νόσημα: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νόσημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> болезнь Soph., Eur., Thuc.: νοσήματι περιπίπτειν Xen. заболеть; κατέχεσθαι νοσήματι NT быть больным;<br /><b class="num">2)</b> порок, зло (τῆς ἀδικίας Plat.);<br /><b class="num">3)</b> бедствие, несчастье: τὸ ν. [[μεῖζον]] ἢ φέρειν Soph. это несчастье невозможно вынести.
|elrutext='''νόσημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> болезнь Soph., Eur., Thuc.: νοσήματι περιπίπτειν Xen. заболеть; κατέχεσθαι νοσήματι NT быть больным;<br /><b class="num">2)</b> порок, зло (τῆς ἀδικίας Plat.);<br /><b class="num">3)</b> бедствие, несчастье: τὸ ν. [[μεῖζον]] ἢ φέρειν Soph. это несчастье невозможно вынести.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νόσημα]], ατος, τό, [[νοσέω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[sickness]], [[disease]], [[plague]], Soph., etc.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[disease]], [[affliction]], Aesch., Plat.<br /><b class="num">3.</b> of [[disorder]] in a [[state]], Plat., etc.
}}
}}

Revision as of 04:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόσημα Medium diacritics: νόσημα Low diacritics: νόσημα Capitals: ΝΟΣΗΜΑ
Transliteration A: nósēma Transliteration B: nosēma Transliteration C: nosima Beta Code: no/shma

English (LSJ)

Ion. νούσ-, ατος, τό, (νοσέω)

   A disease, Hp.Flat.1, S.Ph. 755, E.El.656, Th.2.49,53, etc.; τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Isoc.8.39; νοσήμασι περιπίπτειν X.Cyr.6.2.27; νοσήματα τῶν σπερμάτων Thphr.HP 8.10.1; [τῶν φυτῶν] ib.4.14.1.    2 metaph., of passion, vice, etc., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. A.Pr.227; ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους ib.685; νοσοῖμ' ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν ib.978; of love, S.Fr.149.1; τὸ ν. τῆς ἀδικίας Pl.Grg.480b, cf. Chrysipp.Stoic.3.103.    b of any grievous affliction, S.OT1293; esp. of disorder in a state, τυραννίδα . . ἔσχατον πόλεως ν. Pl.R.544c, cf. D.19.259, etc.

German (Pape)

[Seite 263] τό, die Krankheit; Soph. Phil. 745 u. öfter; Thuc. 2, 49; θανάσιμον, Plat. Rep. III, 406 b. Uebertr., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα, τοῖς φίλοις μὴ πεποιθέναι, Aesch. Prom. 225, vgl. 688. 980; Wahnsinn, Soph. Ai. 331; übh. Unglück, τὸ γὰρ νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν, O. R. 1293; ἐγγίγνεται νοσήματ' ἐς κρυπτοὺς γάμους, Eur. Ion 1524; auch in Prosa, ἀνομίας νόσημα, Thuc. 2, 53; τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας, Plat. Gorg. 480 b, vgl. ἐν σώμασι καλούμενον νόσημα, ἐν δὲ πόλεσιν ἀδικίαν, Legg. X, 906 c; Xen. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

νόσημα: τό, (νοσέω) ἀσθένεια, λοιμός, ὡς τὸ νόσος, Ἱππ. 295. 24, Σοφ. Φιλ. 755, Εὐρ., Θουκ. 2. 49, 53, κτλ.· τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Ἰσοκρ. 167Β· νοσήματι περιπίπτειν Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27. 2) μεταφορ., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. Αἰσχύλ. Πρ. 225· ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναι … συνθέτους λόγους αὐτόθι 685· νοσοῖμ’ ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν αὐτόθι 978· ν. ἔρωτος Σοφ. Ἀποσπ. 162· τὸ ν. τῆς ἀδικίας Πλάτ. Γοργ. 480Β· πρβλ. νοσέω 2. 3) ἐπὶ πάσης βαρείας θλίψεως ἢ ἀκαταστασίας, Σοφ. Ο.Τ. 1293· ἰδίως ἐπὶ ἀκαταστασίας ἐν πολιτείᾳ, Πλάτ. Πολ. 544C, Δημ. 424. 3, κτλ.· πρβλ. νοσέω 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. maladie;
II. fig. 1 fléau;
2 malheur, infortune.
Étymologie: νοσέω.

English (Strong)

from νοσέω; an ailment: disease.

English (Thayer)

νοσηματος, τό, disease, sickness: Lachmann (Tragg., Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato, and following.)

Greek Monolingual

(I)
το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) νοσώ
πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια της υγείας και της ισορροπίας του οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.)
αρχ.
μτφ. α) ηθική αρρώστια («ἔνεστι γάρ πως τοῡτο τῇ τυραννίδι νόσημα τοῑς φίλοισι μὴ πεποιθέναι», Αισχύλ.)
β) βαριά θλίψη
γ) πολιτική αναστάτωση, πολιτική αναταραχήτυραννίδα... ἔσχατο πόλεως νόσημα», Πλάτ.).
(II)
το
ζωολ. βλ. νόζεμα.

Greek Monotonic

νόσημα: -ατος, τό (νοσέω
1. αρρώστια, ασθένεια, λοιμός, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., ψυχική αρρώστια, κατάθλιψη, μελαγχολία, σε Αισχύλ., Πλάτ.
3. λέγεται για την αναρχία που επικρατεί σε μια πολιτεία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νόσημα: ατος τό1) болезнь Soph., Eur., Thuc.: νοσήματι περιπίπτειν Xen. заболеть; κατέχεσθαι νοσήματι NT быть больным;
2) порок, зло (τῆς ἀδικίας Plat.);
3) бедствие, несчастье: τὸ ν. μεῖζον ἢ φέρειν Soph. это несчастье невозможно вынести.

Middle Liddell

νόσημα, ατος, τό, νοσέω
1. a sickness, disease, plague, Soph., etc.
2. metaph. disease, affliction, Aesch., Plat.
3. of disorder in a state, Plat., etc.