νεμεσητός: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nemesitos | |Transliteration C=nemesitos | ||
|Beta Code=nemeshto/s | |Beta Code=nemeshto/s | ||
|Definition=ή, όν, in Hom. always νεμεσσητός, exc. <span class="bibl">Il.11.649</span>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">causing indignation</b> or <b class="b2">wrath, worthy of it</b>, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη <span class="bibl">3.410</span>, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι <span class="bibl">9.523</span>, <span class="bibl">Od.22.59</span>; οὔτοι νεμεσητόν <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1193</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>282b</span>; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sto.</span>339.12</span>; <b class="b3">ν</b>. ἰδεῖν <span class="bibl">Tyrt.10.26</span>; ψεῦδος δὲ… ν. κατὰ φύσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>943e</span>; <b class="b3">νεμεσητὸν ἐὰν</b>… | |Definition=ή, όν, in Hom. always νεμεσσητός, exc. <span class="bibl">Il.11.649</span>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">causing indignation</b> or <b class="b2">wrath, worthy of it</b>, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη <span class="bibl">3.410</span>, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι <span class="bibl">9.523</span>, <span class="bibl">Od.22.59</span>; οὔτοι νεμεσητόν <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1193</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>282b</span>; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sto.</span>339.12</span>; <b class="b3">ν</b>. ἰδεῖν <span class="bibl">Tyrt.10.26</span>; ψεῦδος δὲ… ν. κατὰ φύσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>943e</span>; <b class="b3">νεμεσητὸν ἐὰν</b>… [[it is matter for indignation]] that... <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1387a32</span>, cf. <span class="title">IPE</span>12.34.17 (Olbia). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[retributive]], ἔπαθε πρᾶγμα ν. [[retribution]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">Ages.</span>22</span> ; so νεμεσητὰ παθεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>37</span>; πάθος ν. ἔπαθε <span class="bibl">Id.<span class="title">Pomp.</span>38</span>; <b class="b3">τὸ ν. ἀφοσιούμενος</b> ib.<span class="bibl">42</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> <b class="b2">deserving retribution</b>, <span class="bibl">Nic.Dam.68.9J.</span> </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">prone to wrath</b>, αἰδοῖος νεμεσητός <span class="bibl">Il.11.649</span>; Κύπρι νεμεσσατά <span class="bibl">Theoc.1.101</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:05, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν, in Hom. always νεμεσσητός, exc. Il.11.649:—
A causing indignation or wrath, worthy of it, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 3.410, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι 9.523, Od.22.59; οὔτοι νεμεσητόν S.Ph.1193 (lyr.), cf. Pl.Euthd.282b; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν Phld.Sto.339.12; ν. ἰδεῖν Tyrt.10.26; ψεῦδος δὲ… ν. κατὰ φύσιν Pl.Lg.943e; νεμεσητὸν ἐὰν… it is matter for indignation that... Arist.Rh.1387a32, cf. IPE12.34.17 (Olbia). 2 retributive, ἔπαθε πρᾶγμα ν. retribution, Plu. Ages.22 ; so νεμεσητὰ παθεῖν Id.Per.37; πάθος ν. ἔπαθε Id.Pomp.38; τὸ ν. ἀφοσιούμενος ib.42. b deserving retribution, Nic.Dam.68.9J. II Act., prone to wrath, αἰδοῖος νεμεσητός Il.11.649; Κύπρι νεμεσσατά Theoc.1.101.
German (Pape)
[Seite 239] ep. νεμεσσητός, was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, tadelnswerth, also ungebührlich; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ παθεῖν, die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben αἰδοῖος Il. 11, 649.
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσητός: -ή, -όν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε νεμεσσητός, πλὴν ἅπαξ (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ὁ προξενῶν ἀγανάκτησιν ἢ ὀργήν, ἄξιος ἀγανακτήσεως, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, «μεμπτὸν δ’ ἂν εἴη τοῦτό γε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 410, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. (πρβλ. νέμεσις ΙΙ), οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Ι. 523, Ὀδ. Χ. 59· οὕτως, οὕτοι νεμεσητὸν Σοφ. Φιλ. 1193, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β· ν. ἰδεῖν Τυρταῖ. 6. 26· ψεῦδος δέ... ν. κατὰ φύσιν Πλάτ. Νόμ. 943Ε· ἐὰν οὖν ἀγαθὸς ὤν μὴ τοῦ ἀρμόττοντος τυγχάνῃ, νεμεσητὸν Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 11. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Μετοχ. ΙΙ. ἄξιος σεβασμοῦ, σεβαστός, αἰδοῖος νεμεσητὸς Ἰλ. Λ. 649· Κύπρι νεμεσσατὰ (κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀξία μέμψεως») Θεόκρ. 1. 101.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui mérite la colère des dieux, coupable, criminel, ou en gén. répréhensible;
2 causé par la jalousie des dieux, qui marque la colère ou la haine des dieux.
Étymologie: adj. verb. de νεμεσάω.
English (Autenrieth)
causing indignation, reprehensible, wrong, usually neut. as pred., Il. 3.310; w. neg., ‘no wonder,’ Il. 9.523, Od. 22.59, to be dreaded, Il. 11.649.
Greek Monolingual
νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, -ή, -όν (Α) νεμεσώ
1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.)
2. αυτός που ανταποδίδεται, («πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθε», Πλούτ.)
3. άξιος ανταμοιβής, ανταπόδοσης
4. αυτός του οποίου την αγανάκτηση πρέπει να φοβάται κανείς, ο φοβερός («Κύπρι νεμεσσατά», Θεόκρ.).
επίρρ...
νεμεσητῶς (Μ)
με αξιοκατάκριτο τρόπο.
Greek Monotonic
νεμεσητός: Επικ. νεμεσσητός, -ή, -όν,
I. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση ή οργή· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, αυτό θα ήταν αρκετό για να εξοργίσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, σε Σοφ. κ.λπ.
II. αυτός που αντιμετωπίζεται με σεβασμό, αξιοσέβαστος, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
νεμεσητός: эп. νεμεσσητός, дор. νεμεσσᾱτός 3
1) достойный порицания, позорный, предосудительный: οὐ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν Plat. не зазорно (будет) потрудиться для этого;
2) заслуженный, основательный: οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Hom. не без оснований рассердиться; νεμεσητὰ παθεῖν Plut. пострадать по заслугам;
3) внушающий страх, грозный (sc. Ἀχιλλεύς Hom.).
Middle Liddell
νεμεσητός, επιξ νεμεσσητός, ή, όν
I. causing indignation or wrath, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 'twere enough to make one wroth, Il., etc.; so Soph., etc.
II. to be regarded with awe, awful, Il., Theocr.