προσθήκη: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosthiki | |Transliteration C=prosthiki | ||
|Beta Code=prosqh/kh | |Beta Code=prosqh/kh | ||
|Definition=ἡ, (προστίθημι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">addition, appendage, supplement</b>, προσθήκας . . μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο <span class="bibl">Hdt.4.30</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1354a14</span>; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>500</span>; <b class="b3">σμικρὰ π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>339b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">La.</span>182c</span>; <b class="b3">ἐν προσθήκης μέρει</b> by way of | |Definition=ἡ, (προστίθημι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">addition, appendage, supplement</b>, προσθήκας . . μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο <span class="bibl">Hdt.4.30</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1354a14</span>; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>500</span>; <b class="b3">σμικρὰ π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>339b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">La.</span>182c</span>; <b class="b3">ἐν προσθήκης μέρει</b> by way of [[appendage]], <span class="bibl">D.11.8</span> (but <b class="b3">ἐν προσθήκῃ μερίς</b> shd. be read in <span class="bibl">Id.2.14</span>); ἐν ὑπηρέτου καὶ π. μέρει <span class="bibl">Id.3.31</span>; ἐν π. μοίρᾳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Zeux.</span>2</span>; <b class="b3">προσθήκης μοῖραν ἐπέχειν</b> serve as [[auxiliaries]], <span class="bibl">D.H.5.67</span>; [Ἀντώνιος] π. τῆς γυναικὸς ἦν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span> 62</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> <b class="b2">additional payment</b>, PTeb.296.3 (ii A.D.), etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[qualification]], <b class="b3">ἡ τῆς ἀξίας π</b>. the <b class="b2">additional qualification</b> of merit, <span class="bibl">D. <span class="title">Ep.</span>3.12</span>; πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις προσθῆκαι δύο, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου <span class="bibl">Id.23.75</span>: hence, [[adjective]], Gal.11.74, Dosith.p.398 K. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">accident, circumstance</b>, τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῖν <span class="bibl">Alex.271.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">aid, assistance</b>, προσθήκῃ θεοῦ <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>38</span>; <b class="b3">ἡ τῶν νόμων π</b>. <span class="bibl">D.25.24</span>; <b class="b3">αἱ λαχάνων π</b>., prov. of what gives no help, <span class="bibl">Diogenian.2.52</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[particle]], Longin.21.2; of expletives, π. κεναί <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>55</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:10, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ, (προστίθημι)
A addition, appendage, supplement, προσθήκας . . μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Hdt.4.30, cf. Arist.Rh.1354a14; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι A.Ag.500; σμικρὰ π. Pl.R.339b, cf. La.182c; ἐν προσθήκης μέρει by way of appendage, D.11.8 (but ἐν προσθήκῃ μερίς shd. be read in Id.2.14); ἐν ὑπηρέτου καὶ π. μέρει Id.3.31; ἐν π. μοίρᾳ Luc.Zeux.2; προσθήκης μοῖραν ἐπέχειν serve as auxiliaries, D.H.5.67; [Ἀντώνιος] π. τῆς γυναικὸς ἦν Plu.Ant. 62. b additional payment, PTeb.296.3 (ii A.D.), etc. 2 qualification, ἡ τῆς ἀξίας π. the additional qualification of merit, D. Ep.3.12; πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις προσθῆκαι δύο, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου Id.23.75: hence, adjective, Gal.11.74, Dosith.p.398 K. 3 accident, circumstance, τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῖν Alex.271.5. II aid, assistance, προσθήκῃ θεοῦ S.OT38; ἡ τῶν νόμων π. D.25.24; αἱ λαχάνων π., prov. of what gives no help, Diogenian.2.52. III particle, Longin.21.2; of expletives, π. κεναί Demetr.Eloc.55.
German (Pape)
[Seite 766] ἡ, Zusatz, Zugabe, Anhang; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι προσθήκη πέλοι, möge der Schluß gut sein, Aesch. Ag. 496; θεοῦ, das Dazuthun des Gottes, die Hülfe, Soph. O. R. 38, Schol. ἐπικουρία; – προσθήσομεν αὐτῷ οὐ σμικρὰν προσθήκην, Plat. Lach. 182 c. Anders Dem. 23, 75, πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου, Alles hat zwei Seiten; – Vermehrung; dah. bei Her. 4, 30 Einschiebsel in eine Erzählung; Beiwerk, neben ἔντεχνον Arist. rhet. 1, 1, u. oft; Abschweifung von der Hauptsache, Sp.; – Dem. vrbdt oft ἐν προσθήκης μέρει, z. B. 2, 14; auch ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει, 13, 31, wie wir auch »Nebensache« brauchen; nachgeahmt von Luc. Zeux. 2. – Bei den Gramm. die Partikel, vgl. Longin. de sublim. 21, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσθήκη: ἡ, (προστίθημι) ὡς καὶ νῦν, προσθήκη, παράρτημα, συμπλήρωμα, μάλιστα ἐν βιβλίῳ, προσθήκας... μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Ἡρόδ. 4. 30, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3· εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι πρ. πέλοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 500· σμικρὰ πρ. Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Λάχ. 182C· ἐν προσθήκης μέρει, ἐν εἴδει παραρτήματος, Δημ. 22. 4, 154, 18· ἐν ὑπηρέτου καὶ πρ. μέρει ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν πρ. μοίρᾳ Λουκ. Ζεῦξις 2· προσθήκης μοῖραν ἐπεῖχον, ἦσαν εἶδος προσθήκης, Διον. Ἁλ. 5. 67· [Ἀντώνιος] πρ. τῆς γυναικὸς ἦν, σύμμαχος, ἐπίκουρος, Πλουτ. Ἀντών. 62 (ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ): ἐντεῦθεν, 2) συμβεβηκός τι, ἁπλῆ τις περίστασις, Δημ. 1477· 20 πᾶσίν εἰσι πράγμασι προσθῆκαι δύο, πάντα τὰ πράγματα ἔχουσι δύο τρόπους ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. 645. 3, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 631, Παροιμιογρ. ΙΙ. βοήθεια, συνδρομή, ἐπικουρία. προσθήκῃ θεοῦ Σοφ. Ο. Τ. 38· μάλιστα ἐπὶ προσθέτου βοηθείας, τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι Δημ. 777. 1. ΙΙΙ. μόριον (γραμμ.), ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ πάθος Λογγῖν. 21. 2.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 addition, développement, suite ; particul. digression;
2 accessoire : ἐν προσθήκης μέρει DÉM à titre d’accessoire ou de hors-d’œuvre;
3 assistance donnée par les dieux.
Étymologie: προστίθημι.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προστίθημι
1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» — με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ.
γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» — ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.)
2. συμπλήρωση, επαύξηση
3. το μέρος που προστίθεται, το συμπλήρωμα
νεοελλ.
(κυρίως για κτίσματα) επέκταση
αρχ.
1. πρόσθετη πληρωμή
2. (σχετικά με αξία) πρόσθετος χαρακτηρισμός («πᾱσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου», Δημοσθ.)
3. γεγονός, απλό περιστατικό («τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῑν», Αλεξ.)
4. βοήθεια, αρωγή, επικουρία (α. «προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν», Πλούτ.
β. «τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι», Δημοσθ.)
5. γραμμ. μόριο («ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ πάθος», Λογγίν.)
6. τόκος
7. πρόοδος
8. το τμήμα της εκκλησίας που είναι πρόσθετο στο ιερό.
Greek Monotonic
προσθήκη: ἡ (προστίθημι),
I. 1. προσθήκη, παράρτημα, συμπλήρωμα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἐν προσθήκης μέρει, με τον τρόπο του παραρτήματος, σε Δημ.
2. κάτι που προστίθεται, συμβαίνει, συμβάν, περίσταση, στον ίδ.
II. βοήθεια, συνδρομή· προσθήκῃ θεοῦ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προσθήκη: ἡ
1) приложение, добавление, дополнение, вставка Her., Arst.: ἐν προσθήκης μέρει Dem. в порядке добавления;
2) ирон. (об Антонии) придаток, привесок (π. τῆς γυναικός, sc. Κλεοπάτρας Plut.);
3) завершение, окончание: εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι Aesch. пусть все кончится как нельзя лучше;
4) способ, форма, сторона: πᾶσίν εἰσι πράγμασι δύο προσθῆκαι Dem. все имеет две стороны;
5) содействие, помощь (θεοῦ Soph.);
6) грам. частица.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσθήκη -ης, ἡ [προστίθημι] toevoeging, uitweiding:; προσθήκας... μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο mijn verhaal zocht vanaf het begin naar uitweidingen Hdt. 4.30.1; van pers. aanhang(sel):. ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει γεγένησθε jullie zijn afgezakt tot de rol van dienaar en aanhang Dem. 3.31; προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν hij was het slaafje van de vrouw Plut. Ant. 62.1. hulp, bijstand:. προσθήκῃ θεοῦ door de hulp van een god Soph. OT 38.
Middle Liddell
προσθήκη, ἡ, προστίθημι
I. an addition, appendage, appendix, Hdt., Aesch.; ἐν προσθήκης μέρει by way of appendage, Dem.
2. something added, an accident, Dem.
II. assistance, προσθήκῃ θεοῦ Soph.