φάσηλος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fasilos
|Transliteration C=fasilos
|Beta Code=fa/shlos
|Beta Code=fa/shlos
|Definition=[ᾰ], ὁ (cf. <span class="bibl">Ath.2.56a</span>, <span class="bibl">4.139a</span>: Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[phaselos]] is fem., Colum.<span class="bibl">10.377</span>), a kind of bean, <b class="b2">calavance, Vigna sinensis</b>, <span class="bibl">Epich. 151</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 1144</span> (troch.), <span class="bibl">Demetr.Com.Vet.5</span>, Wilcken <span class="title">Chr.</span>198.18 (iii B. C.), etc.; cf. [[φασίολος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> hence Lat. <b class="b2">phaselus, a light boat, canoe, skiff</b>, from its like ness to a bean-pod, Catull.4, Hor.<span class="bibl"><span class="title">Od.</span>3.2.29</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ὁ (cf. <span class="bibl">Ath.2.56a</span>, <span class="bibl">4.139a</span>: Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[phaselos]] is fem., Colum.<span class="bibl">10.377</span>), a kind of bean, [[calavance]], [[Vigna sinensis]], <span class="bibl">Epich. 151</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 1144</span> (troch.), <span class="bibl">Demetr.Com.Vet.5</span>, Wilcken <span class="title">Chr.</span>198.18 (iii B. C.), etc.; cf. [[φασίολος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> hence Lat. <b class="b2">phaselus, a light boat, canoe, skiff</b>, from its like ness to a bean-pod, Catull.4, Hor.<span class="bibl"><span class="title">Od.</span>3.2.29</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:30, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάσηλος Medium diacritics: φάσηλος Low diacritics: φάσηλος Capitals: ΦΑΣΗΛΟΣ
Transliteration A: phásēlos Transliteration B: phasēlos Transliteration C: fasilos Beta Code: fa/shlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ (cf. Ath.2.56a, 4.139a: Lat.

   A phaselos is fem., Colum.10.377), a kind of bean, calavance, Vigna sinensis, Epich. 151, Ar.Pax 1144 (troch.), Demetr.Com.Vet.5, Wilcken Chr.198.18 (iii B. C.), etc.; cf. φασίολος.    II hence Lat. phaselus, a light boat, canoe, skiff, from its like ness to a bean-pod, Catull.4, Hor.Od.3.2.29.

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, auch φασήολος und φασίολος geschr., 1) eine Pflanze, die eßbare Schoten trägt, eine Art Bohnen, Phasolen od. Fisolen, Ar. Pax 1110, vgl. Ath. II, 56 a. – 2) ein schmaler, leichter Kahn, jedes schnellsegelnde Schiff, wahrscheinlich von seiner Aehnlichkeit mit der Schote des φάσηλος, Catull. 4.

Greek (Liddell-Scott)

φάσηλος: [ᾰ], ὁ, τὸ γνωστὸν φυτόν, ἡ «φασουλιά», καὶ τὸ ὄσπριον «φασοῦλι», Ἐπίχαρμ. 102 A??r., Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1144, Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 1· τὸ ἀρσεν. γένος βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἀθην. 56Α, 139Α, εἰ καὶ ὁ Colnuella ἔχει τὸ faselos, ὡς θηλ.· ― τύπος τις φασίολος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Διοσκ. 2, 130 καὶ τῷ Πολυδ. Α΄, 247· φασήολος παρὰ Γαληνῷ· Λατ. faseolus, παρὰ τῷ Colume la. II. ἐντεῦθεν Λατ. phaselos, ἐλαφρὸν πλοιάριον ἔχον τὸ σχῆμα φασουλίου, λέμβος, ἀκάτιον, Catull. 4, Ὁράτ. ᾨδ. 3. 2, 29.

French (Bailly abrégé)

ου (ου);
1 fésole, banette, haricot à cosse allongée (phaseolus vulgaris), plante;
2 chaloupe allongée.
Étymologie: DELG mot pê non i.-e. ou pê à rapprocher de φακός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η φασολιά και ο καρπός της («κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς», Αθήν.)
2. παλαιό μεταγωγικό πλοίο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Αίγυπτο και που στον αρχικό του τύπο ήταν μικρό και κατασκευασμένο από καλάμι και πάπυρο, ενώ αργότερα αυξήθηκε σε μέγεθος, με ιστιοφορία και πολλά κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από κάποια γλώσσα όχι απαραίτητα ινδοευρωπαϊκή, αφού άλλωστε και το φυτό αυτό προέρχεται από τις θερμές μεσογειακές περιοχές. Η λ. θα μπορούσε ίσως, από μορφολογική και σημασιολογική άποψη, να έχει κάποια σχέση με τη λ. φακός και τους άλλους συγγενείς τ. (βλ. λ. φακός). Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. phasēlus)].

Greek Monotonic

φάσηλος: [ᾰ], ὁ,
I. είδος φασολιού, σε Αριστοφ.
II. απ' όπου, Λατ. phasēlus, ελαφρύ πλοιάριο, λέμβος, από την ομοιότητά του με φασόλι στο σχήμα, σε Κάτουλ., Ρήτ.

Russian (Dvoretsky)

φάσηλος: (ᾰ) ὁ фасоль (Phaseolus vulgaris L ) Arph.

Middle Liddell

φά˘σηλος, ὁ,
I. a sort of bean, Ar.
II. hence Lat. phas[e]lus, a light boat, skiff, from its likeness in shape to a bean-pod, Catull., Hor.

Frisk Etymology German

φάσηλος: {phásēlos}
Grammar: m.
Meaning: Art eßbarer Bohnen (Epich., Ar., Pap. IIIa u.a.)
Derivative: mit φασήλιον n. ib. (Dsk., Pap. IV-Vp).
Etymology : Mit lat. phasēlus m. f. Bohnenart, schotenähnliches Brot (Cat., Cic., aug. Dichtung, Colum. u.a.) identisch, das nach gewöhnlicher, wohl richtiger Annahme aus dem Griech. entlehnt ist. Umgekehrt Pisani Rend. Acc. Lincei VI: 6, 184ff.: φάσηλος italische Entlehnung und mit φακός Linse urverwandt. Wegen alb. bathë Saubohne (s. φακός) erwägt Kretschmer Glotta 21, 181 f. illyrische Vermittlung. Weitere Einzelheiten m. Lit. bei W.-Hofmann s.v., wo mediterraner Ursprung angenommen wird. — Aus dem lat. Demin. phaseolus (Colum. usw.) φασίολος, -ίωλος, πασίολος (Gal., Poll., Edict. Diocl.).
Page 2,996