διεκφεύγω: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διεκφεύγω:''' убегать, избегать (τὸν κίνδυνον Plut.). | |elrutext='''διεκφεύγω:''' убегать, избегать (τὸν κίνδυνον Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[escape]] [[completely]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
English (LSJ)
strengthd. for ἐκφεύγω, Plu.Cam.27 (v.l.);
A κακίαν Corp.Herm.12.7; διὲκ πέτρας φ. A.R.2.616.
German (Pape)
[Seite 618] (s. φεύγω), entfliehen; τὸν κίνδυνον Plut. Camill. 27.
Greek (Liddell-Scott)
διεκφεύγω: ἐπιτεταμ. ἐκφεύγω, Πλούτ. Καμίλλ. 27· διὲκ πέτρας φ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 616.
French (Bailly abrégé)
ao.2 part. διεκφυγόντες;
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: διά, ἐκφεύγω.
Spanish (DGE)
1 escapar de o evitar τὰς χεῖρας ἡμῶν I.BI 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.Cic.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio, Corp.Herm.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.Aet.173.13.
2 local escapar a través de, huir cruzando c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.Au.2.5.
Greek Monolingual
(Α) εκφεύγω
1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω
2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.)
νεοελλ.
(αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η θεωρία της σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια της συνηθισμένης μάθησης»)
αρχ.
(αναφορικά με πάθος ή ελάττωμα) αποφεύγω, απαλλάσσομαι.
Greek Monotonic
διεκφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, διαφεύγω, ξεφεύγω ολοκληρωτικά, γλιτώνω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διεκφεύγω: убегать, избегать (τὸν κίνδυνον Plut.).
Middle Liddell
fut. -φεύξομαι
to escape completely, Plut.