περινοστέω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι-νοστέω rondgaan, rondlopen langs, abs. en met περί + acc. | |elnltext=περι-νοστέω rondgaan, rondlopen langs, abs. en met περί + acc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to go [[round]], to [[visit]] or [[inspect]], τὰς παλαίστρας Ar.<br /><b class="num">2.</b> absol. to go [[about]], [[stalk]] [[about]], Ar., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 10 January 2019
English (LSJ)
A go round, visit, inspect, περὶ τὰς κλίνας Ar.Th.796; παλαίστρας Id.Pax762 ; τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b. 2 abs., go about, stalk about, π. ὥσπερ ἥρως Pl.R.558a; of vagrants, Ar.Pl.121,494, D.19.255; π. σχολὴν ἄγοντα Alex.28, cf. Alciphr.1.10 (cj.), Jul.Ep.89.
German (Pape)
[Seite 583] umgehen, begehen, wie περιέρχομαι; Ar. Thesm. 796 Plut. 121. 494; Plat. Rep. VIII, 558 a; Sp., wie Luc. Tim. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περινοστέω: περιέρχομαι ὅπως ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, περί τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ φέρω τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «ἀλώπηξ ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., περιέρχομαι, περιφέρομαι, π. ὥσπερ ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aller et revenir d’un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;
2 faire le tour pour examiner, acc..
Étymologie: περί, νοστέω.
Greek Monotonic
περινοστέω: μέλ. -ήσω, περιέρχομαι ολόγυρα, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, τὰςπαλαίστρας, σε Αριστοφ.
2. απόλ., περιφέρομαι, περιτριγυρίζω, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, στον ίδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
περινοστέω:
1) ходить вокруг, обходить (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);
2) прохаживаться (ὥσπερ ἥρως Plat.);
3) бродить, блуждать Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-νοστέω rondgaan, rondlopen langs, abs. en met περί + acc.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to go round, to visit or inspect, τὰς παλαίστρας Ar.
2. absol. to go about, stalk about, Ar., Plat.