ὑπαντιάζω

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαντιάζω Medium diacritics: ὑπαντιάζω Low diacritics: υπαντιάζω Capitals: ΥΠΑΝΤΙΑΖΩ
Transliteration A: hypantiázō Transliteration B: hypantiazō Transliteration C: ypantiazo Beta Code: u(pantia/zw

English (LSJ)

come to meet or go to meet, encounter, without case, Il.6.17, Pi.P.4.135, A.Pers.407, X.Cyr.4.2.18: c. dat., Pi.P.8.11, Pae.2.32, A.Pers.834,850, X.Cyr.5.5.9: also c. acc., Pi.P.5.44, Hdt.4.121, J.AJ1.10.4, Plu.Pomp.71, App.Mith. 5, Luc.VH1.21.

German (Pape)

[Seite 1182] entgegenkommen u.- gehen; Il. 6, 17; τινί, Pind. ὑπαντιάξαισα κράτει, P. 8, 11; auch τινά, 5, 41, wie Her. 4, 121; ὑπαντιάζει παιδί, Aesch. Pers. 820, vgl. 836; imperf. Xen. An. 6, 3, 27.

French (Bailly abrégé)

1 aller au-devant de, particul. pour secourir, dat. ou acc.;
2 marcher à la rencontre de avec idée d'hostilité : τινι de qqn.
Étymologie: ὑπό, ἀντιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαντιάζω:
1 идти (выходить) навстречу (τινί Pind., Aesch. и τινά Pind., Plut., Luc.);
2 воен. нападать, атаковать (τινί Hom., Xen. и τινά Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαντιάζω: μέλλ. -άσω [ᾰ], ἔρχομαι ἢ πορεύομαι εἰς ἀπάντησιν, προβαίνω ὅπως συναντήσω τινά, ἄνευ πτώσεως, Ἰλ. Ζ. 17, Πινδ. Π. 4. 241, Αἰσχύλ. Πέρσ. 407, Ξεν., κλπ.· μετὰ δοτ., Πινδ. Π. 8. 13, Αἰσχύλ. Πέρσ. 834, 850, Ξεν., κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Πινδ. Π. 5. 59, Ἡρόδ. 4. 121, Πλούτ., κλπ.

English (Slater)

ὑπαντιάζω
   a welcome αὐτὸς ὑπαντίασεν Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά (P. 4.135) c. acc., ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι (P. 5.44) [ὑπαντίασεν (codd.: ὑπάντασεν byz.) (P. 8.59) ]
   b confront, oppose τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει (sc. Ἡσυχία) (P. 8.11) εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει (ὑπαντιάξει Π̆{S}, fort. recte) (Pae. 2.32)

Greek Monolingual

και ὑπαντιῶ, -άω, Α
πηγαίνω να συναντήσω κάποιον («οἱ Σκύθαι... ὑπηντίαζον τὴν Δαρείου στρατιήν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀντιάζω / ἀντιάω «απαντώ, συναντώ»].

Greek Monotonic

ὑπαντιάζω: μέλ. -άσω [ᾰ], έρχομαι ή πηγαίνω να συναντήσω κάποιον, προχωρώ, βαδίζω για να προϋπαντήσω, συναντώ, ανταμώνω, απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· με δοτ., σε Αισχύλ., Ξεν., κλπ.· επίσης με αιτ., σε Ηρόδ., Πλούτ.

Middle Liddell

fut. άσω
to come or go to meet, step forth to meet, encounter, absol., Il., Aesch., etc.: c. dat., Aesch., Xen., etc; also c. acc., Hdt., Plut.