нападать: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(4)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[καταθέω]], [[εἰσβάλλω]], [[ἐσβάλλω]], [[ἰάπτω]], [[ἀνθάπτομαι]], [[ἀντάπτομαι]], [[συνεκτρέχω]], [[συνεπίκειμαι]], [[ἐφορμάω]], [[ἐπόρνυμι]], [[ἐπορνύω]], [[κατεφίσταμαι]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[ἐξαράσσω]], [[ἐξαράττω]], [[ἐκπηδάω]], [[ἐπιρράσσω]], [[ἐπιρράττω]], [[μετοίχομαι]], [[ὑπαντιάζω]], [[ὑπαντάω]], [[ἐπεμπίπτω]], [[χράω]], [[ἐπιχράω]], [[ἐπαποδύω]], [[ἐπιστρατεύω]], [[ἐπιπίπτω]], [[προσνίσσομαι]], [[ποτινίσσομαι]], [[προστρέχω]], [[προσπίπτω]], [[ποτιπίπτω]], [[ἐπιβλώσκω]], [[προσέρχομαι]], [[βιάω]], [[κατατρέχω]], [[ἐπεκθέω]], [[ἐνορούω]], [[ἐπιθύω]], [[μετασεύομαι]], [[μετασσεύομαι]]
|rueltext=[[ἐπισείω]], [[συνεπιτίθημι]], [[εἰσπίπτω]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐπέρχομαι]], [[πολεμέω]], [[ἐπιφέρω]], [[βιβάω]], [[μετέρχομαι]], [[περιπίπτω]], [[ἐπιβρίθω]], [[καταθέω]], [[εἰσβάλλω]], [[ἐσβάλλω]], [[ἰάπτω]], [[ἀνθάπτομαι]], [[ἀντάπτομαι]], [[συνεκτρέχω]], [[συνεπίκειμαι]], [[ἐφορμάω]], [[ἐπόρνυμι]], [[ἐπορνύω]], [[κατεφίσταμαι]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[ἐξαράσσω]], [[ἐξαράττω]], [[ἐκπηδάω]], [[ἐπιρράσσω]], [[ἐπιρράττω]], [[μετοίχομαι]], [[ὑπαντιάζω]], [[ὑπαντάω]], [[ἐπεμπίπτω]], [[χράω]], [[ἐπιχράω]], [[ἐπαποδύω]], [[ἐπιστρατεύω]], [[ἐπιπίπτω]], [[προσνίσσομαι]], [[ποτινίσσομαι]], [[προστρέχω]], [[προσπίπτω]], [[ποτιπίπτω]], [[ἐπιβλώσκω]], [[προσέρχομαι]], [[βιάω]], [[κατατρέχω]], [[ἐπεκθέω]], [[ἐνορούω]], [[ἐπιθύω]], [[μετασεύομαι]], [[μετασσεύομαι]], [[ἐγχειρέω]], [[ἐπελαύνω]], [[προσμίγνυμι]], [[καθάπτω]], [[ἐπιχειρέω]], [[ὑποκρούω]], [[ἐρείπω]], [[ἐμπίπτω]], [[πρόσειμι]], [[ἐρείδω]], [[ἐπιλαμβάνω]], [[ἐπιτίθημι]], [[ἐποίχομαι]], [[βακχιόω]], [[διατείνω]], [[ἐπιβάλλω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 15 October 2019

Russian > Greek

ἐπισείω, συνεπιτίθημι, εἰσπίπτω, ἐκπίπτω, ἐπέρχομαι, πολεμέω, ἐπιφέρω, βιβάω, μετέρχομαι, περιπίπτω, ἐπιβρίθω, καταθέω, εἰσβάλλω, ἐσβάλλω, ἰάπτω, ἀνθάπτομαι, ἀντάπτομαι, συνεκτρέχω, συνεπίκειμαι, ἐφορμάω, ἐπόρνυμι, ἐπορνύω, κατεφίσταμαι, ἐπεισπίπτω, ἐπεσπίπτω, ἐξαράσσω, ἐξαράττω, ἐκπηδάω, ἐπιρράσσω, ἐπιρράττω, μετοίχομαι, ὑπαντιάζω, ὑπαντάω, ἐπεμπίπτω, χράω, ἐπιχράω, ἐπαποδύω, ἐπιστρατεύω, ἐπιπίπτω, προσνίσσομαι, ποτινίσσομαι, προστρέχω, προσπίπτω, ποτιπίπτω, ἐπιβλώσκω, προσέρχομαι, βιάω, κατατρέχω, ἐπεκθέω, ἐνορούω, ἐπιθύω, μετασεύομαι, μετασσεύομαι, ἐγχειρέω, ἐπελαύνω, προσμίγνυμι, καθάπτω, ἐπιχειρέω, ὑποκρούω, ἐρείπω, ἐμπίπτω, πρόσειμι, ἐρείδω, ἐπιλαμβάνω, ἐπιτίθημι, ἐποίχομαι, βακχιόω, διατείνω, ἐπιβάλλω