βολίζω: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=volizo | |Transliteration C=volizo | ||
|Beta Code=boli/zw | |Beta Code=boli/zw | ||
|Definition=(βολίς) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=(βολίς) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[heave the lead]], [[take soundings]], Act.Ap.27.28, <span class="bibl">Eust. 563.30</span>:—Pass., [[sink in water]], <span class="bibl">Gp.6.17</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 1 July 2020
English (LSJ)
(βολίς)
A heave the lead, take soundings, Act.Ap.27.28, Eust. 563.30:—Pass., sink in water, Gp.6.17.
German (Pape)
[Seite 452] das Senkblei auswerfen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βολίζω: (βολὶς) ῥίπτω τὴν βολίδα, ἐξετάζω τὸ βάθος, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 28: ― Παθ., βυθίζομαι εἰς τὸ ὕδωρ, καταβυθίζομαι, Γεωπ. 6. 17.
French (Bailly abrégé)
jeter la sonde ; Pass. s’enfoncer.
Étymologie: βολίς.
Spanish (DGE)
1 lanzar la sonda, sondar καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι Act.Ap.27.28, cf. Eust.563.30, 731.46, 1405.4.
2 sumergir, macerar peras en vino Gp.6.17.
English (Abbott-Smith)
English (Strong)
from βολίς; to heave the lead: sound.
English (Thayer)
1st aorist ἐβολισα; (βολίς a missile, dart; a line and plummet with which mariners sound the depth of the sea, a sounding-lead); to heave the lead, take soundings: Eustathius; (middle intransitive, to sink in water, Geoponica, 6,17).)
Greek Monolingual
(AM βολίζω)
ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας
νεοελλ.
βόλισον
ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους
μσν.
βολίζομαι
βυθίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόλος, βολή.
Greek Monotonic
βολίζω: ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βολίζω: опускать зонд или лот, измерять глубину (βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι NT).
Middle Liddell
[From βολίς
to heave the lead, take soundings, NTest.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βολίζω βολίς het dieplood uitwerpen, peilen.
Chinese
原文音譯:bol⋯zw 波利索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:投(化)
字義溯源:拋投鉛錘(測探水的深淺),探深淺;源自(βολίς)=箭);而 (βολίς)出自(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 探深淺(2) 徒27:28; 徒27:28