.5, Ep.Rom.3.25, A.D.Synt.14.18, Ptol. Phas.p.10 H., D.C.62.23, etc.; esp. in disease, Gal.10.126, al., S.E. P.1.240. 2 as law-term, laying of information against one who discharged public functions for which he was legally disqualified, writ of indictment in such a case, And.1.10, D.20.156 (pl.), Arist.Ath. 52.1 (pl.), cf. Decr.ib.29.4, IG22.1128.35. II demonstration, display of one's good will (cf. ἐνδείκνυμι 11.4), ἡ εἰς Ἀλέξανδρον ἔ. Aeschin. 3.219. III proof, demonstration, Phlp.in Mete.123.34.
German (Pape)
[Seite 832] ἡ, das Zeigen, – a) der Beweis, Plat. Legg. XII, 966 b u. Sp. – b) das Sehenlassen, Pol. 3, 38, 5; bes. um sich bei Einem zu insinuiren, ἡ πρὸς Ἀλέξανδρον ἔνδ., Aesch. 3, 219. – c) die Anzeige, Anklage, Andoc. 1, 10, u. öfter bei Rednern; im Gesetz bei Dem. 24, 22, ἔνδ. ἔστω αὐτῶν πρὸς τοὺς θεσμοθέτας; nach den VLL., wo das Verbrechen ausgemacht ist, also nur eine Anzeige, um die gesetzliche Strafe eintreten zu lassen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδειξις: -εως, ἡ δεῖξις, ὑπόδειξις, «δείξιμον», Πολύβ. 3. 38, 5. 2) ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, κατάθεσις καταγγελίας ἐναντίον τινός, ἔχοντος παρανόμως δημοσίαν ὑπηρεσίαν, «ἔνδειξις: εἶδος δίκης δημοσίας, ὑφ’ ἣν τοὺς ἐκ τῶν νόμων εἰργομένους τινῶν ἢ τόπων ἢ πράξεων, εἰ μὴ ἀπέχοιντο αὐτῶν, ὑπῆγον· πολλοὶ μὲν οὖν εἰσὶν λόγοι ἐνδείξεως, γνωριμώτατοι δὲ οἱ κατ’ Ἀριστογείτονος Δημοσθένους» Ἁρποκρ.· - «ἔνδειξις: φανέρωσις κατὰ τῶν ἀτίμων καὶ ποιούντων ἃ κωλύουσιν οἱ νόμοι· τῶν δὲ ἐνδείξεων εἰσέφερον εἰς τὸ δικαστήριον ἃς μὲν οἱ ἕνδεκα, ἃς δὲ οἱ θεσμοθέται» Α. Β. 250, 10· πρβλ. Ρητορ. Λεξ. ἐν λέξει· ἢ φάσεις ἢ ἐνδείξεις ἢ ἀπαγωγαὶ Ἀνδοκ. π. Μυστ. 24, 1· εἶναι δὲ καὶ ἐνδείξεις καὶ ἀπαγωγὰς Δημ. 504, 24, κτλ.· πρβλ. ἐνδείκνυμι Ι. 2. ΙΙ. ἐπίδειξις εὐνοίας πρός τινα, ὑπὲρ τῆς εἰς Ἀλέξανδρον ἐνδείξεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 61. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 dénonciation ; poursuite (en particul. pour usurpation de fonctions publiques);
2 action de se faire valoir, de s’insinuer : πρός τινα auprès de qqn.
Étymologie: ἐνδείκνυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1abstr. expresión, manifestación ἐννοεῖν μέν, τὴν δὲ ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἀδυνατεῖν ἐνδείκνυσθαι; ¿comprender, para luego ser incapaces de expresarlo razonadamente? Pl.Lg.966b, ἐξ ἀνάγκης ἐνδείξεως ἕνεκα αὐτοῖς (ὀνόμασι) χρῆται forzosamente para su expresión se sirve de las palabras Plot.6.8.13.
2 concr. expresión sucinta, sentencia παρὰ τὸ σύνηθες ὁ Ἀριστοτέλης ταῖς Πυθαγορικαῖς ἐνδείξεσιν εἰς ἀπόδειξιν ἐχρήσατο Simp.in Cael.9.11.
II ref. la mostración
1 indicación, indicio ἀνευρεῖν ... διὰ σμικρᾶς ἐνδείξεως Pl.Ep.341e, cf. Didym.Trin.2.6.4.12, c. gen. obj. ἔ. τῆς εὐδαιμονίας Arist.Rh.1391a3, cf. Plu.Per.31, I.AI 13.306, ἔ. τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ (de Dios) Ep.Rom.3.25, πονηρίας ἔ. ἀνδρὸς ἀναιδοῦς Aesop.Prou.74, cf. Clem.Al.Strom.2.16.75, ἔ. τοῦ σκοποῦ τῆς μετρικῆς Aristid.Quint.41.2, τοῦ κλίματος Ptol.Phas.10.14, cf. Phlp.in Mete.123.34, c. rég. prep. δι' ἐνδείξεως περὶ τῶν θείων λέγοντες Procl.Theol.Plat.1.4 (p.20), ἔ. περὶ τῶν ζητουμένων Procl.in Cra.p.29, τὰ οἰκεῖα πάθη ... ἑαυτῶν μηνυουσῶν οὐδὲ σαφῶς, ἀλλὰ δι' ἐνδείξεων Dam.Pr.4, ἐ. πρὸς τοὺς μακαρίους Origenes Philoc.23.20, c. complet. δι' ἔνδειξιν ὅτι ... D.C.69.4.3, cf. Hsch.H.Hom.5.2.15.
2 gesto, señal ἡ πρὸς Ἀλέξανδρον ἔ. Aeschin.3.219, cf. Synes.Ep.23.
3 acusación, reclamación ἔ. καὶ ἔρις πρὸς ἀνθρώπους ... οὐδεμία por parte de Dios, Didym.M.39.876B.
III usos téc.
1 jur. denuncia, imputación γραφαί, φάσεις, ἐνδείξεις, ἀπαγωγαί D.39.14, cf. 20.156, τὰς ἐνδείξεις ... εἰσάγουσιν οἱ ἕνδεκα las denuncias las presentan los Once Arist.Ath.52.1, And.Myst.10, cf. SB 10989.2.3 (IV d.C.), c. gen. obj. ἐ. αὐτοῦ Arist.Ath.29.4, c. giro prep. ἡ Κατὰ Δεινίου ἔ. tít. de Din.Fr.9.4, πρὸς τοὺς ἕνδεκα IG 22.1128.35 (IV a.C.).
2 medic. indicación como principio del método terapéutico ὑπὲρ τῶν θεραπευτικῶν ἐνδείξεων Gal.10.126, τὴν γὰρ οἶον ἔμφασιν τῆς ἀκολουθίας λέγομεν ἔνδειξιν Gal.10.126, τῶν παθῶν Gal.10.351, cf. 104, 248, S.E.P.1.240, αἱ κατὰ μέρος ἐνδείξεις Gal.10.169, αἱ δ' ἀπὸ τῶν συμπτωμάτων τε καὶ νοσημάτων ἐνδείξεις Gal.11.47, ἡ ἀπὸ τοῦ ἔθους ἔ. Orib.10.1.30, cf. 7.23.27.
3 gram. indicación, significación ἔ. ἑτέρου προσώπου del verbo, A.D.Synt.14.18, cf. 237.18, 247.6.
English (Strong)
from ἐνδείκνυμι; indication (abstractly): declare, evident token, proof.
English (Thayer)
ἐνδειξεως, ἡ (ἐνδείκνυμι), demonstration, proof: i. e. manifestation, made in Acts , τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, sign, evidence (A. V. evident token), ἀπωλείας, Plato, others.)
Greek Monotonic
ἔνδειξις: -εως, ἡ,
I. επισήμανση, υπόδειξη, ως Αττ. δικανικός όρος, υποβολή καταγγελίας εναντίον κάποιου που αποκλείστηκε από δημόσια αξιώματα για τα οποία κρίθηκε από νομικής πλευράς ακατάλληλος, σε Δημ. κ.λπ.
II. επίδειξη καλής θέλησης, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδειξις: εως ἡ
1) показывание: κατὰ τὴν ἔνδειξιν ὑποδεικνύμενος Polyb. наглядно показанный;
2) доказательство, довод (τὴν ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἐνδείκνυσθαι Plat.);
3) предание (суду), выдача (τινος πρὸς τοὺς θεσμοθέτας Dem.);
4) заискивание, угодничество (εἰς - v. l. πρός - τινα Aeschin.).
Middle Liddell
ἔνδειξις, εως n
I. a pointing out as Attic law-term, a laying information against one who discharged public functions for which he was legally disqualified, Dem., etc.
II. a display of good will, Aeschin.