βληχή: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(1a) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[βληχή]], Α και [[βλαχά]], δωρ. τ.)<br />το [[βέλασμα]] των προβάτων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κλάμα]] του βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία το [[βληχή]] προέρχεται από το [[βληχώμαι]] (-<i>άομαι</i>), αν το [[βληχώμαι]] θεωρηθεί [[ανεξάρτητος]] [[επιτατικός]] [[σχηματισμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βρυχώμαι]], [[μυκώμαι]]), αίρεται από το [[γεγονός]] ότι το [[βληχώμαι]] [[είναι]] μτγν. του [[βληχή]], ενώ αβέβαιη φαίνεται και η [[υπόθεση]] ότι [[βληχώμαι]] <span style="color: red;"><</span> [[βληχή]]. Ο τ. <i>βλᾱχᾱ</i>, ο [[οποίος]] απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. [[βληχή]] συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική [[ρίζα]] <i>bl</i><i>ē</i>-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωνα<br /><b>[[πρβλ]].</b> τσεχ. <i>blekati</i>, μσν. γερμ. <i>bleken</i> | |mltxt=η (AM [[βληχή]], Α και [[βλαχά]], δωρ. τ.)<br />το [[βέλασμα]] των προβάτων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κλάμα]] του βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία το [[βληχή]] προέρχεται από το [[βληχώμαι]] (-<i>άομαι</i>), αν το [[βληχώμαι]] θεωρηθεί [[ανεξάρτητος]] [[επιτατικός]] [[σχηματισμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βρυχώμαι]], [[μυκώμαι]]), αίρεται από το [[γεγονός]] ότι το [[βληχώμαι]] [[είναι]] μτγν. του [[βληχή]], ενώ αβέβαιη φαίνεται και η [[υπόθεση]] ότι [[βληχώμαι]] <span style="color: red;"><</span> [[βληχή]]. Ο τ. <i>βλᾱχᾱ</i>, ο [[οποίος]] απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. [[βληχή]] συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική [[ρίζα]] <i>bl</i><i>ē</i>-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωνα<br /><b>[[πρβλ]].</b> τσεχ. <i>blekati</i>, μσν. γερμ. <i>bleken</i> > νέο άνω γερμ. <i>bloken</i><br />αγγλοσαξ. <i>bl</i><i>ō</i><i>etan</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>blazen</i> κ.ά.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:15, 15 January 2019
English (LSJ)
Dor. βλᾱχά, ἡ,
A bleating, οἰῶν Od.12.266; of lambs, E.Cyc.48 (lyr., pl.); wailing of infants, A.Th.348 (lyr., pl.). (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 449] ἡ, Geblök, οἰῶν Od. 12, 266 (ἅπαξ εἰρημ.); von Ziegen Opp. C. 2, 365; Kindergeschrei, ἐπιμαστιδίων, Aesch. Spt. 330; τεκέων Eur. Cycl. 48.
Greek (Liddell-Scott)
βληχή: Δωρ. βλᾱχά, ἡ, τὸ βέλασμα, οἰῶν Ὀδ. Μ. 266· αἱ κραυγαί, κλαυθμυρισμὸς τῶν νηπίων, Εὐρ. Κύκλ. 48· πρβλ. ἀρτιτρεφής (Ἴδε βληχάομαι).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 bêlement;
2 vagissement.
Étymologie: cf. lat. balare.
English (Autenrieth)
bleating, Od. 12.266†.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. βλᾱχά A.Th.348, E.Cyc.48, 59
1 balidode corderos Od.12.266, E.ll.cc., A.R.4.968, Longus 1.23.1, de cabras, Opp.C.2.365, Hsch.
2 llanto infantil, vagido βλαχαὶ ... τῶν ἐπιμαστιδίων A.l.c.
• Etimología: Origen onomat., cf. aesl. blĕjati, let. blêt, etc.
Greek Monolingual
η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.)
το βέλασμα των προβάτων
αρχ.
το κλάμα του βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι (-άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρυχώμαι, μυκώμαι), αίρεται από το γεγονός ότι το βληχώμαι είναι μτγν. του βληχή, ενώ αβέβαιη φαίνεται και η υπόθεση ότι βληχώμαι < βληχή. Ο τ. βλᾱχᾱ, ο οποίος απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. βληχή συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική ρίζα blē-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωνα
πρβλ. τσεχ. blekati, μσν. γερμ. bleken > νέο άνω γερμ. bloken
αγγλοσαξ. blōetan, αρχ. άνω γερμ. blazen κ.ά.].
Greek Monotonic
βληχή: Δωρ. βλᾱχά, ἡ, βέλασμα· οἰῶν, σε Ομήρ. Οδ.· το κλάμα των παιδιών (νηπίων), σε Ευρ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
βληχή: дор. βλᾱχά ἡ
1) блеяние (οἰῶν Hom.);
2) только pl. визг, крик (ἐπιμαστιδίν Aesch.; τεκέων Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bleating (μ 266, A.).
Dialectal forms: Dor. βλαχά
Derivatives: βληχάομαι bleat (Ar.), perh. not denomin., but an independent intensive like βρυχάομαι, μυκάομαι etc. (s. Schwyzer 683). - βληχηθμός (Ael.; cf. μυκηθμός a. o.), βλήχημα H., βληχάς (Opp., cf. μηκάς, Schwyzer 508). βληχητά pl. bleating animals (Eup., cf. ἑρπετά u. a.). βληχώδης bleating (Babr.). βληχάζω (Autocr.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: An elementary formation, with several parallels, e. g. Čech. blekati, MLG bleken > NHG. blöken; without velar RussCSl. blějati, Latv. blêt, MHG bloejen; with dental Germ., e. g. OE blætan, OHG. blāʒen; all with orig. *ē. Trag. βλαχά must be hyperdoric; note βληχάομαι in Theoc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βληχή -ῆς, ἡ, Dor. βλᾱχά geblaat; alg. gekerm :. βλαχαὶ … τῶν ἐπιμαστιδίων gekerm van kinderen aan de borst Aeschl. Sept. 348.
Middle Liddell
[Formed from the sound.]
a bleating, οἰῶν Od.: the wailing of children, Eur.