hard: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Woodhouse1 replacement)
mNo edit summary
Line 7: Line 7:
[[difficult]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[δυσχερής]], [[ἄπορος]], [[ἀμήχανος]] (rare [[prose|P.]]), [[προσάντης]], [[verse|V.]] [[δυσπετής]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[χαλεπός]].
[[difficult]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[δυσχερής]], [[ἄπορος]], [[ἀμήχανος]] (rare [[prose|P.]]), [[προσάντης]], [[verse|V.]] [[δυσπετής]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[χαλεπός]].


[[painful]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[λυπηρος]], [[πικρός]], [[βαρύς]], [[δυσχερής]], [[verse|V.]] [[δυσπόνητος]], [[πολύπονος]], [[ἀχθεινός]], [[λυπρός]].
[[painful]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[λυπηρός]], [[πικρός]], [[βαρύς]], [[δυσχερής]], [[verse|V.]] [[δυσπόνητος]], [[πολύπονος]], [[ἀχθεινός]], [[λυπρός]].


[[cruel]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ὠμός]], [[ἄγριος]], [[ἀγνώμων]], [[δεινός]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], [[τραχύς]], [[verse|V.]] [[ὠμόφρων]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[χαλεπός]].
[[cruel]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ὠμός]], [[ἄγριος]], [[ἀγνώμων]], [[δεινός]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], [[τραχύς]], [[verse|V.]] [[ὠμόφρων]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[χαλεπός]].

Revision as of 16:19, 20 June 2020

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 385.jpg

adjective

P. and V. σκληρός, στερεός. V. στυφλός, περισκελής, Ar. and V. στερρός.

difficult: P. and V. δυσχερής, ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.), προσάντης, V. δυσπετής, Ar. and P. χαλεπός.

painful: P. and V. λυπηρός, πικρός, βαρύς, δυσχερής, V. δυσπόνητος, πολύπονος, ἀχθεινός, λυπρός.

cruel: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, V. ὠμόφρων, Ar. and P. χαλεπός.

severe (of things): P. ἰσχυρός.

die hard, v.: P. δυσθανατεῖν.

dying hard: V. δυσθνήσκων.

be hard of hearing: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plato).

be hardpressed: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.

Dutch > Greek

βαρύς, καρφαλέος, κερασβόλος, κρατερός, σκληρός, στερέμνιος, στερεός, στερέωμα, στέριφος, στερρός, στιβαρός, στριφνός, στυφελός, στύφλος